Μετά από μια ψυχική κατάρρευση που την οδηγεί εκτός αγώνων, η διεθνούς φήμης και ελληνικής καταγωγής, πρωταθλήτρια του γκολφ, Ζόι Παπαδόπουλος, επιστρέφει στο χωριό των παππούδων της, στη Λίνδο της Ρόδου. Κάνει ένα ταξίδι επανεκκίνησης της ζωής της, προσπαθώντας να βρει τις ρίζες της, αλλά και τη χαμένη πίστη στον εαυτό της. Σε ένα σχεδόν εγκαταλειμμένο γήπεδο γκολφ, δίπλα στο χωριό, ανακαλύπτει ένα δεκάχρονο κορίτσι με σπάνιο ταλέντο στο άθλημα. Η ελληνοαμερικανίδα πρωταθλήτρια γίνεται μέντοράς της. Συγκινείται από το γεγονός ότι η μικρή είναι αποφασισμένη, μέσα στην παιδική της αθωότητα, και κόντρα στο ότι ζει σε ένα μικρό χωριό όπου δεν έχει θέση το γκολφ, να γίνει η επόμενη παγκόσμια πρωταθλήτρια. Μέσα από την σχέση με το παιδί, η Ζόι ανακαλύπτει εκ νέου την αγάπη της για το παιχνίδι και τη δύναμη που δίνει η πίστη ακόμα και σε ένα άπιαστο όνειρο.
Σκηνοθεσία:
Michael A. Nickles
Κύριοι Ρόλοι:
Shannon Elizabeth … Zoe Papadopoulos
John O’Hurley … Glenn
Μάνος Γαβράς … Μάρκος
Karl Theobald … Thomas
Viktoria Miller … Στέλλα
Ρένος Χαραλαμπίδης … Παναγιώτης
Χρήστος Σουγάρης … πάτερ Αντώνης
Αλέξανδρος Μυλωνάς … Χαράλαμπος
Όλγα Δαμάνη … Καίτη
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Paul Robert Lingas, Julia Wall
Στόρι: George Elias Stephanopoulos, Paul Robert Lingas
Παραγωγή: Stamatios Tom Hiotis, Γιώργος Κυριάκος, Κώστας Λαμπρόπουλος, George Elias Stephanopoulos
Μουσική: Tao Zervas
Φωτογραφία: Γιάννης Δασκαλοθανάσης
Μοντάζ: Λάμπης Χαραλαμπίδης
Σκηνικά: Κατερίνα Ζουράρη
Κοστούμια: Βάσω Τρανίδου
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Swing Away
- Ελληνικός Τίτλος: Στο Νησί του Παππού μου
Παραλειπόμενα
- Τα κεντρικά γυρίσματα έγιναν στη Λίνδο και στο Αφάντου, που φιλοξενεί το γήπεδο του τένις.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 16/5/2019
Μήπως έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου ήδη από την εποχή του «Γάμος αλά Ελληνικά» με τη Vardalos να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο προωθείται η καλώς εννοούμενη ιδιαιτερότητα του ελληνικού στοιχείου όταν αυτό υπάρχει σε ένα φιλμ; Διότι αυτή η δήθεν χαριτωμένη γραφικότητα που σχεδόν πάντοτε τη συνοδεύει μπορεί από την αρχή της εγκαθίδρυσής της να ήταν ένα στερεότυπο και μισό, αλλά τότε δεν είχε αναπαραχθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να έχει κουράσει, κάτι που τώρα πλέον συμβαίνει. Να ήταν βέβαια αυτό το μοναδικό πρόβλημα του «Swing Away»…
Κάποιες από τις υπαρκτές ενστάσεις είναι οι εξής: το όλο στήσιμο της ιστορίας και των χαρακτήρων είναι τόσο προσχηματικό και προβληματικό προκειμένου να υπάρξει το προαναφερθέν τουριστικού τύπου προμοτάρισμα που θα μπορούσε κανείς να αντικαταστήσει ολόκληρες λεπτομέρειες από το σενάριο με άλλες (για παράδειγμα το άθλημα με το οποίο ασχολείται η πρωταγωνίστρια ή ακόμη και η ίδια η καταγωγή της) και ελάχιστα θα άλλαζαν ουσιαστικά στο σύνολο. Ο δε τρόπος με τον οποίο εισάγεται το αθλητικού τύπου ενδιαφέρον προς το φινάλε είναι παιδαριώδης και άκρως πρόχειρος. Ίσως μια επανάληψη επικεντρωμένη στις καλές στιγμές της φιλμογραφίας του Ron Shelton να ήταν βοηθητική για τους συντελεστές ώστε να μπορούσαν να παραδώσουν κάτι πιο λειτουργικό εν γένει.
Πέραν όλων των άλλων υπάρχει και μια επέλαση κλισέ που ενοχλεί: η δυναμική μεταξύ Shannon Elizabeth και Μάνου Γαβρά που καταλήγει ακριβώς εκεί που θα προέβλεπε ένας θεατής ακόμη και με μέτρια εμπειρία, ο καλόκαρδος παπάς που λειτουργεί σαν πνευματικός μέντορας εκπέμποντας θετική ενέργεια (πραγματική ατάκα του χαρακτήρα στην ταινία: «το γκολφ για μένα είναι σαν μια θρησκευτική εμπειρία»), ο καρτουνιστικά αδίστακτος καπιταλιστής κακός που εκσφενδονίζει συνεχώς «φαρμακερές» ατάκες και η λίστα συνεχίζεται… Εκπέμπεται μια αίσθηση προκατασκευασμένου και φορμουλαϊκού που δυστυχώς εξουδετερώνει τις καλοπροαίρετες προθέσεις για ένα γράμμα αγάπης προς τα πιο διαδεδομένα γνωρίσματα της Ελλάδας και της νοοτροπίας των ανθρώπων της. Οι ιδέες είναι φτωχές και οι σχέσεις που χτίζονται μεταξύ των ηρώων όχι αρκετά δουλεμένες για να δικαιολογήσουν τις μετέπειτα εξελίξεις της πλοκής. Αλλά και τα πρόσωπα μεμονωμένα έχουν από ελάχιστο ως μηδαμινό δραματουργικό ενδιαφέρον ενώ και τα διλήμματα στα οποία βρίσκονται όπως και τα διακυβεύματά τους διέπονται από ισχνότατη ένταση, κάτι που ειδικά για ένα φιλμ που καταπιάνεται με σπορ αποτελεί ολέθριο λάθος μιας και η ίδια η δομή τους απαιτεί συνήθως ένα κλιμακούμενο σασπένς που προκύπτει από την αναμονή στη διαδρομή για τον «τελικό αγώνα» συνδυαστικά με το εξατομικευμένο δράμα του εκάστοτε κεντρικού ήρωα.
Τουλάχιστον η Ρόδος παρέχει ένα αδιαμφισβήτητα όμορφο σκηνικό για τη δράση που αξιοποιείται επαρκώς, αν και θα μπορούσε να γίνει μια ακόμη καλύτερη εκμετάλλευσή του. Στο πεδίο των ερμηνειών μονάχα το συμπαθέστατο ζευγάρι του Αλέξανδρου Μυλωνά με την Όλγα Δαμάνη ξεχωρίζει ακόμη κι αν καλείται να υποδυθεί ρόλους που βρίσκονται στη σφαίρα του στερεότυπου επειδή τους προσεγγίζουν σαν κάτι ελαφρώς παραπάνω από αυτό. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί δυστυχώς δεν καταφέρνουν να σπάσουν τα στενά όρια αυτών που τους καλείται να πράξουν. Κατά τα άλλα, δεν είναι και πολλοί οι λόγοι που θα μπορούσαν να καταστήσουν τη συγκεκριμένη δουλειά του ελληνοαμερικανού Nickles ως προτεινόμενη για θέαση. Η εμβέλεια της παραγωγής και των φιλοδοξιών του όλου εγχειρήματος ταιριάζουν περισσότερο με την αγορά του DVD, το χιούμορ δεν είναι τόσο πληθωρικό και αυθόρμητο όσο θα άρμοζε ελέω ανάλαφρου κλίματος και θεματολογίας και οι εκπλήξεις μέχρι το ελαφρώς απότομο φινάλε λιγοστές. Ούτε οι όποιοι φανατικοί του γκολφ ούτε και όσοι αρέσκονται στο να προβάλλεται η ομορφιά του ελληνικού φυσικού τοπίου επί της οθόνης, θεωρητικά δυο ομάδες κοινού στις οποίες απευθύνεται η συγκεκριμένη κομεντί, δεν θα βρουν σε πραγματικά χορταστικό βαθμό αυτά τα δύο συστατικά ώστε πραγματικά να αγκαλιάσουν με θέρμη αυτό το προϊόν.
Βαθμολογία: