Ο πιο ισχυρός αρθρογράφος της Νέας Υόρκης, ο Τζ. Τζ. Χάνσεκερ, θέλει να αποτρέψει την αδελφή του από να παντρευτεί τον Στιβ Ντάλας, έναν μουσικό της τζαζ. Για αυτό θα προσλάβει τον διεφθαρμένο Σίντνεϊ Φάλκο, ώστε να διακόψει τη σχέση τους με κάθε τρόπο.

Σκηνοθεσία:

Alexander Mackendrick

Κύριοι Ρόλοι:

Burt Lancaster … J.J. Hunsecker

Tony Curtis … Sidney Falco

Susan Harrison … Susan Hunsecker

Martin Milner … Steve Dallas

Sam Levene … Frank D’ Angelo

Barbara Nichols … Rita

Jeff Donnell … Sally

Joe Frisco … Herbie Temple

Emile Meyer … υπαστυνόμος Harry Kello

Edith Atwater … Mary

David White … Otis Elwell

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Clifford Odets, Ernest Lehman, Alexander Mackendrick

Παραγωγή: James Hill

Μουσική: Elmer Bernstein

Φωτογραφία: James Wong Howe

Μοντάζ: Alan Crosland Jr.

Σκηνικά: Edward Carrere

Κοστούμια: Mary Grant

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Sweet Smell of Success
  • Ελληνικός Τίτλος: Σκοτεινοί Δολοφόνοι
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Η Γλυκιά Μυρωδιά της Επιτυχίας [επανέκδοσης]

Σεναριακή Πηγή

  • Νουβέλα: Tell Me About It Tomorrow! του Ernest Lehman.

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Bafta ξένου ηθοποιού (Tony Curtis).

Παραλειπόμενα

  • Όταν πουλήθηκαν τα περίφημα Ealing Studios στο BBC, ο Alexander Mackendrick βρέθηκε στα πρόθυρα της αεργίας, και στράφηκε στις προτάσεις που του είχαν γίνει από το Χόλιγουντ. Απέρριψε όμως αυτές των Cary Grant και David Selznick, προτιμώντας την ανεξάρτητη φίρμα Hecht-Hill-Lancaster. Το σχέδιο όμως που μιλούσε για μια διασκευή από George Bernard Shaw κατέρρευσε, με τον βρετανό σκηνοθέτη να ζητάει να απαλλαγεί από το συμβόλαιο. Ο Harold Hecht δεν δέχτηκε κάτι τέτοιο, και του αντιπρότεινε τη διασκευή του έργου του Ernest Lehman.
  • Η νουβέλα του Lehman είχε κάνει την εμφάνιση της στο περιοδικό Cosmopolitan, τον Απρίλη του 1950, κι ενώ ο ορίτζιναλ τίτλος της ήταν ο ίδιος με της ταινίας, ο εκδότης δεν ήθελε τη λέξη “μυρωδιά” στο περιοδικό του. Αυτό είχε βασιστεί στις προσωπικές του εμπειρίες ως βοηθός του Irving Hoffman, αρθρογράφου του Hollywood Reporter. Κι ενώ ο τελευταίος αρχικά δεν ήθελε να του ξαναμιλήσει, αργότερα έγραψε σε άρθρο του ότι θα γίνονταν ένας καλός σεναριογράφος. Και πράγματι έγινε, πριν καν την εδώ συμμετοχή του, την οποία αρχικά είχε δηλώσει διαθέσιμος και να τη σκηνοθετήσει. Η United Artists όμως, που θα αναλάμβανε τη διανομή, δεν ρίσκαρε με έναν πρωτάρη σε αυτή τη θέση.
  • Πρώτοι ο Mackendrick με τον Lehman προσπάθησαν να κάνουν πιο κινηματογραφικό το πρωτόλειο κείμενο, αλλά κοντά στα τελειώματα, ο δεύτερος αρρώστησε και αποχώρησε από την παραγωγή. Ως αντικαταστάτης ήρθε ο Paddy Chayefsky, αλλά ο σκηνοθέτης προτίμησε τον -αριστερών φρονημάτων- Clifford Odets. Αντί όμως για 2 ή 3 εβδομάδες που ανέμενε πως θα έχει το σενάριο στα χέρια του, ο Odets το παρέδωσε σε 4 μήνες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ξεκινήσουν τα γυρίσματα δίχως σενάριο, και να διαμορφώνονται ανά σκηνή από το σύνολο του επιτελείου.
  • Ο Tony Curtis έδωσε μεγάλη μάχη για τον ρόλο, μια και η Universal, με την οποία είχε συμβόλαιο, φοβόταν ότι αυτή η ταινία θα τον κατέστρεφε.
  • Ο Orson Welles ήταν ο αρχικός υποψήφιος για τον Χάνσεκερ, ενώ ο σκηνοθέτης προτιμούσε τον Hume Cronyn, μια και έφερε ομοιότητες με τον αρθρογράφο Walter Winchell, πάνω στον οποίο χτίστηκε ο χαρακτήρας. Η United Artists ήταν που έφερε τον Burt Lancaster, έχοντας κάνει ήδη πετυχημένο δίδυμο με τον Tony Curtis στο Βαριετέ (1956).
  • Ο Robert Vaughn είχε πάρει τον ρόλο του Στιβ Ντάλας, αλλά τον πρόλαβε το χαρτί του στρατού.
  • Η πρεμιέρα ήταν απογοητευτική, ειδικά για τους φαν του Tony Curtis που δεν δέχτηκαν να παίζει τον “κακό”. Η εμπορική αποτυχία ήταν πλέον αναμενόμενη, παρότι οι κριτικοί δεν μίλησαν με άσχημα λόγια. Με το πέρασμα των χρόνων, όμως, η κριτική άποψη έχει εκτοξευθεί, με την ταινία να φιγουράρει πλέον σε λίστες των καλύτερων ταινιών όλων των εποχών.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Η τζαζ μπάντα της ταινίας είναι οι Chico Hamilton Quintet. Δύο από τα μέλη της, οι Fred Katz και Chico Hamilton, έγραψαν το σύνολο της μουσικής του φιλμ, αλλά αυτή απορρίφθηκε και στη θέση τους ήρθε ο Elmer Bernstein.

Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 19/6/2023

Σε ένα εκπληκτικό -βαθιά εστιασμένο- νυχτερινό πλάνο, ο Χανσένκερ (Burt Lancaster) αγναντεύει από την κορυφή ενός κτηρίου την ολόφωτη Νέα Υόρκη, την πόλη του «κυβερνά» με σιδερένια πυγμή κι εκδικητική αγριότητα. Δέος προκαλεί η όποια αναφορά σε αυτόν, η οποία διαποτίζει την οθόνη πολύ πριν την εμφάνισή του.

Ο Χανσένκερ είναι ένας τυραννικός και μακιαβελικός αρθρογράφος που μέσω της στήλης του ελέγχει τον κόσμο της πολιτικής και του θεάματος, απογειώνοντας ή καταστρέφοντας καριέρες σε μία νύχτα. Ο Σίντνεϊ Φάλκο (Tony Curtis) είναι ένας νεαρός ατζέντης, που τυφλωμένος από την επιθυμία του για φήμη και πλούτο, γίνεται υποτακτικός του Χανσένκερ. Όταν η αδελφή του τελευταίου, Σούζι (Susan Harrison), ερωτεύεται έναν μουσικό της τζαζ, τον Στιβ Ντάλας, ο Χανσένκερ απαιτεί από τον Φάλκο να τους χωρίσει. Όταν αυτός αποτυγχάνει, τον θέτει σε δυσμένεια. Τότε, ο αδίστακτος Φάλκο διαρρέει στον Τύπο τη φήμη ότι ο Ντάλας είναι ναρκομανής και κομμουνιστής, προκαλώντας μια αλυσιδωτή αντίδραση ζοφερών γεγονότων…

Οι «Σκοτεινοί Δολοφόνοι» αποτελούν την καλύτερη δημιουργία του σκωτσέζου Alexander MacKendrick. Ο γνώριμος από τις ιδιότυπες κωμωδίες των στούντιο Ealing («Whisky Galore!», «The Lady Killers») σκιαγραφεί το πορτρέτο των δύο αυτών αντρών και την αναπόφευκτη σύγκρουσή τους μέσα από το ειρωνικό, πικρό και αιχμηρό σενάριο των Clifford Odets και Ernest Lehman. Το θαυμάσιο score του Elmer Bernstein και η ευέλικτη κινηματογραφική μηχανή του θρυλικού James Wong Howe καταγράφουν με στιλπνή σκληρότητα τη σκοτεινή πλευρά της Νέας Υόρκης.

Στους «Σκοτεινούς Δολοφόνους» δεν διαπράττονται φόνοι, δεν υπάρχουν μοιραίες γυναίκες ούτε προμηνύματα της μοίρας, αλλά ο κυνισμός, η απληστία και ο αμοραλισμός στάζουν από κάθε λέξη. Η ατμόσφαιρα της ταινίας είναι καθηλωτική και συναρπαστική με τα κομψά νυχτερινά κέντρα, τα καπνισμένα μπαρ, τα ακριβά ξενοδοχεία. Και μέσα σε αυτά, αλληλοσπαράσσονται πλούσιοι επιχειρηματίες, ισχυροί πολιτικοί, διεφθαρμένοι αστυνομικοί, εντυπωσιακές διαθέσιμες γυναίκες, αδίστακτοι τυχοδιώκτες. Όλα αυτά βρίσκουν την ιδανική αισθητική τους έκφραση στις κλειστοφοβικές γωνίες λήψης και τις εφιαλτικές φωτοσκιάσεις του στιλ των φιλμ νουάρ που σοφά υιοθέτησε ο MacKendrick.

«Μου αρέσει αυτή η βρώμικη πόλη» λέει κυνικά ο Lancaster, καθισμένος στο τραπέζι ενός εστιατορίου με παγερά ανέκφραστο πρόσωπο και δεσποτική επιβλητικότητα. Όταν εξαπολύει τις λεκτικές του επιθέσεις, ο θεατής νοιώθει την ηλεκτρική ενέργεια στον αέρα. Φέρεται υποτιμητικά στον παντελώς ανήθικο Φάλκο, αλλά στην πραγματικότητα έχει ανάγκη αυτό τον ύπουλο συκοφάντη ως υπενθύμιση και επιβεβαίωση της δικής του ανωτερότητας. Από την άλλη πλευρά, τα σύμβολα της καλοσύνης –η Σούζαν και ο Στιβ- είναι ευαίσθητα, εύθραυστα, απελπισμένα άτομα που αδυνατούν να απεγκλωβιστούν από τις ατέλειωτες συστροφές αυτού του φοβερού λαβυρίνθου χειραγώγησης και σκληρότητας.

Κατά παράδοξο τρόπο, ο φαινομενικά άστοχος ελληνικός τίτλος του φιλμ περιγράφει μεταφορικά το σημαινόμενό του. Οι Lancaster και Curtis δεν σκοτώνουν ανθρώπους, αλλά καταστρέφουν τη ζωή και τα όνειρά τους. Δεν χρησιμοποιούν όπλα, αλλά φαρμακερούς διαλόγους που εκτοξεύονται σαν ριπές πολυβόλου · διαλόγους όπως αυτόν ανάμεσα στους δυο πρωταγωνιστές: «Δεν θα ήθελα να σε δαγκώσω. Είσαι ένα μπισκότο γεμάτο αρσενικό». Κάπως έτσι φαντάζει κι αυτή η αριστουργηματική ταινία. Ένα μπισκότο -γεμάτο δηλητήριο- πικρό στο κέντρο του, αλλά τόσο όμορφο και θελκτικό στην επιφάνειά του.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

23 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

1 Σχόλια

  1. Βλασης Μαυρος 28 Ιουνίου 2023

    Τι ταινια Θεε μου! αριστουργημα