
Σουπερνόβα
- Supernova
- 2020
- Μ. Βρετανία
- Αγγλικά
- Αισθηματική, Δραματική, Ταινία Δρόμου
- 27 Μαΐου 2021
Ο μυθιστοριογράφος Τάσκερ και ο μουσικός Σαμ, ζευγάρι εδώ και είκοσι χρόνια, ταξιδεύουν με το τροχόσπιτό τους στον αγγλικό βορρά. Θα επισκεφθούν οικογένεια και φίλους, αλλά η πραγματική αφορμή αυτής της εκδρομής έχει να κάνει με την αποδοχή μιας επώδυνης διάγνωσης: ο Τάσκερ βρίσκεται στα πρώιμα στάδια της άνοιας.
Σκηνοθεσία:
Harry Macqueen
Κύριοι Ρόλοι:
Colin Firth … Sam
Stanley Tucci … Tusker
James Dreyfus … Tim
Pippa Haywood … Lilly
Sarah Woodward … Sue
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Harry Macqueen
Παραγωγή: Tristan Goligher, Emily Morgan
Μουσική: Keaton Henson
Φωτογραφία: Dick Pope
Μοντάζ: Chris Wyatt
Σκηνικά: Sarah Finlay
Κοστούμια: Matthew Price
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Supernova
- Ελληνικός Τίτλος: Σουπερνόβα
Παραλειπόμενα
- Σύμφωνα με τον Stanley Tucci, αυτός αρχικά είχε τον ρόλο του Σαμ και ο Colin Firth του Τάκερ. Και οι δύο όμως συζητώντας στο στάδιο της προπαραγωγής αποφάσισαν να ανταλλάξουν τους ρόλους.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 4/3/2021
Υπάρχει μια πηγαία ευαισθησία εδώ, ανεπιτήδευτη, που δεν γίνεται να μην αναγνωρίσει κανείς, η οποία κάνει και πιο πικρό το γεγονός ότι το τελικό αποτέλεσμα μοιάζει «λίγο». Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί νοηματικά το φιλμ είναι δυστυχώς άκρως απλοϊκό.
Το υπό εξέταση θέμα της ψυχολογικής επίδρασης μιας σοβαρής ασθένειας ενός ατόμου στο άλλο του μισό έχει πολλές προεκτάσεις, που τα τελευταία χρόνια κάποιες εξ αυτών έχουν εξερευνηθεί στον κινηματογράφο με μια ιδιαίτερα αναλυτική ματιά, με πιο τρανταχτό σε καλλιτεχνικό επίπεδο το παράδειγμα της «Αγάπης» του Haneke. Το φιλμ του Harry Macqueen, παρότι αντιμετωπίζει με σεβασμό και ειλικρίνεια τη θεματική του, αποφεύγοντας τον φτηνό μελοδραματισμό, ταυτόχρονα μοιάζει να περιστρέφεται γύρω από τετριμμένες προβληματικές επάνω στο ζήτημα, ενώ δεν τολμάει να μπει σε βαθιά νερά. Γενικότερα, η προσέγγιση είναι περισσότερο ψυχογραφική παρά φιλοσοφική. Είναι και η υπερβολική ωραιοποίηση, μέσω της απουσίας ψεγαδιών, τόσο της σχέσης μεταξύ των δύο ηρώων όσο και του περίγυρού τους, που πλήττει σε έναν βαθμό τον ρεαλισμό που διέπει το σύνολο κατά τα άλλα, όπως και το γεγονός πως το πλαίσιο της δράσης είναι κάπως βολικά μεγαλοαστικό.
Πάντως, ο Macqueen, παρά τα σφάλματά του, καταλαβαίνει πως, πολύ συχνά, χαμηλώνοντας τα ντεσιμπέλ δραματουργικά μπορεί κανείς να είναι πιο αποτελεσματικός συναισθηματικά, και αυτό ακριβώς κάνει εδώ. Και όντως, ο ήρεμος και ταπεινός τόνος του φιλμ βοηθάει καθοριστικά στο να επικοινωνηθεί με μεγαλύτερη αμεσότητα το προσωπικό δράμα των δύο κεντρικών χαρακτήρων, χωρίς να χρειάζονται κορυφώσεις κι εξάρσεις με το ζόρι. Θετικά προσμετράται και το γεγονός πως το σενάριο είναι γραμμένο με το επίκεντρο να βρίσκεται σε συμπεριφορές και όχι σε ένα είδος πλοκής, εστιάζοντας έτσι πιο ουσιαστικά στο εσωτερικό ταξίδι του πρωταγωνιστικού ντουέτου, έστω και με τους προαναφερθέντες περιορισμούς.
Το σχετικά νεαρό της ηλικίας του σκηνοθέτη και σεναριογράφου φαίνεται να επηρεάζει και την οπτική του απέναντι στο ζευγάρι των ηρώων του, που χαρακτηρίζεται από έναν ρομαντισμό και παρορμητισμό που μοιάζει λίγο αταίριαστος με το κοινωνικό τους στάτους, αλλά κυρίως όσον αφορά το ηλικιακό τους φάσμα. Με την ίδια κεντρική ιδέα, φαντάζεται κανείς πως θα προέκυπτε κάτι διαφορετικό, πιο μεστό και συνειδητοποιημένο από άποψη γραφής κυρίως από έναν ωριμότερο δημιουργικά συμπατριώτη του Macqueen όπως ο Mike Leigh. Αλλά και ο τρόπος με τον οποίον αντιμετωπίζονται κάποιες παράμετροι, όπως οι σχετικοί με την αστρονομία συμβολισμοί, μαρτυρούν έναν κινηματογραφιστή που ναι μεν έχει άποψη, αλλά δεν διαθέτει ακόμη την απαραίτητη δεξιοτεχνία για να παράγει υψηλού επιπέδου τέχνη. Αδικεί, δε, και τον εαυτό του με κάποιες αποφάσεις του, όπως την τοποθέτηση του μεγαλύτερου μέρους της δράσης κυρίως σε εσωτερικούς χώρους (υπηρετώντας τη γραμμή του «οι άνθρωποι πάνω από όλα»), από τη στιγμή που ο ίδιος δείχνει επανειλημμένα πως το μάτι του λειτουργεί έξοχα σε φυσικά τοπία.
Όπως είναι αναμενόμενο, το δυνατότερο χαρτί του «Σουπερνόβα» αποτελεί το ερμηνευτικό ντουέτο των Tucci και Firth, οι οποίοι ναι μεν λαμβάνουν σωστή καθοδήγηση, αλλά ουσιαστικά αναδεικνύονται κυρίως λόγω των δικών τους ικανοτήτων. Δεν αποτελεί έκπληξη το ότι ο Tucci τελικά είναι αυτός που κλέβει την παράσταση λόγω ρόλου, τον οποίο μεταχειρίζεται με πολύ μεγάλη προσοχή και κατορθώνοντας να εκμαιεύσει τη συγκίνηση μέσω της λιτότητας, προσθέτοντας και σωτήριες πινελιές χιούμορ που συμβάλλουν στη δύναμη της συγκεκριμένης ερμηνείας. Όμως θα ήταν άδικο να παραβλέψει κανείς την άκρως πολύτιμη συνεισφορά του Firth, που από μια άποψη έχει κι ένα πιο δύσκολο καθήκον, καθώς αναλαμβάνει να αποτυπώσει πιο δύσκολες συναισθηματικές διακυμάνσεις, πολλές φορές επιστρατεύοντας μια εσωστρεφή τεχνική που θυμίζει έντονα τον ρόλο του στο «Ένας Άντρας Μόνος».
Η αλληλεπίδραση μεταξύ των πρωταγωνιστών έχει δουλευτεί στην εντέλεια από τους ίδιους και τον Macqueen, και ακόμη κι αν το κείμενο αρκετές φορές μοιάζει να μη χτίζει με τη μεγαλύτερη λεπτομέρεια τη σχέση μεταξύ των ηρώων που υποδύονται οι δυο οσκαρικοί ηθοποιοί, εκείνοι μέσα από τους καλώς εννοούμενους μανιερισμούς τους και την ακρίβειά τους στην έκφραση του συναισθήματος «γεμίζουν» τα κενά και με το παραπάνω. Αλλά κι ανεξάρτητα από τους πρωταγωνιστές, μπορεί κανείς να βρει αρετές εδώ που ξεχωρίζουν, παρά τις κάποιες ατέλειες, που προσθέτουν πόντους σε ένα αξιοπρεπές σύνολο που απλά ήθελε και μερικές πινελιές υπέρβασης για να λάμψει.
Βαθμολογία: