
Τρυφερέ μου Ταυρομάχε
- Tengo Miedo Torero
- My Tender Matador
- 2020
- Χιλή
- Ισπανικά
- Αισθηματική, Δραματική, Εποχής, Πολιτική, Σινεφίλ
- 02 Σεπτεμβρίου 2021
Λίγο πριν την απόπειρα δολοφονίας του Πινοσέτ το 1986 στη Χιλή, μια παθιασμένη σχέση ανθίζει ανάμεσα σε μια μοναχική και γερασμένη τρανσέξουαλ γυναίκα και έναν νεαρό μεξικανό επαναστάτη.
Σκηνοθεσία:
Rodrigo Sepulveda
Κύριοι Ρόλοι:
Alfredo Castro … ‘La Loca del Frente’
Leonardo Ortizgris … Carlos
Amparo Noguera … Δόνα Olguita
Julieta Zylberberg … Laura
Sergio Hernandez … Rana
Luis Gnecco … Myrna
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Rodrigo Sepulveda, Juan Elias Tovar
Παραγωγή: Lucas Engel, Gregorio Gonzalez, Florencia Larrea, Jorge Lopez Vidales, Daniel Oliva
Μουσική: Pedro Aznar
Φωτογραφία: Sergio Armstrong
Μοντάζ: Ana Godoy, Rosario Suarez
Σκηνικά: Marisol Torres
Κοστούμια: Carolina Espina
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Tengo Miedo Torero
- Ελληνικός Τίτλος: Τρυφερέ μου Ταυρομάχε
- Διεθνής Τίτλος: My Tender Matador
- Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Γλυκέ μου Ματαδόρ [φεστιβάλ]
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Tengo Miedo Torero του Pedro Lemebel.
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο κοινού στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Παραλειπόμενα
- Το βιβλίο του 2001 ήταν υπό σκέψεις για να γίνει ταινία από πολύ νωρίς. Ο Rodrigo Sepulveda με τον Pedro Lemebel έτυχε να ενώνονται με ισχυρούς δεσμούς, αλλά η έλλειψη χρημάτων και αρκετά άλλα μικροπροβλήματα δεν άφηναν την παραγωγή να πάρει το πράσινο φως. Μέχρι και τον θάνατο του συγγραφέα το 2015, οι εικασίες ήθελαν τον Sepulveda να έχει θέσει τόσο ψηλά τον πήχη, που του ήταν δύσκολο να ανταποκριθεί.
- Η επιλογή του Alfredo Castro είχε τεθεί ως επιθυμία από τον ίδιο τον Lemebel.
- Οι παραγωγοί είχαν ως στόχο να προβληθεί στο φεστιβάλ του Βερολίνου του 2020, αλλά εντέλει έκανε πρεμιέρα στο τμήμα Venice Days του φεστιβάλ Βενετίας.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 2/9/2021
Το «Τρυφερέ μου Ταυρομάχε» είναι ένα φιλμ που έχει γυριστεί με μεγάλη προσοχή και σεβασμό, ελέω του ειδικού βάρους που φέρει το όνομα του συγγραφέα του βιβλίου που αποτελεί την πρωτογενή πηγή του σεναρίου. Ο Pedro Lemebel, γνωστός αλλά όχι τόσο διαδεδομένος στη Δύση όσο άλλα ονόματα από τη λογοτεχνία της Χιλής, ήταν μια μνημειώδης φιγούρα στην πατρίδα του όσον αφορά τα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, ενταγμένος μεν ιδεολογικά στην κομμουνιστική αριστερά αλλά όχι κομματικοποιημένος. Ο Rodrigo Sepulveda στέκεται με το απαιτούμενο δέος απέναντι σε έναν άνθρωπο που έτυχε να γνωρίζει όσο βρισκόταν εν ζωή, όχι όμως στον βαθμό που να τον μπλοκάρει καλλιτεχνικά.
Επιστρατεύοντας στο εικαστικό κομμάτι κι έναν Sergio Armstrong (σταθερός συνεργάτης του Pablo Larrain) σε μεγάλη φόρμα, που συνδυάζει με εκπληκτική αρμονία λατινοαμερικάνικα χρώματα και queer αισθητική, δημιουργεί ένα εξαιρετικά ανθρώπινο και γήινο ρομάντζο που ισορροπεί αξιοθαύμαστα μεταξύ χαράς για τη ζωή και βαθιάς μελαγχολίας. Παρατηρεί κανείς βέβαια το ότι η προσήλωση της πηγής στο κομμάτι του συναισθήματος και των διαπροσωπικών σχέσεων επισκιάζει σε έναν βαθμό το αντίστοιχο καθαρόαιμα πολιτικό (το οποίο αποδίδεται με σαφήνεια αλλά και κάπως συνοπτικά, ενίοτε παραπέμποντας και στο σήμερα της Χιλής, προφανώς με την προσδοκία προσέλκυσης κι ενός ευρύτερου κοινού) και στην κινηματογραφική εκδοχή, αλλά το να επικρίνει κανείς για αυτό τον λόγο αμφότερες τις δημιουργίες θα ήταν μικρόψυχο. Πρέπει να προσμετρηθεί ότι ο Lemebel έγραψε τη νουβέλα του με βάση τη βιωματική αλήθεια, άρα και τις εικόνες και τις εμπειρίες με τις οποίες υπήρξε περισσότερο εξοικειωμένος, που δεν ανήκουν απαραίτητα σε ένα αυστηρά καθορισμένο πλαίσιο που θα μπορούσε να ονομαστεί πολιτικό. Η πίστη του Sepulveda στο πνεύμα και το όραμα του συγγραφέα που διασκευάζει είναι σίγουρα μια πράξη καλλιτεχνικής εντιμότητας.
Ο μικρόκοσμος της πρωταγωνίστριας σκιαγραφείται με τρυφερότητα και ειλικρίνεια. Όμως, για να λέγονται όλα, το σενάριο καταλήγει να μην ασχολείται πολύ μαζί του για να αναπτύξει τη σχέση που καλλιεργεί η ίδια με τον μυστικοπαθή αντικαθεστωτικό, η οποία σίγουρα αποτελεί βασικό συστατικό της δραματουργίας, ακόμη καλύτερα όμως θα ήταν να γινόταν αξιοποίηση του κινηματογραφικού χρόνου για να εξοικειωθεί ο θεατής περισσότερο με το σύμπαν που περιβάλλει την κεντρική ηρωίδα. Η όλη πλοκή που εξυφαίνεται θέτει αν μη τι άλλο ενδιαφέροντα ερωτήματα για το κατά πόσο υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού βίου (αυτό αποτυπώνεται από τη σταδιακή πορεία πολιτικοποίησης της ηρωίδας), για τη θέση του «περιθωριακού» στοιχείου μέσα σε μια κοινωνία, για τη φύση των θεσμών που καταπιέζουν άμεσα κι έμμεσα, και για την υπόσταση του καθορισμένου από το πατριαρχικό μοντέλο ανδρικού προτύπου. Και ακόμη κι αν δεν δίνονται πάντα απόλυτα ολοκληρωμένες απαντήσεις σε αυτά, τόσο το λεπτοκεντημένο ψυχογράφημα της τρανς γυναίκας που βρίσκεται στο επίκεντρο της ιστορίας, όσο και η μεθοδική, βήμα-βήμα, πορεία του δεσίματος μεταξύ φιλίας και αγάπης ανάμεσα στην ίδια και τον νεαρό που αυτοπαρουσιάζεται ως Carlos, δίνουν πλούσιες ανταμοιβές σε όποιον επιλέξει το φιλμ. Έχουν δε τρομερό συμπεριφορικό ενδιαφέρον οι αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στο πρωταγωνιστικό ντουέτο, που δεν χωρούν απαραίτητα κάτω από συγκεκριμένες ταμπέλες περί έλξης, και στις οποίες συχνά παίζουν ρόλο η παραπλάνηση και η χειραγώγηση σε ένα παιχνίδι στρατηγικού ελέγχου μέχρι τουλάχιστον να εκτεθούν συναισθηματικά οι δυο χαρακτήρες.
Το «βαρύ χαρτί» πάνω στο οποίο στηρίζεται το σύνολο είναι φυσικά η ερμηνεία του βετεράνου Alfredo Castro. Μια ερμηνεία που χωράει, ενίοτε και την ίδια στιγμή, τόσο τη χαρά της ζωής όσο και τη δυστυχία της έξωθεν καταπίεσης, από έναν ηθοποιό που έχει πιάσει τη «συχνότητα» του γλυκόπικρου με μεγάλη επιτυχία και που δεν φοβάται τον αυθορμητισμό όσο και την ευαλωτότητα. Η συμβολή του στο τελικό αποτέλεσμα είναι καθοριστική. Πρόκειται για ένα πορτρέτο που έχει φιλοτεχνηθεί με πολύ μεγάλη αγάπη, σαν ένας εγκάρδιος φόρος τιμής στα διεμφυλικά άτομα που είχαν την ατυχία να δεινοπαθήσουν κάτω από το πινοσετικό καθεστώς.
Βαθμολογία: