
Η ζωή του πρώην κυβερνητικού πράκτορα Μπράιαν Μιλς αναστατώνεται εκ νέου όταν κατηγορείται για φόνο που δεν διέπραξε. Καθώς καταδιώκεται από έναν αστυνομικό που αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα, ο Μιλς εκμεταλλεύεται τις ιδιαίτερες ικανότητες του για να βρει τον αληθινό δολοφόνο και να αποκαταστήσει την τάξη με τον προσωπικά μοναδικό του τρόπο.
Σκηνοθεσία:
Olivier Megaton
Κύριοι Ρόλοι:
Liam Neeson … Bryan Mills
Forest Whitaker … επιθεωρητής Franck Dotzler
Maggie Grace … Kim Mills
Famke Janssen … Lenore Mills-St. John
Dougray Scott … Stuart St. John
Sam Spruell … Oleg Malankov
Leland Orser … Sam Gilroy
Jon Gries … Mark Casey
David Warshofsky … Bernie Harris
Don Harvey … ντετέκτιβ Garcia
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Luc Besson, Robert Mark Kamen
Παραγωγή: Luc Besson
Μουσική: Nathaniel Mechaly
Φωτογραφία: Eric Kress
Μοντάζ: Audrey Simonaud, Nicolas Trembasiewicz
Σκηνικά: Sebastien Inizan
Κοστούμια: Olivier Beriot
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Αρνητική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Taken 3
- Ελληνικός Τίτλος: Η Αρπαγή 3
- Εναλλακτικός Τίτλος: Tak3n
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Η Αρπαγή (2008)
- Η Αρπαγή 2 (2012)
Σεναριακή Πηγή
- Σενάριο (χαρακτήρες): Η Αρπαγή των Luc Besson, Robert Mark Kamen.
Παραλειπόμενα
- Τον Σεπτέμβριο του 2012, ο Liam Neeson είχε δηλώσει ότι δεν θα υπάρξει τρίτο μέρος, ή εναλλακτικά ότι οι πιθανότητες για κάτι τέτοιο ήταν μηδαμινές. Δεν άργησε όμως να αρχίσει η συγγραφή του σεναρίου, και σε λιγότερο από έναν χρόνο ήταν έτοιμο, δίχως ακόμα να έχει βρεθεί ο σκηνοθέτης.
- Ο Neeson ζήτησε και πληρώθηκε με 20 εκατομμύρια δολάρια για την εδώ του εμφάνιση, ένα ποσό που πλησίασε το μισό του συνολικού μπάτζετ του φιλμ. Τουλάχιστον, δεν ζήτησε κασκαντέρ για τις σκηνές μάχης.
- Αντίθετα με τα δύο πρώτα μέρη, η ταινία γυρίστηκε ως R, αλλά επιλέχτηκε να μονταριστεί για PG-13. Στο Home Cinema υπάρχει η Unrated Edition, με διάρκεια 115 λεπτά.
- Οι αρνητικές κριτικές δεν σταμάτησαν την εμπορική επιτυχία του φιλμ. Συγκέντρωσε 326,4 εκατομμύρια δολάρια, κι ενώ κόστισε 48.
Κριτικός: Νάνσυ Μιχαηλίδου
Έκδοση Κειμένου: 14/1/2015
Άλλη μία περιπέτεια για τον πρώην κυβερνητικό πράκτορα Μπράιαν Μιλς, που αυτή τη φορά κατηγορείται για έναν φόνο που δεν διέπραξε. Στην προσπάθειά του να διαφύγει, να ξεσκεπάσει την αλήθεια, αλλά και να προστατέψει την κόρη του, θα έρθει αντιμέτωπος με τη CIA, το FBI και σκληροτράχηλους κακοποιούς, έχοντας ως μοναδικό όπλο τις ικανότητές του.
Σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες ταινίες, αυτή τη φορά δεν υπάρχει κάποια αρπαγή -δεν υπήρχε περιθώριο για άλλες απαγωγές άλλωστε-, ενώ ο τίτλος παραμένει ίδιος αποκλειστικά για να μας υπενθυμίζει ότι πρόκειται να παρακολουθήσουμε τις περιπέτειες του γνωστού κεντρικού ήρωα. Το «Αρπαγή 3» βλέπεται αυτόνομα, χωρίς να κρίνεται απαραίτητη η θέαση των δύο προηγούμενων ταινιών, καθώς φροντίζει να προβεί στις απαραίτητες συστάσεις, παρουσιάζοντας τον ήρωα στην τρέχουσα κατάσταση της ζωής του, χτίζοντας παράλληλα τη βάση της νέας του περιπέτειας. Ο Λίαμ Νίσον κρατάει σταθερό τον πήχη, ενώ το υπόλοιπο καστ επιστρέφει στην 3η ταινία της σειράς, με την προσθήκη του Φόρεστ Γουίτακερ να ευνοεί το ερμηνευτικό σύνολο, το οποίο λειτουργεί ικανοποιητικά, μια και το υλικό που έχουν στη διάθεσή τους οι ηθοποιοί δεν ενδείκνυται για οποιαδήποτε απογείωση. Μιλώντας για απογειώσεις, να σημειώσουμε ότι δεν λείπουν οι εντυπωσιακές σκηνές δράσης, που σε συνδυασμό με τη χρήση κασκαντέρ ξεφεύγουν σε σημεία, δίνοντας ένα μη ρεαλιστικό αποτέλεσμα. Ο ρυθμός είναι γρήγορος, αλλά η συνταγή παραμένει κλασική. Έτσι, ενώ δεν λείπει το σασπένς, το κυνηγητό και το απαραίτητο «τουίστ» που θα φέρει την ανατροπή, το τελικό αποτέλεσμα δίνει την εντύπωση του χιλιοειπωμένου.
Εν ολίγοις, το «Αρπαγή 3» κρατάει τα προσχήματα μιας ταινίας δράσης, αλλά αποδεικνύεται κατώτερη των προηγουμένων της σειράς, με τα μεγαλύτερα προβλήματα να εντοπίζονται στο σενάριο, το οποίο προσπαθεί με κάθε κόστος να τραβήξει κι άλλο την αρχική ιδέα του franchise, κάνοντάς μας να αναρωτιόμαστε «Όντως; Όλα σταματούν εδώ;»…
Βαθμολογία: