Η Λύδια Ταρ είναι η πρώτη γυναίκα επικεφαλής μαέστρος της συμφωνικής ορχήστρας του Βερολίνου. Βρίσκεται πλέον στο ζενίθ της καριέρας της, καθώς ετοιμάζει να προωθήσει ένα βιβλίο, αλλά και να διευθύνει την περίφημη 5η Συμφωνία του Μάλερ. Δύο είναι οι γυναίκες στις οποίες βασίζεται για να φέρει το δύσκολο έργο της εις πέρας: η επιμελής προσωπική της βοηθός Φρανσέσκα, και η φιλάσθενη σύζυγος της, η Σάρον, που είναι και το πρώτο βιολί της ορχήστρας.
Σκηνοθεσία:
Todd Field
Κύριοι Ρόλοι:
Cate Blanchett … Lydia Tar
Noemie Merlant … Francesca Lentini
Nina Hoss … Sharon Goodnow
Sophie Kauer … Olga Metkina
Julian Glover … Andris Davis
Allan Corduner … Sebastian Brix
Mark Strong … Elliot Kaplan
Sylvia Flote … Krista Taylor
Sydney Lemmon … Whitney Reese
Vincent Riotta … Cory Berg
Alec Baldwin … Alec Baldwin
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Todd Field
Παραγωγή: Todd Field, Scott Lambert, Alexandra Milchan
Μουσική: Hildur Gudnadottir
Φωτογραφία: Florian Hoffmeister
Μοντάζ: Monika Willi
Σκηνικά: Marco Bittner Rosser
Κοστούμια: Bina Daigeler
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Tár
- Ελληνικός Τίτλος: Tár
- Εναλλακτικός Τίτλος: Tar
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, πρώτου γυναικείου ρόλου (Cate Blanchett), αυθεντικού σεναρίου, φωτογραφίας και μοντάζ.
- Χρυσή Σφαίρα πρώτου γυναικείου ρόλου (Cate Blanchett) σε δράμα. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία (δράμα) και σενάριο.
- Υποψήφιο για Bafta καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, πρώτου γυναικείου ρόλου (Cate Blanchett), σεναρίου και ήχου.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας. Βραβείο γυναικείας ερμηνείας (Cate Blanchett).
Παραλειπόμενα
- Ο Todd Field επιστρέφει στη σκηνοθετική καρέκλα (αλλά και γενικά στη δράση) από το 2006 και το Κρυφές Επιθυμίες. Ενδιάμεσα είχε προσεγγισθεί για αρκετά σχέδια, σε κινηματογράφο και τηλεόραση, χωρίς κανένα να υλοποιείται. Χρειάστηκε η “επέμβαση” της Focus Features, που του υποσχέθηκε ότι θα χρηματοδοτούσε οτιδήποτε εκείνος επιθυμούσε, αρκεί να ήταν εντός ενός λογικού μπάτζετ.
- Ο Field δήλωσε πως έγραψε το σενάριο έχοντας αποκλειστικά κατά νου την Blanchett, και πως αν αρνούνταν, το φιλμ δεν θα γυρίζονταν ποτέ. Η διάσημη ηθοποιός όχι μόνο δέχτηκε, αλλά συμμετέχει και στην παραγωγή. Οι δυο τους βέβαια ήδη σχεδίαζαν να συνεργαστούν πάνω σε κάτι διαφορετικό, που δεν έβρισκε όμως χρηματοδότηση.
- Για τη Sophie Kauer, αυτή είναι η πρώτη της ερμηνευτική εμπειρία. Η γερμανο-βρετανή τσελίστα ανακαλύφθηκε από την υπεύθυνη του κάστινγκ Avy Kaufman σε ένα ανοιχτό κάλεσμα τσελιστών από όλο τον κόσμο, όπου παραβρέθηκαν εκατοντάδες υποψήφιοι. Για να μπορέσει η Kauer να μάθει τα βασικά της ηθοποιίας, παρακολούθησε ανάλογα βίντεο στο Youtube, τα οποία παρουσίαζε ο Michael Caine.
- Για την ταινία, η Cate Blanchett χρειάστηκε να αναθερμάνει τις γνώσεις της πάνω στο πιάνο, να μάθει γερμανικά, αλλά και τα μυστικά της διεύθυνσης μιας ορχήστρας.
- Η σκηνή στο πανεπιστήμιο Τζούλιαρντ γυρίστηκε ως μια ακατάπαυστη λήψη (μονόπλανο).
- Το γυναικείο ουρλιαχτό που ακούει η κεντρική ηρωίδα καθώς κάνει τζόκινγκ, είναι στην πραγματικότητα η φωνή της Heather Donahue από το The Blair Witch Project.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Η ζωντανή μουσική που ακούμε ηχογραφήθηκε επιτόπου στα γυρίσματα. Αυτό ισχύει και για το πιάνο που παίζει η ίδια η Blanchett, αλλά και οι ερμηνείες της φιλαρμονικής της Δρέσδης (υπό την αληθινή διεύθυνση της Blanchett).
- Το εκτός γυρισμάτων σάουντρακ ηχογραφήθηκε από τη συμφωνική ορχήστρα του Λονδίνου, υπό τη διεύθυνση της Natalie Murray Beale.
Διαβάστε και:
Κριτικός: Ρωμανός Αναστασίου
Έκδοση Κειμένου: 8/2/2023
Με το “oscar buzz” που περιβάλλει την περφόρμανς της Cate Blanchett ως ομώνυμη πρωταγωνίστρια της ταινίας Tar, θα περίμενε κανείς ίσως να δει ένα μετρίων διαστάσεων οσκαρικό δράμα με μια άνω του μετρίου δραματική ερμηνεία από μια ήδη πολλάκις καταξιωμένη ηθοποιό. Ωστόσο, οι εντυπώσεις που φαίνεται να έχει αφήσει το Tar και η συζήτηση που έχει προκύψει γύρω απ’ το ποιον του υπονοούν πως πρόκειται για μια πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση.
Πράγματι, η ταινία ξεφεύγει εντυπωσιακά από το καλούπι που θα περίμενε κανείς από ένα δράμα με τόσες υποψηφιότητες. Πρωτίστως, αυτό που ξαφνιάζει είναι η ποιότητα του σεναρίου και ο σεβασμός του προς τον θεατή και τους χαρακτήρες που περιέχει. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, το πορτραίτο του χαρακτήρα της μαέστρου γίνεται με τέτοια προσοχή και συνθετότητα, που ταυτόχρονα με τις εκούσιες μετα-τακτικές του Todd Field και την ολοζώντανη ενσάρκωση της Blanchett, κάλλιστα θα μπορούσε κανείς που δεν έχει κοντινή επαφή με τον χώρο της κλασικής μουσικής να αναρωτηθεί για το αν το πρόσωπο αυτό είναι πράγματι υπαρκτό.
Μετα-τακτικές αποκαλώ φυσικά τα στοιχεία που κάνουν το μυθοπλαστικό πλαίσιο της ταινίας δυσδιάκριτο από την πραγματικότητα -η αφίσα και η ονομασία της ταινίας που, μαζί με τις υποψηφιότητες, την κάνουν να θυμίζει μια σοβαρή βιογραφία υπαρκτού προσώπου, ή η άκοπη, πλήρως νατουραλιστικά γυρισμένη συνέντευξη που ξεκινά την ταινία, της οποίας την κάλυψη έχει ο πραγματικός αρθρογράφος του New Yorker, Adam Gopnik.
Η ιδιόμορφη προσέγγιση αυτή σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί απλώς “ψάρεμα” του κοινού ή ανεπεξέργαστες δήθεν προσθήκες ως μέρος ενός “κουλτουριάρικου” μάρκετινγκ. Αντιθέτως, οι προεκτάσεις αυτές αποτελούν ουσιώδες μέρος των θεματικών που εξερευνά η ταινία μέσω της βουτιάς στο πρίσμα που προσφέρει η ταραχώδης ψυχοσύνθεση της Lydia Tar. Έτσι, παρότι η ταινία καταπιάνεται με την προβληματική της σχέσης του καλλιτέχνη με την τέχνη του και τη θέση και των δύο σε έναν κόσμο του οποίου οι κοινώς συμφωνημένοι άξονες ηθικής και αξίας αλλάζουν ταχύτατα, ο σεναριογράφος ποτέ δεν καταφεύγει στη δημαγωγική ευκολία τού να κρώζει “cancel culture” και να σηκώνει σαρδονικά το φρύδι στον θεατή, πράγμα που σίγουρα θα επέφερε παραπάνω θόρυβο για την ταινία, ο οποίος όμως θα μπορούσε να περιγραφεί αποκλειστικά ως κακοφωνία.
Πέραν των λεπτοτήτων του σεναρίου και της πρωταγωνιστικής ερμηνείας, η ταινία καθίσταται ενδιαφέρουσα εξαιτίας του αντισυμβατικού τρόπου που επικοινωνεί πληροφορίες μέσω της φωτογραφίας, του καδραρίσματος, του μιξάζ του ήχου, των τοποθεσιών και της σκηνοθεσίας, στοιχεία φανερά προσεγμένα εις βάθος σε αυτή την παραγωγή. Η εμβρίθεια που απαιτείται κατά τη θέαση της ταινίας όχι μόνο βοηθά -σε συνδυασμό με τον έντονο οπτικό της χαρακτήρα- να θεμελιωθεί η πηχτή της ατμόσφαιρα, αλλά καθιστά την κατανόηση και νοητική χώνεψη της ιστορίας που επικοινωνείται πολύ πιο οργανική και ενδιαφέρουσα από το κενό μοραλιστικό παραμύθι που θα μπορούσε να ήταν.
Δυστυχώς, τα πρωτότυπα στοιχεία της ταινίας και η τεχνική της δεξιοτεχνία επισκιάζονται από τα προβλήματα ρυθμού της, με το μοντάζ να φαίνεται να χάνει σημαντικά δυναμική όσο ο χρόνος περνά. Έτσι, παρά τη φρεσκάδα του, το Tar καταλήγει σε σημεία οριακά πληκτικό και ίσως απλανές. Η πολύωρη διάρκειά του επομένως είναι δικαιολογημένη μεν όσον αφορά τις φιλοδοξίες του κόνσεπτ -η αφοβία του οποίου όσον αφορά την υπερβολή και τη δυσαναγνωσία είναι που επιτρέπουν στην ταινία να φτάσει στα ύψη της-, αλλά μερικώς τιμωρητική δε όσον αφορά την προσοχή του θεατή. Παρ’ όλα αυτά, το Tar παραμένει μία από τις πιο ενδιαφέρουσες σύγχρονες κυκλοφορίες που μπορεί -και θα έπρεπε- να δει κανείς στο σινεμά.
Βαθμολογία:
Η ταινία, είναι ο ορισμός της πολιτικής ορθότητας με τα νέα πρότυπα που θέλουν να μας προωθήσουν...0/10 και πολύ του είναι!!!
Περαστικά.