Σούπερμαν
- Superman
- Superman: The Movie
- 1978
- ΗΠΑ
- Αγγλικά
- Δράσης, Επιστημονικής Φαντασίας, Έπος, Περιπέτεια, Υπερήρωες
- 02 Ιανουαρίου 1979
Λίγο πριν ο πλανήτης Κρύπτον καταστραφεί, ο Τζορ-Ελ στέλνει το γιο του, Καλ-Ελ, στη Γη, για να διασώσει τη φυλή του. Ο μικρός Καλ-Ελ, που πλέον λέγεται Κλαρκ Κεντ, θα μεγαλώσει σε ένα στοργικό περιβάλλον με δυο αξιολάτρευτους γονείς, οι οποίοι θα του μάθουν να χρησιμοποιεί τις υπερφυσικές του δυνάμεις μόνο για καλό σκοπό. Μεγαλώνοντας, ο Κλαρκ πιάνει δουλειά ως δημοσιογράφος σε μια μεγάλη εφημερίδα, ενώ κάθε φορά που παρουσιάζεται κάποιος κίνδυνος δεν διστάζει να μεταμορφωθεί μυστικά σε Σούπερμαν. Όταν ο διαβολικός Λεξ Λούθορ σχεδιάσει να κατακτήσει τον κόσμο, ο Σούπερμαν είναι ο μοναδικός στον πλανήτη που μπορεί να τον σταματήσει.
Σκηνοθεσία:
Richard Donner
Κύριοι Ρόλοι:
Christopher Reeve … Kal-El/Clark Kent/Superman
Margot Kidder … Lois Lane
Gene Hackman … Lex Luthor
Ned Beatty … Otis
Jackie Cooper … Perry White
Glenn Ford … Jonathan Kent
Phyllis Thaxter … Martha Kent
Valerie Perrine … Eve Teschmacher
Marc McClure … Jimmy Olsen
Marlon Brando … Jor-El
Maria Schell … Vond-Ah
Trevor Howard … επικεφαλής πρεσβύτερος
Terence Stamp … στρατηγός Zod
Jack O’Halloran … Non
Sarah Douglas … Ursa
Jeff East … Clark Kent (νεαρός)
Harry Andrews … πρεσβύτερος
Larry Hagman … ταγματάρχης
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Mario Puzo, David Newman, Leslie Newman, Robert Benton, Tom Mankiewicz
Στόρι: Mario Puzo
Παραγωγή: Richard Lester, Pierre Spengler
Μουσική: John Williams
Φωτογραφία: Geoffrey Unsworth
Μοντάζ: Stuart Baird, Michael Ellis
Σκηνικά: John Barry
Κοστούμια: Yvonne Blake
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Superman
- Ελληνικός Τίτλος: Σούπερμαν
- Εναλλακτικός Τίτλος: Superman: The Movie [προώθησης]
Άμεσοι Σύνδεσμοι
Σεναριακή Πηγή
- Σειρά κόμικς (χαρακτήρες): Superman των Jerry Siegel, Joe Shuster.
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ ειδικών εφέ (ειδικό βραβείο). Υποψήφιο για μουσική, μοντάζ και ήχο.
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα μουσικής.
- Βραβείο Bafta υποσχόμενου ηθοποιού (Christopher Reeve). Υποψήφιο για δεύτερο αντρικό ρόλο (Gene Hackman), φωτογραφία, σκηνικά και ήχο.
Παραλειπόμενα
- Η Ilya Salkind είχε πρώτος την ιδέα για μια ταινία Σούπερμαν το 1973. Τον επόμενο χρόνο, και μετά από μια δύσκολη διαδικασία, κατάφερε να αποκτήσει τα δικαιώματα από την DC Comics, με χρήματα του πατέρα του, Alexander Salkind, και του συνεργάτη τους, Pierre Spengler. Η DC όμως είχε απαιτήσεις πάνω στο ποιος θα ερμήνευε τον ήρωα τους, δίνοντας μια λίστα με τους Muhammad Ali, Al Pacino, James Caan, Steve McQueen, Clint Eastwood και Dustin Hoffman. Η ιδέα ήταν να γυριστούν ταυτόχρονα τα δύο πρώτα μέρη, ώστε να έρθει μια συμφωνία-πακέτο με τη Warner Bros. Αφού σκέφτηκαν τους William Goldman και Leigh Brackett για το σενάριο, αυτό δόθηκε από τον Ilya Salkind στον Alfred Bester. Ο πατέρας Salkind όμως δεν θεώρησε διάσημο το όνομα, κι αντί αυτού προσέλαβε τον Mario Puzo (Ο Νονός) με 600 χιλιάδες δολάρια μισθό. Σε αυτό το σημείο ήταν υπό διαπραγμάτευση για τη σκηνοθεσία οι Francis Ford Coppola, William Friedkin, Richard Lester, Peter Yates, John Guillermin, Ronald Neame και Sam Peckinpah. Ο George Lucas απέρριψε άμεσα την πρόταση λόγω της προσήλωσης του στον Πόλεμο των Άστρων, κι ενώ ο Steven Spielberg ήταν απασχολημένος με τις Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου. Έτσι προσλήφθηκε ο Guy Hamilton (με πείρα από τα Τζέιμς Μποντ), και του παρέδωσαν ένα σενάριο 500ων σελίδων για δύο ταινίες. Με τον Dustin Hoffman να λέει όχι και για τον ρόλο του Λεξ Λούθορ, ξεκίνησε το 1975 η αναζήτηση ηθοποιών. Πρώτος υπέγραψε ο Brando με συμβόλαιο 3,7 εκατομμύρια δολάρια αλλά και 11.75% των κερδών (συνολικά έβγαλε 19, προκαλώντας ουκ ολίγα προβλήματα με τις απαιτήσεις του), και ακολούθησε ο Hackman, ενώ οι δύο αυτοί ηθοποιοί έπρεπε να γυρίσουν γρήγορα τις δικές τους σκηνές, επειδή είχαν κι άλλες υποχρεώσεις. Κι ενώ το σενάριο που παραδόθηκε από τον Puzo θεωρήθηκε ιδανικό για τις δύο ταινίες, ήταν και τεράστιο σε όγκο, αναγκάζοντας στην πρόσληψη των Robert Benton και David Newman για να το δουλέψουν εκ νέου. Το σενάριο κατατέθηκε τον Ιούλιο του 1976, και περιείχε κι ένα κάμεο με τον Telly Savalas ως Κότζακ (από τον ομώνυμο τηλεοπτικό του ρόλο). Οι προετοιμασίες ξεκίνησαν στα στούντιο Cinecitta στη Ρώμη, αλλά τα τεστ ήταν αποτυχημένα, και η παραγωγή μεταφέρθηκε στην Αγγλία. Πλέον όμως ο Hamilton δεν μπορούσε να συμμετέχει, μια και ήταν φοροφυγάς και αυτοεξόριστος από τη χώρα του. Τότε οι παραγωγοί είδαν την Προφητεία, και προσέλαβαν τον Richard Donner, που έτσι άφησε τα σχέδια του για το δεύτερο μέρος της θριλερικής επιτυχίας του. Αυτός έφερε ένα τελευταίο όνομα επί του σεναρίου, τον Tom Mankiewicz (πνευματικός πατέρας του “S” στις στολές), για ένα τελικό φρεσκάρισμα θεωρώντας ότι “ήταν καλογραμμένο, αλλά και πάλι ανόητο”. Το όνομα του όμως έμεινε εκτός κρέντιτ (αναφέρεται μόνο ως σεναριακός σύμβουλος), μετά από απαίτηση του συνδικάτου σεναριογράφων.
- Πριν αναλάβει ο Richard Donner, η μόνη σκέψη ήταν να πάρει ένας πρωτοκλασάτος ηθοποιός τον ρόλο του Σούπερμαν. Robert Redford, Burt Reynolds, Sylvester Stallone και Paul Newman δεν τον καρπώθηκαν-αποδέχτηκαν, ο καθένας για διαφορετικούς ρόλους. Όταν αποφασίστηκε να τον ερμηνεύει κάποιος άσημος ηθοποιός, ο Lynn Stalmaster, ο υπεύθυνος του κάστινγκ, άμεσα πρότεινε τον Christopher Reeve. Ο Donner και οι παραγωγοί τον βρήκαν όμως πολύ νέο και πολύ κοκκαλιάρη, κι από οντισιόν πέρασαν 200 άγνωστοι ηθοποιοί. Ο γιος του John Wayne, ο Patrick Wayne, ήταν ο νικητής, αλλά αναγκάστηκε να αποχωρήσει όταν ο πατέρας του διαγνώστηκε με καρκίνο. Οι δε προτάσεις του μουσικού Neil Diamond και του νεαρού Arnold Schwarzenegger πέρασαν αδιάφορα, και προσεγγίσθηκαν οι: James Caan, James Brolin, Lyle Waggoner, Christopher Walken, Warren Beatty, Nick Nolte, Jon Voight, Perry King, Kris Kristofferson και Charles Bronson. Την ευκαιρία του αδιέξοδου άδραξε ο Stalmaster, κι έπεισε τον Donner και τον Ilya να περάσουν τον Reeve από screen-test τον Φεβρουάριο του 1977. Αυτός κατάφερε να τους καταπλήξει, αλλά αρνούνταν να φορτωθεί με τεχνικούς μύες. Έτσι, ο Reeve το έβαλε αυτοσκοπό, και πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα είχε πάει από τα 85 κιλά στα 96. Κι ενώ κάποιοι από το καστ είχαν υπογράψει για υπερβολικά χρήματα, εκείνος συμφώνησε με μόλις 250 χιλιάδες δολάρια και για τις δύο πρώτες ταινίες.
- Επί 19 μήνες (αντί 8-9 που υπολογίζονταν), το πρώτο και το δεύτερο μέρος γυρίζονταν ταυτόχρονα με ένα μπάτζετ που δεν είχε προηγούμενο. Η Νέα Υόρκη αντικαθιστούσε τη Μετρόπολις, κι έγιναν κι εκεί εξωτερικά γυρίσματα για 5 εβδομάδες. Έπειτα ακολούθησε η Αλμπέρτα (Σμόλβιλ) και το Γκάλουπ στο Νέο Μεξικό. Κι ενώ το 75% του δεύτερου μέρους ήταν ολοκληρωμένο από τον Donner, οι παραγωγοί και ο σκηνοθέτης αναγκάστηκαν να πάρουν ένα μεγάλο ρίσκο. Αν το πρώτο μέρος δεν τα πήγαινε καλά στα ταμεία, το δεύτερο δεν θα ολοκληρώνονταν ποτέ.
- Τα ταμεία δοκίμασαν τις αντοχές τους, και το Σούπερμαν έγινε η μεγαλύτερη επιτυχία ως εκείνη τη στιγμή για τη Warner Bros (και 6η όλων των εποχών γενικά), κι αυτό ενώ το συνολικό κόστος είχε ανέλθει στα 55 εκατομμύρια δολάρια. Τα κέρδη όμως έφτασαν στα 300,5.
- Το κανάλι ABC παρουσίασε μια εκδοχή 182 λεπτών το 1982 (σε δύο μέρη), που έμεινε γνωστή ως Salkind International Television Cut. Αυτή η εκδοχή που κυκλοφορεί έκτοτε ταυτόχρονα με την ορίτζιναλ, δεν είχε ποτέ την έγκριση του Richard Donner που την αποκαλούσε “απαίσια”.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Ο Jerry Goldsmith της Προφητείας ήταν να γράψει τη μουσική, και για αυτό στο αρχικό trailer ακούγεται μουσική του από τον Πλανήτη των Πιθήκων. Δεν ήταν όμως διαθέσιμος, κι ανέλαβε ο John Williams. Αυτός διεύθυνε τη London Symphony Orchestra για ένα σάουντρακ που έμελλε να γίνει άμεσα κλασικό, με αιχμή το Theme from Superman (Main Title), που κυκλοφόρησε και σε σινγκλ.
- Η Margot Kidder ερμήνευσε το Can You Read My Mind?, σε στίχους του Leslie Bricusse, αλλά δεν άρεσε στον Donner, και το άφησε με voiceover αντί ως καθαρού τραγουδιού. Λίγο αργότερα ηχογραφήθηκε με τη Maureen McGovern, κι έκανε επιτυχία.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 8/11/2009
Ο Σούπερμαν γεννήθηκε ως κόμικ στις αυγές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αποτέλεσμα της ανάγκης του κόσμου για ήρωες. Όμως, αυτή η ανάγκη είναι διαχρονική (τουλάχιστον όσο συνεχίζει ο πλανήτης να έχει τα χάλια του…), και ο άντρας με το «S» στη στολή του βρίσκει ανταπόκριση όποτε κι αν προβάλλεται.
Η ταινία του Ρίτσαρντ Ντόνερ έχει για γραφική ρομαντικότητα. Ανήκει στις σινέ-μνήμες όλων, ακόμα κι αν είστε γνώστες μονάχα του μουσικού θέματος του Τζον Γουίλιαμς. Έχει δράση, έχει ρομαντισμό, έχει νοσταλγικά ειδικά εφέ, έχει πετυχημένους κακούς. Ο Χάκμαν, ως ο πρώτος των τελευταίων, χαρίζει και σατιρική διάσταση στο έργο και η ψυχαγωγία είναι πλήρης. Αν έχω μία ένσταση επί των τυπικών, αυτή είναι κάπως αόριστη. Η παρουσία του Κρίστοφερ Ριβ είναι αρκετά πλαδαρή, κι όσο κι αν είναι ταιριαστή με τον ρόλο, είναι μετριότατη. Ονόμασα «αόριστη» την ένσταση, επειδή ξέρω πως ο αείμνηστος ηθοποιός έγινε ένα και το αυτό με τον ρόλο, κι αμφιβάλω αν υπάρχουν πολλοί που θα τον αντικαθιστούσαν.
Όμορφα όλα αυτά βέβαια, αλλά να μπούμε στη σύγκριση με άλλα μπλοκμπάστερ που εκείνη την εποχή έγραφαν μαζί με αυτό ιστορία στον χώρο, ο διαχειρισμός της αθωότητας από τον Ντόνερ μπορεί να χαϊδεύει τη μνήμη, αλλά όχι τη συνολική ποιότητα του φιλμ. Κι αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι οι υπερήρωες ανήκουν στη ζώνη της υπερβατικής αφέλειας, και αν δεν τους απεικονίσεις με μία δόση νοσηρότητας, δεν υπάρχει σύνδεσμος με κάποιο νόημα που θα έβγαζε μια απώτερη ουσία. Σκεφτείτε μόνο να καθόμασταν όλοι με σταυρωμένα χέρια, αναμένοντας έναν Σούπερμαν να βγάζει συνεχώς το φίδι από την τρύπα (ή οποιονδήποτε παρουσιαστεί με παρόμοια ιδιότητα…). Δεν είναι μάλλον κάτι στο οποίο θα έπρεπε η ανθρωπότητα να βρει προσομοίωση στον ρεαλισμό μας, και καλό θα ήταν να αποζητά ήρωες δίχως το «ύπερ» στην ίδια λέξη…
Βαθμολογία:
Κριτικός: Δημήτρης Κωνσταντίνου-Hautecoeur
Έκδοση Κειμένου: 27/5/2013
O Σούπερμαν υπήρξε ο πρώτος σουπερ-ήρωας που φιλοξένησαν ποτέ τα κόμικς, οδηγώντας, σαν αποτέλεσμα, την αμερικανική ένατη τέχνη στη λεγόμενη Χρυσή Εποχή της. Ανάλογη είναι και η κινηματογραφική του εμφάνιση. Αποτελώντας ουσιαστικά την πρώτη μεταφορά χάρτινου σούπερ-ήρωα στην μεγάλη οθόνη (είχαν προηγηθεί λίγες ακόμη, με τις οποίες όμως κανείς ποτέ δεν ασχολήθηκε), όλες οι super-hero ταινίες που βλέπουμε σήμερα έχουν τις ρίζες τους σε αυτήν.
Το «Superman» αποτελεί αναμφισβήτητα την απόλυτη super-hero movie. Κι αυτό γιατί εισήγαγε στον κινηματογράφο την ιδανική συνταγή μιας σουπερηρωϊκής περιπέτειας, στην καθαρότερη μορφή της. Ο συγκεκριμένος χαρακτήρας, άλλωστε, αποτελεί εκ φύσεως τον απόλυτο, όντας και ο πρώτος, ιδανικό σούπερ-ήρωα.
Τα εντυπωσιακά για την εποχή εφέ, υπεύθυνα για ένα οπτικό επίπεδο πολύ υψηλότερο απ’ ό,τι είχε δει μέχρι τότε (κυρίως τηλεοπτικά) το είδος, συμβάλλουν στη δημιουργία μεγαλοπρεπών σκηνών δράσης, ενώ το κωμικό στοιχείο είναι τόσο τονισμένο ώστε υπάρχουν χαρακτήρες, όπως κι η ίδια η ανθρώπινη περσόνα του Σούπερμαν, που φαντάζουν βγαλμένοι απευθείας από κωμωδία -με αποκορύφωμα τον γκαφατζή Ότις. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να αποπροσανατολίσει τον σκηνοθέτη της «Προφητείας» Richard Donner, αντ` αυτού όμως προκύπτει μία υποδειγματική συνύπαρξη δράσης, χιούμορ, και έντονου ρομαντισμού, χάρη στην οποία καθίσταται το φιλμ άκρως απολαυστικό.
Ο Christopher Reeve κάνει εδώ την πρώτη κινηματογραφική του εμφάνιση και έκτοτε το όνομά του ταυτίζεται με το ρόλο του Σούπερμαν. Ενσαρκώνει τον ήρωα με μια ηθελημένη υπερβολή χάρη στην οποία τόσο ο ίδιος όσο και εμείς το καταδιασκεδάζουμε, ενώ εξίσου εύστοχη επιλογή αποτελεί και ο δύο φορές βραβευμένος με Όσκαρ Gene Hackman στο ρόλο του Lex Luthor.
Μέσα σε όλα αυτά βέβαια, δεν υπάρχει αμφιβολία πως το «Superman» διακρίνεται από μια συχνά υπερβολικά αισθητή αφέλεια. Αλήθεια όμως, θα μπορούσε αυτή να λείπει από μια ταινία όπου ο κεντρικός ήρωας διατηρεί την ταυτότητά του μυστική απλώς φορώντας ένα ζευγάρι γυαλιά;
Βαθμολογία:
Κριτικός: Νίκος Ρέντζος
Έκδοση Κειμένου: 6/7/2014
Έχουν περάσει 36 ολόκληρα χρόνια από τότε που οι τίτλοι αρχής του Σούπερμαν, συντροφιά με την επικών διαστάσεων μουσική του Τζον Γουίλιαμς, παίχτηκαν πρώτη φόρα σε κινηματογραφική αίθουσα. 36 ολόκληρα χρόνια μετά, τα εφέ και η τεχνικές του κινηματογράφου έχουν εξελιχθεί πάρα πολύ και οι απαιτήσεις του κοινού γίνονται όλο και μεγαλύτερες, για πιο αληθοφανή εφέ, πιο αληθοφανή σενάρια και μια πιο σοβαρή οπτική σε ότι έχει να κάνει με σούπερ ήρωες. Τι είναι όμως αυτό που κάνει μια ταινία του 1978 να θεωρείται από πολλούς μέχρι σήμερα, η κορυφαία ταινία βασισμένη σε ένα χάρτινο υπερήρωα; Η απάντηση είναι απλή κατ’ εμέ. Η ψυχή της.
Ο Superman του 1978 μάς ταξιδεύει από τον πλανήτη Κρύπτον, στα λιβάδια του Κάνσας και του Σμόλβιλ, στον Βόρειο Πόλο και μετά από περιήγηση σχεδόν μιας ώρας, στη Μητρόπολη, με έναν πολύ προσεγμένο σχεδιασμό αλλά και με σκηνές γεμάτες συγκινησιακή φόρτιση. Οι στιγμές που ο Τζορ-Ελ αποχαιρετά το μοναχογιό του και η σκηνή που η Μάρθα Κεντ στέκεται αγκαλιασμένη με τον δικό της πλέον γιο, πριν αυτός αναχωρήσει για την αναζήτηση της πραγματικής του ταυτότητας, είναι σκηνές απίστευτα δυνατές, που εκπέμπουν σεβασμό, τόσο στο κινηματογραφικό κοινό όσο και στο κοινό των κόμικς του πρώτου υπερ-ήρωα.
Ο Ρίτσαρντ Ντόνερ έστησε το φιλμ του περίτεχνα, χωρίς βιασύνη, κάνοντας το κοινό να ανυπομονεί για την εμφάνιση του Σούπερμαν, αλλά αυτή η ανυπομονησία ήταν τόσο όμορφη όσο και η στιγμή που ο Κρίστοφερ Ριβ ξεπροβάλει για πρώτη φορά με την περίφημη μπλε και κόκκινη στολή και μας χαρίζει την πρώτη πτήση του ανθρώπου από ατσάλι. Κάπου εκεί γράφεται μια ιδιαίτερη σελίδα κινηματογραφικής ιστορίας, που θέλει έναν άσημο μέχρι τότε ηθοποιό να γίνεται κάτι παραπάνω από αναγνωρίσιμος μέσα σε μία νύχτα, σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο Κρίστοφερ Ριβ, γίνεται ο παντοτινός Σούπερμαν, η απόλυτη ενσάρκωση του υπερανθρώπου στα μάτια εκατομμυρίων κινηματογραφόφιλων και μη. Ακόμα και σήμερα, μετά τον συμπαθέστατο Χένρι Κάβιλ του Man Of Steel, των εξαιρετικών οπτικών εφέ, που δε μπορούν να συγκριθούν ούτε στο ελάχιστο με τα εφέ του 1978, η μορφή του Κρίστοφερ Ριβ στέκεται αγέρωχα στην κορυφή του Ολύμπου των υπερηρώων και μοιάζει δύσκολο κάποιος να τον ρίξει από εκεί. Καλύτεροι ηθοποιοί από τον Ριβ φόρεσαν στολές υπερηρώων (Bale- Μπάτμαν, Downey Jr- Iron Man), η ταύτιση όμως του Ριβ με τον Σούπερμαν είναι κάτι μοναδικό.
Η επιτυχία του Superman όμως, δεν οφείλεται μόνο στην εξαιρετική επιλογή του πρωταγωνιστή και στην έξυπνη σκηνοθεσία του Ντόνερ. Η συμμετοχή του Μάρλον Μπράντο, παρότι μικρή χρονικά, δίνει πόντους στο φιλμ ενώ ο τεράστιος Τζην Χάκμαν δίνει με τη σειρά του έξτρα πόντους, ως Λεξ Λούθορ. Ο Λούθορ του Χάκμαν, ίσως μοιάζει σήμερα εύκολα ξεπερασμένος και ίσως ποτέ δεν έπεισε ως νέμεσις του Σούπερμαν αλλά μην ξεχνάμε ότι υπήρχε διαφορετική οπτική και στα κόμιξ της εποχής, με τη διάθεση να είναι ακόμα τότε περισσότερο ανάλαφρη απ’ ότι πχ. μια δεκαετία μετά ή ακόμα περισσότερο σήμερα. Η Μάργκο Κίντερ στο ρόλο της Λόις μοιάζει να έχει χημεία με τον Ριβ, με κορυφαία τους στιγμή την πτήση πάνω από τη Μητρόπολη, με τη συνοδεία του περίφημου πλέον μουσικού κομματιού του Τζον Γουίλιαμς, “Can You Read My Mind?”.
Πάσα λοιπόν, για την αξεπέραστη μουσική του Τζον Γουίλιαμς και το επικό θέμα του Σούπερμαν. Άρρηκτα συνδεδεμένο το έργο του Τζον Γουίλιαμς με τη μορφή αλλά και την ψυχοσύνθεση του ανθρώπου από ατσάλι, σε απογειώνει και σε κρατάει ψηλά ακόμα και όταν η μουσική τελειώνει. Ακούγοντας το θέμα του Τζον Γουίλιαμς νιώθεις δυνατός, νιώθεις ότι πρέπει να κάνεις πράγματα, νιώθεις μια απίστευτη ψυχική ανάταση και κλείνοντας τα μάτια σου “πετάς”. Δε θα μπορούσε να έχει υπάρξει καλύτερο μουσικό θέμα από αυτό του Γουίλιαμς, τόσο μοναδικά ταιριαστό, για το συγκεκριμένο φιλμ.
Ακόμα κι αν ο Superman έχει μικρές ατέλειες, τις οποίες εντοπίζεις κυρίως στους δευτερεύοντες ρόλους και σε κάποια σημεία της πλοκής του, μοιάζουν “λίγες” μπροστά στο μεγαλείο αυτού του φιλμ και δε μπορούν να μειώσουν την αξία του, στο ελάχιστο. Κορυφαία στιγμή για τον κινηματογράφο (όχι μόνο) του φανταστικού, μοιάζει σήμερα σαν κάτι παραπάνω από μια “μεγάλη” κινηματογραφική ταινία. Είναι σαν ένα ταξίδι παιδικών ονείρων σε ένα κόσμο που μοιάζει αληθινός αλλά δεν είναι. Είναι κάτι καλύτερο. Είναι φανταστικός. Στο παιδί που κρύβουμε μέσα μας (ιδιαίτερα στο παιδί που μεγάλωνε στη δεκαετία του ’80), βρίσκεται καλά φυλαγμένος αυτός ο φανταστικός κόσμος και όταν νιώθουμε ότι ο παράλογος αληθινός κόσμος μας κουράζει, επιστρέφουμε σε αυτόν. Σε αυτόν τον κόσμο που κατοικεί ένας χαμογελαστός (υπερ)άνθρωπος που μας έκανε να πιστέψουμε ότι “ένας άνθρωπος μπορεί να πετάξει”.
Βαθμολογία: