Καλοκαίρι με τη Μόνικα
- Sommaren med Monika
- Summer with Monika
- 1953
- Σουηδία
- Σουηδικά
- Αισθηματική, Δραματική, Ερωτική, Νεανική
O Χάρι Λουντ, δεκαεννιά χρονών, δουλεύει σε μια αποθήκη γυαλικών και πορσελάνης. Η Μόνικα, δεκαεπτά χρόνων, σε μια αποθήκη λαχανικών. Η Μόνικα είναι μια χαρούμενη νεαρή κοπέλα και όταν γνωρίζεται με τον Χάρι σε ένα καφέ αρχίζουν να κουβεντιάζουν και σιγά σιγά ερωτεύονται. Αποφασίζουν να αφήσουν πίσω τους τις μίζερες ζωές τους και τα σπίτια τους, και παίρνουν μια βάρκα να φύγουν για να περάσουν κάποιες ρομαντικές βραδιές κάτω από τα αστέρια. Σύντομα, όμως, η ευδαιμονία τους αρχίζει να ραγίζει όταν ξεμένουν από φαγητό και αναγκάζονται να γυρίσουν στο εχθρικό περιβάλλον των σπιτιών τους.
Σκηνοθεσία:
Ingmar Bergman
Κύριοι Ρόλοι:
Harriet Andersson … Monika Eriksson
Lars Ekborg … Harry Lund
John Harryson … Lelle
Georg Skarstedt … Κος Lund
Dagmar Ebbesen … Κα Lindstrom
Ake Fridell … Ludwig Eriksson
Naemi Briese … Κα Eriksson
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Per Anders Fogelstrom, Ingmar Bergman
Παραγωγή: Allan Ekelund
Μουσική: Erik Nordgren
Φωτογραφία: Gunnar Fischer
Μοντάζ: Tage Holmberg, Gosta Lewin
Σκηνικά: P.A. Lundgren
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Sommaren med Monika
- Ελληνικός Τίτλος: Καλοκαίρι με τη Μόνικα
- Διεθνής Τίτλος: Summer with Monika
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Monika
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Monika, the Story of a Bad Girl
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Sommaren med Monika του Per Anders Fogelstrom.
Παραλειπόμενα
- Μαζί με το Η Λίμνη των Πειρασμών (1951) καθιέρωσαν την εικόνα της Σουηδίας ως μια σεξουαλικά απελευθερωμένη χώρα. Αυτές οι ταινίες ήταν η έναρξη ενός κινήματος με τον τίτλο Το Σουηδικό Καλοκαίρι του Έρωτα.
- Η ταινία έκανε αυτόματα αστέρι την 21χρονη Harriet Andersson (μια ανακάλυψη του δανού χορογράφου και θεατρικού σκηνοθέτη Sven Aage Larsen), ενώ ήταν η σχέση της με τον Bergman που τον οδήγησε να γυρίσει μια ταινία όλη πάνω της. Η σχέση τους δεν διήρκεσε πολύ, αλλά συνέχισαν να συνεργάζονται επί χρόνια.
- Ο “πονηρός” παραγωγός Kroger Babb αγόρασε τα δικαιώματα για να προβάλλει την ταινία στις ΗΠΑ. Για να τονίσει το σεξουαλικό στοιχείο, τη μετονόμασε ως Monika, the Story of a Bad Girl και στο μοντάζ την έφτασε στα 62 λεπτά, επικεντρωμένος στο γυμνό. Παραμένει ως σήμερα η ταινία που έχουν δει οι περισσότεροι Αμερικανοί από Bergman.
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 5/12/2022
Η δεκαεπτάχρονη Μόνικα (Harriet Andersson) δουλεύει σε ένα παντοπωλείο στο κέντρο της Στοκχόλμης. Μια μέρα συναντά τον Χάρι (Lars Ekborg), έναν νεαρό υπάλληλο αποθήκης. Ερωτεύονται αμέσως. Όταν η Μόνικα μαλώνει με τον βάναυσο πατέρα της, παρακαλεί τον Χάρι να τη φιλοξενήσει. Της αντιπροτείνει να φύγουν με το σκάφος του και να περάσουν το καλοκαίρι σε ένα απομακρυσμένο νησί στο αρχιπέλαγος της Στοκχόλμης. Όμως οι ρομαντικές διακοπές σύντομα τελειώνουν. Έρχεται το φθινόπωρο, οι προμήθειες τελειώνουν και η Μόνικα είναι έγκυος. Το άγουρο ζευγάρι αναγκάζεται να επιστρέψει στη Στοκχόλμη για να ανταποκριθεί στις ευθύνες του…
Το «Καλοκαίρι με τη Μόνικα» είναι η πρώτη σημαντική ταινία του Bergman, και ανήκει στην περίοδο που ονομάστηκε «Μπεργκμανικό Καλοκαίρι». Βασίζεται σε ένα μυθιστόρημα του Per Anders Fogelstrom και αποτελεί μια από τις πιο απλές, προσιτές αλλά και πιο όμορφες ταινίες του σουηδού σκηνοθέτη. Εδώ, σε πλήρη αντίθεση με το μεταγενέστερο έργο του, o Bergman δεν ασχολείται με βαθυστόχαστες αναλύσεις φιλοσοφικών ή ψυχολογικών ζητημάτων. Φαινομενικά έχουμε μια ανάλαφρη ταινία που μιλά για το καλοκαίρι, τα νιάτα, τον έρωτα. Ωστόσο, κάτω από την επίπλαστη απλότητα και τη φαινομενική αφέλεια υποβόσκει μια μάλλον ενστικτώδης, παρά διανοητική, απεικόνιση των ανθρώπινων σχέσεων. Ο θεατής παραδίδεται συναισθηματικά και αναγκάζεται να σκεφτεί ένα από τα βαθύτερα μυστήρια της ζωής: τη φύση του έρωτα.
Η αφήγηση εκκινεί από το εφηβικό φλερτ της άνοιξης, περνά στο ερωτικό κρεσέντο του καλοκαιριού, για να καταλήξει στο φθινοπωρινό αδιέξοδο. Ο Χάρι και η Μόνικα ανακαλύπτουν την ελευθερία και για λίγο ζουν με την ψευδαίσθηση ότι η αγάπη τους είναι διαφορετική, απρόσβλητη, άφθαρτη. Ονειρεύονται να μεγαλώνουν και να μη δεσμεύονται, να μη συμμορφώνονται με τον κόσμο από τον οποίο έχουν αποδράσει προσωρινά. Αλλά ο γάμος τους αλλάζει τα πάντα. Είναι το τέλος της εξέγερσης και η αρχή μιας ζωής που δεν ήθελαν ποτέ. Οι ευθύνες και η φτώχεια διαβρώνουν σιγά-σιγά τη σχέση τους.
Η ταινία διερευνά δύο θέματα που επαναλαμβάνονται σε μεγάλο μέρος του έργου του Bergman. Το ένα είναι η σύγκρουση μεταξύ των γενεών, η αναπόφευκτη εξέγερση των νέων ενάντια στην τυραννία των προγόνων τους. Ο ίδιος ο Bergman είχε μια δύσκολη σχέση με τον πατέρα του, έναν αυστηρό λουθηρανό πάστορα, κάτι που μάλλον εξηγεί και την υπεροχή των γυναικείων χαρακτήρων στις ταινίες του. Η δεύτερη είναι η ιδέα της δυαδικότητας, δείχνοντάς μας τις δυο αντίθετες πλευρές της ανθρωπότητας, τα δύο μισά που συνθέτουν και τον καθένα μας.
Πράγματι οι δυο ήρωες αποτελούν ασύμβατα, αρχετυπικά σύμβολα. Η Μόνικα είναι μια εργάτρια από πολύ φτωχή οικογένεια. Κατοικεί σε ένα μικρό διαμέρισμα μαζί με τη μητέρα, τον αλκοολικό πατέρα της και τα μικρότερα αδέλφια της που δεν την αφήσουν στιγμή σε ησυχία. Είναι ενστικτώδης, παρορμητική, επιπόλαιη. Στη δουλειά δέχεται σεξουαλική παρενόχληση, που αφήνεται να εννοηθεί ότι δεν την αποκρούει πάντα. Δεν είναι ιδιαίτερα όμορφη, αλλά εκπέμπει ζωώδη ερωτισμό. Αντίθετα, ο Χάρι ζει σε ένα μεγαλύτερο σπίτι με τον άρρωστο πατέρα του, ενώ έχασε τη μητέρα του όταν ήταν παιδί. Είναι ήρεμος, προσεκτικός, εργατικός, ερωτικά άπειρος. Βρίσκει δουλειά και θα σπουδάσει μηχανικός για να ξεφύγει από την ανέχεια. Η Μόνικα έλκεται από τον ευγενικό Χάρι, καθώς δεν την αντιμετωπίζει ως σεξουαλικό αντικείμενο, όπως οι υπόλοιποι άντρες. Ωστόσο η ίδια δεν έχει αναστολές και θα χρησιμοποιήσει κάθε μέσο για να επιβιώσει. Χωρίς δισταγμό παραβιάζει ένα σπίτι για να κλέψει φαγητό. Για να αγοράσει ένα ακριβό παλτό στρέφεται σε άντρες από τους οποίους προσπαθούσε να ξεφύγει. Η Μόνικα αντιπροσωπεύει τη γήινη, σαρκική πλευρά της ανθρωπότητας, ο Χάρι αποτελεί την εξευγενισμένη, πνευματική πλευρά της.
Ένα από τα πιο ελκυστικά στοιχεία της ταινίας είναι η αισθησιακή ομορφιά των εικόνων της, που αγγίζει τα όρια της οπτικής ποίησης. Η φωτογραφία του Gunnar Fischer παρουσιάζει το αρχιπέλαγος της Στοκχόλμης σαν αιθέριο παράδεισο φωτός και σκιάς. Οι μακρές πανοραμικές λήψεις είναι μεθυστικές, με την αχνή ομίχλη και το διάχυτο φως να διατρέχουν το νησιωτικό τοπίο. Υπάρχει μια αίσθηση καθαρότητας και ελευθερίας που διαλύει προσωρινά τη ζοφερή χροιά του αστικού τοπίου. Όταν η Μόνικα τρέχει γυμνή προς την ακτή, ο θεατής συναισθάνεται την ευφορία της, καθώς για πρώτη φορά νοιώθει απελευθερωμένη από όλα τα δεσμά της.
Η επίδραση προγενέστερων κινηματογραφικών κινημάτων στον Bergman είναι εμφανής σε όλη την ταινία. Στο αστικό τοπίο υπάρχουν αποχρώσεις του ιταλικού νεορεαλισμού, ενώ στο νησιωτικό τοπίο υπάρχουν προφανείς αναφορές στον γαλλικό ποιητικό ρεαλισμό. Η ίδια η ταινία αποδείχτηκε εξαιρετικά επιδραστική, με το μοντερνιστικό και εντυπωσιακό οπτικό στυλ της να επηρεάζει τους σκηνοθέτες του γαλλικού Νέου Κύματος.
Το σενάριο της ταινίας είναι αντικομφορμιστικό και αντισυμβατικό στον τρόπο που χτίζει τους χαρακτήρες: η Μόνικα ξεφεύγει εντελώς από την παραδοσιακή αναπαράσταση των γυναικών στο σινεμά. Δεν είναι ούτε μοιραία γυναίκα, ούτε πρότυπο πίστης, υπομονής και αυτοθυσίας. Ο χαρακτήρας της δεν είναι προσπελάσιμος και αναγνώσιμος, ο θεατής δεν καταλαβαίνει τη συμπεριφορά της, η ταινία δεν εξηγεί τις επιλογές της και δεν δίνει οριστικές λύσεις.
Ο Bergman, αφού πρώτα οδηγεί τον θεατή στο να κατακρίνει την ηρωίδα, ως άπιστη σύζυγο και κακή μητέρα, στη συνέχεια τον αποζημιώνει με ένα από τα πιο ιδιοφυή και συγκλονιστικά πλάνα στην ιστορία του σινεμά. Σε ένα καφέ, η Μόνικα φλερτάρει με έναν νεαρό. Ξαφνικά το θολωμένο βλέμμα της στρέφεται προς την κάμερα, το φόντο σκοτεινιάζει και το πρόσωπο της μεταφέρεται εκτός πραγματικού τόπου και χρόνου. Η Μόνικα κοιτάζει κατάματα τον θεατή, για αρκετά δευτερόλεπτα, αντιστρέφοντάς του το βλέμμα και την ευθύνη, μοιάζοντας να του λέει: «Ποιος είσαι εσύ που θα με κρίνεις;».
Βαθμολογία: