Ο Γιόαβ, ένας νεαρός Ισραηλινός, είναι αποφασισμένος να αποκηρύξει την εθνικότητα του και να γίνει Γάλλος. Στο Παρίσι, εγκαταλείπει τη γλώσσα του, και με τη βοήθεια ενός λεξικού επιχειρεί με κάθε τρόπο να επινοήσει μια νέα ταυτότητα για τον εαυτό του.

Σκηνοθεσία:

Nadav Lapid

Κύριοι Ρόλοι:

Tom Mercier … Yoav

Quentin Dolmaire … Emile

Louise Chevillotte … Caroline

Jonathan Boudina … Aurelien

Uria Hayik … Yaron

Olivier Loustau … Michel

Lea Drucker … η δασκάλα

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Nadav Lapid, Haim Lapid

Παραγωγή: Said Ben Said, Michel Merkt

Φωτογραφία: Shai Goldman

Μοντάζ: Neta Braun, Francois Gedigier, Era Lapid

Σκηνικά: Pascale Consigny

Κοστούμια: Khadija Zeggai

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Synonymes
  • Ελληνικός Τίτλος: Συνώνυμα
  • Διεθνής Τίτλος: Synonyms
  • Εναλλακτικός Τίτλος: Milim Nirdafot [εβραϊκά]

Κύριες Διακρίσεις

  • Χρυσή Άρκτος και βραβείο FIPRESCI στο φεστιβάλ Βερολίνου.

Παραλειπόμενα

  • Το στόρι βασίζεται σε αληθινές εμπειρίες του σκηνοθέτη.
  • Ντεμπούτο για τον Tom Mercier.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 17/10/2019

Τα «Συνώνυμα» δεν είναι μια εύκολη ταινία. Τα πρόσωπα που μετέχουν στην ιστορία δεν επικοινωνούν πάντοτε μεταξύ τους με τον πιο ευθύβολο τρόπο. Υπάρχουν συμπεριφορές χαρακτήρων που δεν εξηγούνται πάντοτε λογικοφανώς. Το κυριότερο όμως στοιχείο που καθιστά το συγκεκριμένο φιλμ μέχρι και δυσάρεστο, όχι απλά δυσπρόσιτο, είναι ότι απεικονίζει τη σύγχρονη δυτική κοινωνία (όχι αποκλειστικά τη γαλλική ή εν μέρει και την ισραηλινή, ακόμη κι αν μερικοί εκ των προβληματισμών του σεναρίου αφορούν αυτές μεμονωμένα) με τα πλέον απαισιόδοξα και μουντά χρώματα. Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι άκρως προβληματικές, βασιζόμενες σχεδόν πάντα σε ένα δίπολο εξουσιαστή κι εξουσιαζόμενου, όπως άλλωστε και η απλή επικοινωνία μεταξύ αγνώστων.

Το γαλλικό κράτος του περίφημου τρίπτυχου «ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα», όντας λαβωμένο από την πρόσφατη τραυματική εμπειρία των αλλεπάλληλων τζιχαντιστικών χτυπημάτων στο Παρίσι, θεσμικά και παραθεσμικά παραπαίει μεταξύ της μη ενσωμάτωσης των μεταναστών και της προσπάθειας ένταξής τους με τρόπο που δίνει έμφαση στη διαφορά μεταξύ της κουλτούρας της χώρας προέλευσής τους και της χώρας της οποίας θέλουν να γίνουν υπήκοοι, δημιουργώντας κόμπλεξ με μια στημένη σύγκριση που βγάζει την πρώτη κατώτερη. Ο κοινωνικός καθωσπρεπισμός λειτουργεί ως ένα περιτύλιγμα που καλύπτει μια σάπια αλήθεια στις καθημερινές επαφές μεταξύ των ατόμων. Ελάχιστα πρόσφατα φιλμ έχουν υπάρξει τόσο πικρόχολα ως προς την οπτική τους για το σήμερα ενός κομματιού του ανεπτυγμένου κόσμου.

Το μισανθρωπικό και πεσιμιστικό πνεύμα των «Συνωνύμων», ωστόσο, ποτέ δεν αφήνει την αίσθηση της μη παραγωγικής γκρίνιας, έστω κι αν δεν γνωρίζει πολλές φορές τις απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτει. Το σενάριο μοιάζει σαν να έχει βγει από τα βάθη της σκέψης ενός πραγματικά αγανακτισμένου ατόμου. Η διάθεσή του να ενοχλήσει και να φέρει σε αμηχανία (με αποκορύφωμα μια εξαιρετικά άβολη σκηνή σεξουαλικής φύσης) είναι εποικοδομητική, έχοντας την πρόθεση να δοκιμάσει τις αντοχές του θεατή απέναντι στο αληθινό. Ο πρωταγωνιστικός χαρακτήρας συνοψίζει τέλεια το πνεύμα που επικρατεί: γεμάτος αμφισημίες και οξύμωρα σημεία, ελαφρώς ερωτευμένος με τον εαυτό του, εριστικός απέναντι στους άλλους μέσα στην υπαρξιακή απόγνωση στην οποία βρίσκεται, άμεσος στον βαθμό που καταλήγει να είναι ωμός. Ο Nadav Lapid κατορθώνει με επιδέξιους ελιγμούς να συνδυάσει αρκετά αρμονικά το ψυχογράφημα με την κοινωνικοπολιτική κριτική, ακόμη κι αν η πλάστιγγα μοιάζει να γέρνει υπέρ της δεύτερης. Παράλληλα, επιτυγχάνει να μεταφέρει με αφοπλιστική ακρίβεια κι ειλικρίνεια την εμπειρία τού να βγάζει κανείς τα προς το ζην με το ζόρι σε ένα μεγάλο αστικό κέντρο, με τις ιδιομορφίες και τις πιέσεις που συνεπάγεται η συγκεκριμένη κατάσταση εντός αυτού του πλαισίου. Ελαφρώς λιγότερο σπασμωδική να ήταν η αφήγηση, και θα παρουσιαζόταν εδώ κάτι πολύ σπουδαίο.

Η αποκάλυψη εδώ πάντως ακούει στο όνομα του πρωτοεμφανιζόμενου Tom Mercier, ο οποίος παραδίδει μια αξιοθαύμαστα πολυδιάστατη ερμηνεία, όντας πειστικός κάτω από το πετσί ενός αντιήρωα που βρίσκεται πάρα πολύ συχνά στα άκρα, ισορροπώντας ταυτόχρονα μεταξύ πολλών διαφορετικών συναισθηματικών διακυμάνσεων. Όσο κι αν υπάρχουν δεύτεροι ρόλοι που πλαισιώνουν ιδανικά τον πρωταγωνιστή (έξοχος ο Uria Hayik, καταφέρνει να απεικονίσει εύστοχα μια κατάσταση μόνιμης οργής), τελικά όλη η δραματουργία γύρω από αυτόν περιστρέφεται, και αν πετυχαίνει τον στόχο της η ταινία, είναι επειδή ο συνδυασμός ερμηνευτικής και σεναριακής σκιαγράφησής του τον καθιστά εξαιρετικά ιντριγκαδόρικο.

Από εκεί και πέρα, διάσπαρτες αδυναμίες υπάρχουν, όπως για παράδειγμα η τάση του κειμένου πολλές φορές να γίνεται υπερβολικά εφετζίδικο στις επισημάνσεις του (τρανταχτό δείγμα η σκηνή στα παρασκήνια της συναυλίας) ή η προαναφερθείσα ενίοτε υπερβολικά χαλαρή αφηγηματική δομή. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, πρόκειται για σινεμά που έχει πολύ καλά συνειδητοποιημένες φιλοδοξίες και που αρθρώνει λόγο αιχμηρό, ο οποίος διαχρονικά είναι αναγκαίος σε όλες τις μορφές τέχνης. Ίσως και η βράβευση με τη Χρυσή Άρκτο να αιτιολογείται περισσότερο από την ωφέλιμα προβοκατόρικη διάθεση της δουλειάς αυτής παρά από την αξία της δραματουργία της, κάτι που είναι κατανοητό.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

10 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *