
Γλυκιά Πατρίδα
- Sweet Country
- Γλυκειά Πατρίδα
- 1987
- Ελλάδα, ΗΠΑ
- Αγγλικά
- Δραματική, Δραματικό Θρίλερ, Ιστορική, Πολιτική, Πολιτικό Θρίλερ
H ταινία απεικονίζει τα οδυνηρά γεγονότα της δικτατορίας της Xιλής μετά τη δολοφονία του προέδρου της, Σαλβαντόρ Aλιέντε, και την κατάληψη της εξουσίας από τον στρατηγό Πινοσέτ. H δράση επικεντρώνεται σε δύο οικογένειες που παγιδεύονται από τους στρατιωτικούς.
Σκηνοθεσία:
Μιχάλης Κακογιάννης
Κύριοι Ρόλοι:
Jane Alexander … Anna
John Cullum … Ben
Carole Laure … Eva
Franco Nero … Paul
Joanna Pettet … Monica
Randy Quaid … Juan
Ειρήνη Παππά … κα Araya
Jean-Pierre Aumont … κος Araya
Pierre Vaneck … πάτερ Venegas
Κάτια Δανδουλάκη … αδερφή Mathilde
Ann Coleman … Dorothy
Γιάννης Βόγλης … Max
Μπέτυ Βαλάση … Sara
Δημήτρης Πουλικάκος … βασανιστής
Γιούλη Γαβαλά … Pauline
Μαριάννα Τόλη … Ira
Άσπα Νακοπούλου … κα Ortega
Αλέξανδρος Ρεβίδης … κος Ortega
Γιάννης Κακλέας … Jose
Νίκος Αλεξίου … Mario
Τατιάνα Παπαμόσχου … κόμισσα Margarita
Τώνης Γιακωβάκης … Pablo
Αλέξανδρος Μυλωνάς … αξιωματικός
Πηνελόπη Πιτσούλη … σερβιτόρα
Σπύρος Μαβίδης … επαναστάτης
Στηβ Ντούζος … ταξιτζής
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Μιχάλης Κακογιάννης
Παραγωγή: Κώστας Αλεξάκης, Μιχάλης Κακογιάννης
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
Φωτογραφία: Ανδρέας Μπέλλης
Μοντάζ: Μιχάλης Κακογιάννης, Ντίνος Κατσουρίδης
Σκηνικά: Αντώνης Κυριακούλης
Κοστούμια: Διονυσία Γαλανοπούλου
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Sweet Country
- Εναλλακτικός Τίτλος: Γλυκειά Πατρίδα
- Εναλλακτικός Τίτλος: Γλυκιά Πατρίδα
Παραλειπόμενα
- Ήταν η επιστροφή του Κακογιάννη στα κινηματογραφικά πράγματα έπειτα από 10 χρόνια απουσίας.
- Γυρίσματα έγιναν τόσο στην Ελλάδα (τα εσωτερικά) όσο και στη Χιλή.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 17/4/2023
Σε μια χρονική περίοδο που, ελέω παντοδυναμίας Reagan κι εξασθένισης του συλλογικού πνεύματος αμφισβήτησης που επικράτησε κατά τη δεκαετία του 1970 και αντικατοπτρίστηκε και στις τέχνες, δεν ήταν της μόδας το σινεμά των ΗΠΑ, είτε εμπορικό είτε με ποιοτικές δάφνες (χωρίς να σημαίνει αυτό ότι δεν υπήρχαν εξαιρέσεις όπως ο John Sayles), να συστρατεύεται με την Αριστερά, το εγχείρημα του Κακογιάννη να μιλήσει με μια αμερικάνικη συμπαραγωγή για τη χούντα του Pinochet εκτός των δημοφιλών τότε πλαισίων της εποχής σίγουρα αναγνωρίζεται ως ένα γενναίο πολιτικά βήμα (είχε προηγηθεί βέβαια και κάποια χρόνια πριν ο «Αγνοούμενος» του Γαβρά).
Δυστυχώς όμως το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα είναι αρκετά κατώτερο των προσδοκιών που δημιουργούν το θέμα και το εκτόπισμα του σκηνοθέτη του φιλμ. Υπάρχουν διάσπαρτες κάποιες ομολογουμένως δυνατές στιγμές, που μένουν στο μυαλό (με κυριότερο παράδειγμα τη συγκλονιστική σκηνή με τις γυναίκες που έχουν μαζέψει οι βασανιστές του καθεστώτος στο γήπεδο του μπάσκετ), και το σενάριο καταφέρνει να «πιάσει» εύστοχα αρκετές πτυχές της ιστορικής συνθήκης που απεικονίζει (όπως την αποκτήνωση στην οποία οδηγείται το στρατόπεδο των αστών από τις διαστάσεις του μίσους του για τον Allende) σε γενικές γραμμές όμως πρόκειται για ένα φιλμ μάλλον τηλεοπτικής νοοτροπίας σε επίπεδο αισθητικής και δραματουργικής δομής. Οι διάλογοι συχνά διακρίνονται από έναν θεατρίζοντα στόμφο, που εντείνεται ακόμη περισσότερο από την επιλογή να εκτυλίσσεται η πλειοψηφία της δράσης εντός εσωτερικών χώρων, ενώ η στατική πλανοθεσία και κάποιες άλλες πινελιές όπως η γεμάτη ατμοσφαιρικά συνθεσάιζερ μουσική επένδυση του Σταύρου Ξαρχάκου (ακολουθώντας τις τάσεις των περισσότερων σάουντρακ της εποχής) αποτελούν στοιχεία που διέπονται από μια αίσθηση παρωχημένου. Κάπως προβληματική είναι και η ακολουθία της ιστορίας, η οποία μοιάζει να πηγαινοέρχεται ελαφρώς αυθαίρετα από το ένα χρονικό σημείο στο άλλο, με τις άτσαλες μεταβάσεις του μοντάζ να μη βοηθούν τον θεατή να πλοηγηθεί εύκολα στον ειρμό του σεναρίου.
Εντοπίζονται και κάποιες αξιόλογες ερμηνείες που ανυψώνουν ποιοτικά το σύνολο (ξεχωρίζουν ιδιαίτερα η στωική Jane Alexander και ο πηγαίος δυναμισμός της Joanna Pettet), όπως και μια πολιτική σκέψη που πάει κάπως πιο πέρα από τα αυτονόητα συμπεράσματα, που για αυτό ίσως και να ταιριάζει περισσότερο ιδιοσυγκρασιακά σε ένα ευρωπαϊκό κοινό. Η τελική εντύπωση ωστόσο που αποκομίζεται είναι αυτή μιας φιλότιμης μεν, αποτυχημένης δε απόπειρας, που δεν μπορεί να μεταφράσει κινηματογραφικά τη σημασία του μηνύματός της. Ίσως τελικά το ιδεολογικά στρατευμένο σινεμά που να ταίριαζε περισσότερο στο ύφος του Κακογιάννη να βρισκόταν στη φόρμα του ντοκιμαντέρ, όπως αποδεικνύει το «Αττίλας ‘74». Όπως και να έχει, ακόμη και μια ήσσονος αξίας στιγμή σαν τη συγκεκριμένη, σε μια παραπάνω από αξιοζήλευτη φιλμογραφία, διαθέτει μερικές αρετές που επιβεβαιώνουν, και πάλι, το μέγεθος του δημιουργού της.
Βαθμολογία: