
Ο Ταξιτζής
- Taxi Driver
- 1976
- ΗΠΑ
- Αγγλικά, Ισπανικά
- Δραματικό Θρίλερ, Νουάρ
- 12 Μαρτίου 1977
Ένας νεοϋορκέζος ταξιτζής, που ζει με το φάντασμα του πολέμου του Βιετνάμ, περιφέρεται στην πόλη χωρίς κάποιο νόημα. Αναζητώντας το, ερωτεύεται μια γυναίκα πολύ μακριά από το βεληνεκές του, και έπειτα αφοσιώνεται σε μια νεαρή πόρνη που δυναστεύεται από τον νταβατζή της.
Σκηνοθεσία:
Martin Scorsese
Κύριοι Ρόλοι:
Robert De Niro … Travis Bickle
Jodie Foster … Iris ‘Easy’ Steensma
Cybill Shepherd … Betsy
Albert Brooks … Tom
Harvey Keitel … Matthew ‘Sport’ Higgins
Leonard Harris … γερουσιαστής Charles Palantine
Peter Boyle … Wizard
Victor Argo … Melio
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Paul Schrader
Παραγωγή: Julia Phillips, Michael Phillips
Μουσική: Bernard Herrmann
Φωτογραφία: Michael Chapman
Μοντάζ: Tom Rolf, Melvin Shapiro
Σκηνικά: Charles Rosen
Κοστούμια: Ruth Morley
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Taxi Driver
- Ελληνικός Τίτλος: Ο Ταξιτζής
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ καλύτερης ταινίας, πρώτου αντρικού ρόλου (Robert De Niro), δεύτερου γυναικείου ρόλου (Jodie Foster) και μουσικής.
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα πρώτου αντρικού ρόλου (Robert De Niro) σε δράμα, και σεναρίου.
- Βραβείο Bafta μουσικής. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, πρώτου αντρικού ρόλου (Robert De Niro), δεύτερου γυναικείου ρόλου (Jodie Foster), υποσχόμενης σταρ (Jodie Foster) και μοντάζ.
- Χρυσός Φοίνικας στο φεστιβάλ Κανών.
Παραλειπόμενα
- Ο Brian De Palma ήταν αυτός που σύστησε στον Scorsese τον Paul Schrader. Ο τελευταίος δανείστηκε έμπνευση από προσωπικά του βιώματα και από τα ημερολόγια του Arthur Bremer, που το 1972 είχε πυροβολήσει τον υποψήφιο για την προεδρία George Wallace. Επιρροή του ήταν και το υπαρξιακό μυθιστόρημα Nausea του Jean-Paul Sartre, αλλά και η κλασική Αιχμάλωτη της Ερήμου του John Ford.
- Ο De Niro γυρνούσε το 1900 του Bertolucci, και την ίδια ώρα προετοιμάζονταν για τον Ταξιτζή. Κατά το διάλειμμα από το 1900, έβγαλε άδεια ταξί, και γυρνούσε επί 2 βδομάδες στη Νέα Υόρκη. Τον ίδιο καιρό, έχασε 16 κιλά, και άκουγε συνεχώς κασέτες με τον Arthur Bremer. Επιστρέφοντας στην Ιταλία, επισκέφτηκε μια αμερικανική βάση και κατέγραψε στρατιώτες από τις κεντροδυτικές ΗΠΑ, των οποίων η προφορά τού φάνηκε κατάλληλη για τον ρόλο.
- Το θέμα της οπτικοποίησης της βίας και ειδικά η συμμετοχή της 12χρονης Jodie Foster ως πόρνης ξεσήκωσαν έντονο σχολιασμό στην εποχή του, ακόμα κι αν το φιλμ εκθειάστηκε από την κριτική.
- Η βία της τελευταίας σκηνής φόβισε τον Scorsese για τον ενδεχόμενο χαρακτηρισμό του φιλμ ως αυστηρώς ακατάλληλου, και για αυτό προσπάθησε να “αλαφρύνει” λίγο το αίμα, δίνοντας του έναν πιο ανεπαίσθητο χρωματισμό.
- Μεγάλη σημασία δίνεται στο θέμα του βετεράνου του Βιετνάμ, και πάνω σε αυτό γεννήθηκε η ιδέα της περιβόητης μοϊκάνικης κόμμωσης του ήρωα. Πολλοί αμερικανοί φαντάροι τη συνήθιζαν στον συγκεκριμένο πόλεμο.
- Αρχικά το σενάριο ήθελε τον ήρωα έγχρωμο, αλλά ο Scorsese δεν ήθελε να κάνει απλά ένα αντιρατσιστικό φιλμ.
- Το όνομα του ταξιτζή είναι αναφορά στον πρωταγωνιστή των ταινιών Εάν… και Ένας Πολύ Τυχερός Άνθρωπος (και τα δύο του Lindsay Anderson), όπου ειδικά η δεύτερη ήταν από τις αγαπημένες ταινίες του σκηνοθέτη.
- Ο ίδιος ο Martin Scorsese έχει ένα χαρακτηριστικό πέρασμα ως επιβάτης του ταξί.
- Η ατάκα “You talkin’ to me?” έγραψε αυτόνομη πορεία στην ποπ-κουλτούρα.
- Το 2005 είχε ανακοινωθεί ένα σίκουελ από τους De Niro, Scorsese. Το 2010 οι φήμες ήθελαν να εμπλέκεται σε αυτό και ο Lars von Trier. Όμως, το 2014 ο Paul Schrader έβαλε στοπ σε όλα αυτά, λέγοντας ότι ήταν μια “απαίσια ιδέα”.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Η ταινία αφιερώθηκε στη μνήμη του Bernard Herrmann, που εδώ συνέθεσε για έσχατη φορά, και δεν πρόλαβε να δει την ταινία ολοκληρωμένη.
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 30/8/2024
Ο Martin Scorsese υπήρξε μέλος της γενιάς του “Νέου Χόλιγουντ” (μαζί με τους Coppola, Bogdanovich, Friedkin, Cimino) και αποτελεί μοναδική περίπτωση σκηνοθέτη, καθώς καθόρισε σε μεγάλο βαθμό το μοντέρνο αμερικανικό σινεμά των δεκαετιών του ’70 και του ’80. Η ανθρώπινη επιθυμία για χρήμα, δύναμη, εξουσία και η επαγόμενη «ενοχή» είναι οι σταθερές θεματικές που κινούν τα νήματα του έργου αυτού του μυστικοπαθή καθολικού, του οποίου οι ταινίες βρίθουν από χριστιανικές αναφορές. Άριστος αφηγητής και εικαστικός στιλίστας, μετάγγισε το πάθος και την ενέργειά του σε ένα δονούμενο κινηματογραφικό έργο που εμβαθύνει με οξεία κριτική ματιά στην αμερικανική κοινωνία. Το εντελώς προσωπικό στυλ του διαμορφώθηκε από τις εμφανείς επιρροές του: κλασικό Χόλιγουντ, γαλλικό Νέο Κύμα και underground κίνημα της Νέας Υόρκης των αρχών της δεκαετίας του ’60.
Το 1976, ο Scorsese συγκλόνισε το κινηματογραφικό στερέωμα με τον «Ταξιτζή», προσεγγίζοντας τον ήρωά του με την εμβέλεια και την ευαισθησία ενός Ντοστογιέφσκι. Η εντυπωσιακή επιτυχία της ταινίας αποδίδεται στη τέλεια ώσμωση μεταξύ τριών ανθρώπων: του Scorsese, του σεναριογράφου Paul Schrader, ο οποίος εμπνεύστηκε τόσο από τραυματικά προσωπικά του βιώματα όσο και από τη «Ναυτία» του Σαρτρ και το «Υπόγειο» του Ντοστογιέφσκι, και του Robert De Niro στην καλύτερη ερμηνεία του στην οθόνη. Φυσικά η ταινία είναι κι ένα αδιαμφισβήτητο καλλιτεχνικό προϊόν της εποχής της, που χαρακτηρίστηκε από τον απόηχο του πολέμου του Βιετνάμ, του σκανδάλου «Watergate» και τη συνακόλουθη πολιτική αναταραχή των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ενώ οι τίτλοι έναρξης κυλούν στην οθόνη, ένα ταξί αναδύεται σαν φάντασμα από την ομίχλη και δυο μάτια κοιτάζουν νευρικά δεξιά και αριστερά, φωτισμένα από τα κόκκινα και μπλε νέον φώτα του δρόμου, με ηχητικό φόντο τα δύο βασικά θέματα της μουσικής του Bernard Hermann: το ένα κρουστό, ανησυχητικό που προμηνύει την έκρηξη, και το άλλο ένα ρομαντικό σόλο σαξόφωνο -μια διπολικότητα που αντανακλά τον ψυχικό κόσμο του κεντρικού ήρωα.
Ο Travis Bickle (De Niro) μπαίνει σε μια πιάτσα ταξί της Νέας Υόρκης για να προσληφθεί. Δηλώνει 26 χρονών πεζοναύτης με τιμητική αποστρατεία από το Βιετνάμ, με συμπτώματα αϋπνίας, με «μητρώο καθαρό, σαν τη συνείδηση του». Αφού αναλαμβάνει νυχτερινές βάρδιες στις πιο επικίνδυνες περιοχές, καταγράφει στο ημερολόγιό του τη δαντική κόλαση της νυχτερινής Νέας Υόρκης: «Τη νύχτα βγαίνουν όλα τα ζώα. Πουτάνες, βρωμιάρες, αλήτες, αδερφές, πρεζόνια, άρρωστοι, ρεμάλια… Μια γερή βροχή ίσως ξεπλύνει όλα τα αποβράσματα απ’ τον δρόμο».
Η αφήγηση ξετυλίγεται σε μια αλλόκοτη ατμόσφαιρα που αντικατοπτρίζει τη διαταραγμένη οπτική του Travis. Η Betsy (Cybill Shepherd) εργάζεται ως εθελόντρια για τον προεδρικό υποψήφιο Charles Palantine (Leonard Harris). Ο Travis την παρατηρεί επίμονα και γρήγορα την ερωτεύεται, θεωρώντας την ένα σύμβολο φωτός, ελπίδας και αγνότητας. «Φορούσε ένα άσπρο φουστάνι. Εμφανίστηκε σαν άγγελος… μέσα απ’ τη βρωμερή μάζα», γράφει στο ημερολόγιό του. Αν και της συμπεριφέρεται αμήχανα, η Betsy τον βρίσκει αρχικά γοητευτικό και δέχεται ένα ραντεβού μαζί του. Ωστόσο, όντας κοινωνικά αστοιχείωτος, την πηγαίνει σε μια ταινία πορνό, προκαλώντας ρήξη στη σχέση τους. Σε μια «αντονιονική» σκηνή αποξένωσης, η κάμερα απομακρύνεται αργά από τον Travis βγάζοντάς τον εκτός κάδρου, καθώς προσπαθεί αποτυχημένα να της ζητήσει τηλεφωνικά συγγνώμη. Η κατάρρευση αυτής της σχέσης επιδεινώνει περαιτέρω την ψυχική κατάσταση του Travis, καθώς η συμπεριφορά του γίνεται όλο και πιο επικίνδυνη και ακανόνιστη. Σε μία από τις καλύτερες σκηνές της ταινίας προσπαθεί να συζητήσει με τον φιλοσοφημένο συνάδελφό του, «Wizard» (ένας έξοχος Peter Boyle). Νιώθοντας στα όρια της τρέλας, του ζητάει συμβουλές. Μόνο που οι σκέψεις του τον πνίγουν, τα λόγια του δεν αρθρώνονται. «Μου ‘ρχεται να βγω έξω… Πραγματικά θέλω… Μου ‘ρχονται πολύ άσχημες ιδέες». Ο «Μάγος» μάταια προσπαθεί να τον ηρεμήσει: «Ζηλεύω τα νιάτα σου… Βγες και πήγαινε να πηδήξεις, μέθυσε, κάνε οτιδήποτε… Μην ανησυχείς τόσο πολύ. Χαλάρωσε, όλα θα πάνε καλά». Ο Travis κλείνεται περισσότερο στο καβούκι του και αρχίζει να καλλιεργεί ένα έντονο μίσος για τον υπόκοσμο με τον οποίο έρχεται σε επαφή. Αποκτά πυροβόλα όπλα και ακολουθεί ένα αυστηρό πρόγραμμα σκληραγώγησης, προετοιμάζοντας τον εαυτό του για την ημέρα που θα μπορέσει να αρχίσει να καθαρίζει την πόλη και τελικά να δώσει νόημα στην ανούσια ύπαρξή του. Η ταινία κορυφώνεται με την αποτυχημένη απόπειρα του να δολοφονήσει τον Palantine, και τελικά με τη μεταμόρφωσή του σε εξολοθρευτή άγγελο, σε μια αποστολή αυτοκτονίας για να σώσει μια ναρκωμένη ανήλικη πόρνη (Jodie Foster) από τα νύχια ενός άθλιου νταβατζή (Harvey Keitel)…
Ο σεναριογράφος του «Ταξιτζή» Paul Schrader επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από το φιλμ νουάρ και συνέβαλε στη μελέτη του με το «Notes on Film Noir» (1972). Σε αυτό όρισε τρεις φάσεις, χαρακτηρίζοντας την ύστερη φάση ως την εποχή των ψυχοπαθολογικών και των αυτοκτονικών παρορμήσεων -μια περιγραφή που εκπληρώνει και ο Travis Bickle που ανήκει σε μια σειρά πρωταγωνιστών από το «The Sniper» (1952) του Dmytryk ως το «Blast of Silence» (1961) του Allen Baron.
Ο «Ταξιτζής» αποτελεί την κορύφωση στη μοντερνιστική φάση του φιλμ νουάρ, αλλά και ταινία-ορόσημο καθώς ανανεώνει τόσο τους θεματικούς όσο και τους σκηνοθετικούς κώδικες του είδους. Το «voice-over» είναι προφανής αναφορά στην κλασική εποχή, αλλά έχει και άλλη διάσταση αφού εξηγεί εκτενώς την εξέλιξη της παράνοιας του Travis. Ωστόσο δεν αποτελεί άμεσο απόγονο του κλασικού νουάρ, όπως το «Chinatown» (1974) του Polanski, αλλά μεταφέρει και επεξεργάζεται με κριτικό τρόπο στοιχεία του είδους στο σκηνικό της Νέας Υόρκης των ‘70s. Αυτό που διαφοροποιεί τον «Ταξιτζή» από τις άλλες μεγάλες αμερικανικές ταινίες της εποχής του είναι η επιδεικτική επιρροή του ευρωπαϊκού κινηματογράφου: από τον Michael Powell για την επιθετική χρήση του χρώματος, από τον Antonioni για τη σπουδή στην αστική αλλοτρίωση και από τον Sam Peckinpah για το μπαρόκ, την αργή κίνηση και την απελευθερωτική οργή των σκηνών βίας.
Η εντυπωσιακά ιμπρεσιονιστική κινηματογράφηση του Michael Chapman και η υποβλητική μουσική του Bernard Herrmann (η τελευταία που έγραψε πριν από τον θάνατό του το 1975) όχι μόνο σκιαγραφούν μια ζωντανή εικόνα ενός έρημου αστικού τοπίου που βυθίζεται όλο και πιο βαθιά στο βούρκο της ηθικής αταξίας, αλλά μας μεταφέρουν και στον εσωτερικό κόσμο του πρωταγωνιστή, έναν τόπο που είναι ακόμα πιο σκοτεινός και ζοφερός, μια κόλαση μοναξιάς και υφέρπουσας ψυχικής κατάρρευσης.
Ο Travis είναι ένας κοινωνιοπαθής ρατσιστής που μισεί όχι μόνο τον εαυτό του αλλά τα πάντα γύρω του, και που είναι ανίκανος να διατηρήσει φυσιολογικές ανθρώπινες σχέσεις. Η περιπλάνησή του είναι περισσότερο ψυχική παρά υλιστική, ανάμεσα στην κοινωνική δυσαρέσκεια, τη σεξουαλική απογοήτευση και την επιθυμία να αγαπηθεί. Οι φαινομενικά αντιφατικές παρορμήσεις του του ανοίγουν πολλές προοπτικές διεξόδων εκτόνωσης: εραστής, σωτήρας ενός χαμένου κοριτσιού, ρατσιστής δολοφόνος, πολιτικός δολοφόνος. Ωστόσο, ο De Niro επενδύει τον ρόλο με τέτοια ουσία, ανθρωπιά και ειλικρίνεια, που όσο απεχθής κι αν είναι ο Travis συμπάσχουμε μαζί του. Η σπειροειδής κάθοδός του στην παράνοια αντιπροσωπεύει κάτι που μπορεί να προκαλέσει ακόμη και τον θαυμασμό κάποιων θεατών: ένας άνθρωπος που είναι αποφασισμένος να μην αδιαφορεί, αλλά να πάρει θέση ενάντια σε μια άρρωστη και εκφυλισμένη κοινωνία.
Ο «Ταξιτζής» επιβάλλει μια μολυσματική σχέση με τον θεατή, καθώς η νοσηρή σαγήνη του εμποτίζεται μέσα μας και δημιουργεί την ανάγκη να τον επανεξετάσουμε, με την ελπίδα να τον καταλάβουμε, αλλά το πιο σημαντικό για να καταλάβουμε τι σημαίνει για εμάς. Στη θεματική εστία της ταινίας σίγουρα τοποθετείται η διάσημη σκηνή του μονολόγου του ένοπλου πρωταγωνιστή στον καθρέφτη του, που σε πρώτη ανάγνωση αποτελεί μια πρόβα «τσαμπουκά» απέναντι σε κάποιο κοινωνικό απόβρασμα. Ωστόσο η εμφατική επανάληψη της φράσης, με αλλαγές στον τρόπο έκφρασης, πιθανόν σηματοδοτεί και κάτι πιο ανατριχιαστικό: την κρίσιμη στιγμή της εσωτερικής μεταβολής, της σχιζοειδούς ψυχικής ρήξης. Τότε ακόμα κι αυτό το διασκεδαστικά αστείο «Σε μένα μιλάς;», που απευθύνεται στο είδωλο του στον καθρέφτη και αυτό του απευθύνεται επίσης πίσω, παίρνει ένα τρομακτικό νιτσεϊκό νόημα: «Όποιος παλεύει με τέρατα, πρέπει να προσέξει να μη γίνει τέρας. Κι όταν κοιτάς πολλή ώρα μέσα σε μια Άβυσσο, κοιτάει και η Άβυσσος μέσα σε σένα».
Βαθμολογία: