
Αχώριστες, η Αβρίλ και η μητέρα της, Μαντό, δεν θα μπορούσαν να είναι διαφορετικότερες. Η Αβρίλ είναι 30 ετών, παντρεμένη, έχει μια καλή δουλειά. Έτσι όπως ζει τη ζωή της, είναι το ακριβώς αντίθετο από τη μητέρα της, μια αιώνια έφηβη, ανέμελη και αγενής. Αλλά όταν οι δύο γυναίκες μένουν έγκυοι ακριβώς την ίδια στιγμή και κάτω από την ίδια στέγη, η μάχη είναι αναπόφευκτη. Γιατί εάν η Μαντό, πάνω στην κρίση της μέσης ηλικίας, δεν είναι έτοιμη να γίνει γιαγιά, άλλο τόσο η Αβρίλ φαντάζεται να γίνει η μαμά της… μαμά.
Σκηνοθεσία:
Noemie Saglio
Κύριοι Ρόλοι:
Juliette Binoche … Mado
Camille Cottin … Avril
Lambert Wilson … Marc Daursault
Catherine Jacob … Irene
Jean-Luc Bideau … Debulac
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Agathe Pastorino, Noemie Saglio
Παραγωγή: Camille Gentet
Μουσική: Matthieu Chedid
Φωτογραφία: Pierre Aim
Μοντάζ: Sandro Lavezzi
Σκηνικά: Samantha Gordowski
Κοστούμια: Virginie Montel
Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: Telle Mere, Telle Fille
Ελληνικός Τίτλος: Μαμά ή Γιαγιά
Διεθνής Τίτλος: Baby Bump(S)
Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Like Mother, Like Daughter
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Δημήτρης Κωνσταντίνου-Hautecoeur
Έκδοση Κειμένου: 6/7/2017
Γαλλικές κωμωδίες κι ελληνικό καλοκαίρι δεν κάνουν χώρια και φαίνεται να μην έχουμε κουραστεί να καταπίνουμε αδιαμαρτύρητα την ίδια crowd-pleaser αφέλεια κάθε που αυξάνονται οι θερμοκρασίες. Όπως πάνω-κάτω συνηθίζεται, έτσι κι εδώ έχουμε μια ιστορία οικογενειακής (και δευτερευόντως ρομαντικής) θεματικής, με μια ενδιαφέρουσα κεντρική ιδέα να πυροδοτεί την πλοκή, έναν εξόφθαλμα κωμικό χαρακτήρα από την εμπειρότατη Juliette Binoche να σπάει τον «βαρετό» ρεαλισμό και ένα εύπεπτο, χλιαρό χιούμορ ρουτίνας που δεν σου φέρνει δάκρυα στα μάτια αλλά ούτε και σε προσβάλλει. Όλα αυτά απαραιτήτως συμμαζευμένα σε ένα αυστηρότατα «happy» end ξεπερασμένων υπερ-ρομαντικών συμπτύξεων που αγνοεί το όποιο δραματουργικό ενδιαφέρον έχει υπάρξει ως τότε για χάρη της εκβιαστικής, καραμελωμένης κατάληξης.
Υπάρχει λοιπόν λόγος να ασχοληθεί κανείς με τούτο το όχι-και-τόσο-πρωτοποριακό φιλμ; Ομολογουμένως, όταν η mainstream γαλλική κωμωδία έρθει εις πέρας αποτελεσματικά -και η παρούσα δεν τα πάει καθόλου άσχημα, στα πλαίσια των καθαρά εμπορικών όρων-, τότε όλα τα εύκολα καλαμπούρια της και η εύπεπτη σεναριακή της προσέγγιση πιάνονται χέρι-χέρι με μια ιδιαιτέρως ανθρωποκεντρική ματιά. Δεν μιλάμε για βαθυστόχαστες ψυχαναλύσεις, μα πρόκειται για ένα αρκετά ανθρώπινο σινεμά, με καταστάσεις που αντανακλούν ευαισθησίες της πραγματικότητας, χαρακτήρες που ξεπερνάνε τα όρια μιας κωμικής καρικατούρας και γίνονται ζωηροί κι εύπλαστοι και χιούμορ που προκύπτει συχνά από αυτούς χωρίς να επιβάλλεται (εντελώς). Δηλαδή, πέρα από το υπερβολικά αισιόδοξο παραμύθιασμα της κατάληξης και ορισμένες στιγμές που τείνουν να ξεχάσουν τη στοιχειώδη αληθοφάνεια, το φιλμ έχει λόγο να ενδιαφέρει έναν θεατή χωρίς να χρειάζεται να προσβάλλει τους υπόλοιπους, κι ας μην έχει να του αφήσει κάτι που θα θυμάται για πάντα -αυτό, άλλωστε, δεν ήταν ποτέ το ζητούμενο.
Βαθμολογία: