1913. Βουδαπέστη, στην καρδιά της Ευρώπης. Η νεαρή Ίρις Λάιτερ φτάνει στη Βουδαπέστη ελπίζοντας να εργαστεί ως καπελού στο θρυλικό κατάστημα που κάποτε ανήκε στους γονείς της. Παρόλα αυτά, ο νέος ιδιοκτήτης Όσκαρ Μπριλ δεν δέχεται να την προσλάβει. Eκείνη τη στιγμή γίνονται στο κατάστημα προετοιμασίες για να υποδεχτεί πολύ σημαντικούς επισκέπτες, και ένας άνδρας προσεγγίζει την Ίρις αναζητώντας κάποιον Κάλμαν Λάιτερ, για τον οποίο -και παρόλο που φέρει το ίδιο επώνυμο με εκείνην- η Ίρις δεν έχει ακούσει ποτέ τίποτε. Αρνούμενη να φύγει από την πόλη, η Ίρις αρχίζει να αναζητά τον Κάλμαν Λάιτερ, τον μοναδικό της συνδετικό κρίκο με το χαμένο της παρελθόν. Η αναζήτηση της τη φέρνει μακριά από τα λαμπερά φώτα του καταστήματος Λάιτερ, στους σκοτεινούς δρόμους μιας Βουδαπέστης που αρχίζει να αντανακλά την αναστάτωση ενός πολιτισμού που ετοιμάζεται να βυθιστεί στο χάος.
Σκηνοθεσία:
Laszlo Nemes
Κύριοι Ρόλοι:
Juli Jakab … Irisz Leiter
Vlad Ivanov … Oszkar Brill
Evelin Dobos … Zelma
Marcin Czarnik … Sandor
Levente Molnar … Gaspar
Christian Harting … Otto von Konig
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Laszlo Nemes, Clara Royer, Matthieu Taponier
Παραγωγή: Gabor Rajna, Gabor Sipos
Μουσική: Laszlo Melis
Φωτογραφία: Matyas Erdely
Μοντάζ: Matthieu Taponier
Σκηνικά: Laszlo Rajk
Κοστούμια: Gyorgyi Szakacs
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Napszallta
- Ελληνικός Τίτλος: Δύση Ηλίου
- Διεθνής Τίτλος: Sunset
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας. Βραβείο FIPRESCI.
- Επίσημη πρόταση της Ουγγαρίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.
Παραλειπόμενα
- Η νεαρή πρωταγωνίστρια Juli Jakab επιλέχτηκε ανάμεσα σε χίλιες ουγγαρέζες ηθοποιούς.
Κριτικός: Δημήτρης Κωνσταντίνου-Hautecoeur
Έκδοση Κειμένου: 27/2/2019
Δεύτερη κινηματογραφική απόπειρα του ούγγρου Laszlo Nemes, μετά τον προ τετραετίας Γιο του Σαούλ -μια ταινία τεχνικά άρτια και τολμηρή, που κατ’ εμέ δεν επέδειξε κάτι αληθινά καινοτόμο πέραν της βασικής σκηνοθετικής της προσέγγισης. Η Δύση Ηλίου φέρει ολοφάνερα την υπογραφή του Nemes. Χωρίς το στενό (4:3) κάδρο του Σαούλ, αλλά με εξίσου ασφυκτικό αποτέλεσμα, η κάμερα ακολουθεί ακούραστα την ηρωίδα σε εμμονικά κοντινά και ο μοντέρ (και συν-σεναριογράφος) Matthieu Taponier αποφεύγει όσο μπορεί να επέμβει με cuts, δίνοντας τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στη χορογραφία της κάμερας, των ηθοποιών και των κομπάρσων. Ο Nemes είναι σαφέστατα ένας εκπληκτικός τεχνικά σκηνοθέτης, ένας τελειομανής ενορχηστρωτής μιας πολυσύνθετης οπτικής ορχήστρας. Το ερώτημα, αναπόφευκτα, είναι κατά πόσον η διακριτή, ιδιοσυγκρασιακή του προσέγγιση βρίσκεται στην υπηρεσία ενός νοηματικού υποβάθρου που τη δικαιολογεί. Κι εδώ τα πράγματα είναι μάλλον ανοιχτά προς συζήτηση.
Από τη μία, δεν μπορείς ακριβώς να τον κατηγορήσεις για μανιερίστικη επανάληψη, μιας και το διαφορετικό χρονικό πλαίσιο της αφήγησης (ευτυχώς) την απομακρύνει από τον βρώμικο ρεαλισμό του Σαούλ προς μια εντονότερη αίσθηση μυθοπλασίας. Ωστόσο, προσωπικά εξακολουθώ να μην έχω πειστεί πλήρως σχετικά με την «καλλιτεχνικότητα» του οράματος έναντι μιας ενδεχομένως αυτάρεσκης τεχνοκρατικότητας. Αν μη τι άλλο, η υπερβολική εστίαση στην τεχνική λεπτομέρεια επισκιάζει την ιστορία με ένα πέπλο κινηματογραφικής επιτήδευσης που περιορίζει την καθαρή αφηγηματική της δύναμη. Όπως κι ο Γιος ο Σαούλ, προσφέρει μια ακόμη ενδιαφέρουσα ματιά πάνω στην ιστορική φρίκη και μια κινηματογραφική εμπειρία που αξίζει αναμφίβολα να βιωθεί. Μα το κατά πόσον ο Nemes αποτελεί τον νέο μεγάλο auteur του ευρωπαϊκού σινεμά, δεν είμαι σίγουρος αν μπορούμε το πούμε με βεβαιότητα μέχρι να δούμε τουλάχιστον και το επόμενο βήμα του.
Βαθμολογία: