Στέλλα
- Στέλλα
- Stella
- 1955
- Ελλάδα
- Ελληνικά
- Αισθηματική, Δραματική
- 21 Νοεμβρίου 1955
Η Στέλλα είναι τραγουδίστρια στο κέντρο «Παράδεισος», που διευθύνει η Μαρία, και έχει δεσμό με τον Αλέκο, γόνο πλούσιας οικογένειας. Για μία ακόμη φορά, αυτή θα είναι που θα θέσει τέρμα στον δεσμό τους, πριν να έρθει η φθορά. Ο Αλέκος όμως θα σκοτωθεί σ’ ένα δυστύχημα. Η Στέλλα έπειτα αρχικά θα αποφύγει τη στενή πολιορκία του ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού, Μίλτου. Αργότερα, θα υποκύψει στη γοητεία του. Αλλά θα θέσει τους δικούς της όρους προκειμένου να συνεχιστεί η σχέση τους.
Σκηνοθεσία:
Μιχάλης Κακογιάννης
Κύριοι Ρόλοι:
Μελίνα Μερκούρη … Στέλλα
Γιώργος Φούντας … Μίλτος
Αλέκος Αλεξανδράκης … Αλέκος
Βούλα Ζουμπουλάκη … Αννέτα
Διονύσης Παπαγιαννόπουλος … Μήτσος
Σοφία Βέμπο … Μαρία
Χριστίνα Καλογερίκου … η μητέρα του Μίλτου
Κώστας Κακκαβάς … Αντώνης
Τασσώ Καββαδία … η αδελφή του Αλέκου
Νίτσα Παππά … Ευτέρπη
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Μιχάλης Κακογιάννης
Παραγωγή: Βασίλης Λαμπίρης, Σωτήρης Μήλας
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Φωτογραφία: Κώστας Θεοδωρίδης
Μοντάζ: Γιώργος Τσαούλης
Σκηνικά: Βλάσης Κανιάρης, Γιάννης Τσαρούχης
Κοστούμια: Θεώνη Βαχλιώτη
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Στέλλα
- Διεθνής Τίτλος: Stella
Σεναριακή Πηγή
- Θεατρικό: Η Στέλλα με τα Κόκκινα Γάντια του Ιάκωβου Καμπανέλλη.
Κύριες Διακρίσεις
- Χρυσή Σφαίρα ξενόγλωσσης ταινίας.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών.
- Βραβείο καλύτερης ταινίας ρετροσπεκτίβας στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
- Επίσημη πρόταση της Ελλάδας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.
Παραλειπόμενα
- Πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση τόσο της Μελίνας Μερκούρη, όσο και του Κώστα Κακκαβά.
- Ο ίδιος ο σκηνοθέτης κάνει ένα πέρασμα ως καλεσμένος γάμου.
- Στο φεστιβάλ των Κανών, η ταινία θεωρούνταν πρώτο φαβορί, μαζί και η ερμηνεία της Μερκούρη για το ανάλογο βραβείο. Η ήττα της προκάλεσε εσωτερική διαμάχη στην κριτική επιτροπή, και ένα από τα μέλη, η Isa Miranda, έδωσε ένα ειδικό βραβείο στη Μερκούρη, με το όνομα της ίδιας.
- Παρότι πήγε καλά στα ταμεία (134.142 εισιτήρια), υπήρξε η τελευταία ταινία της εταιρίας Μήλας Φιλμ.
- Οι κριτικές στην εποχή της ήταν είτε διθυραμβικές, είτε απαξιωτικές. Με τα χρόνια, θεωρείται μία εκ των καλύτερων ελληνικών ταινιών που γυρίστηκαν ποτέ.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Τέσσερα είναι τα τραγούδια που ακούγονται, με πλέον διάσημο το Αγάπη που ‘Γινες Δίκοπο Μαχαίρι (με τη Μελίνα Μερκούρη). Τα άλλα τρία είναι τα: Εφτά Τραγούδια θα σου Πω (με τη Βούλα Ζουμπουλάκη), Ο Μήνας Έχει 13, Το Φεγγάρι Είναι Κόκκινο (αμφότερα με τη Σοφία Βέμπο).
Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος
Έκδοση Κειμένου: 25/4/2010
Με αναφορά στην ατίθαση «Κάρμεν» του Μπιζέ, ο Μιχάλης Κακογιάννης, πάνω σε θεατρικό του Ιάκωβου Καμπανέλλη διασκευασμένο από τον ίδιον, έδωσε μια ταινία-φετίχ που η αύρα της της εξασφάλισε μια Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας και στις Κάνες μια υποψηφιότητα για καλύτερη ταινία. Το άγριο θηλυκό που η δίψα της για πάθος συναγωνίζεται τη δίψα της για ελευθερία επί ίσης όροις με τον άντρα, σφραγίστηκε με έναν τρόπο cult, από την ερμηνεία της Μελίνας Μερκούρη, σε έναν ρόλο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της οιστριονικής της ιδιοσυγκρασίας. Αγάπη πού ‘γινες δίκοπο μαχαίρι… Μαζί, περνάει απ’ το φιλμ μια παλιά Ελλάδα που δονείται από το μεσογειακό ταμπεραμέντο, λίγο πριν αυτό τουριστικοποιηθεί.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 31/3/2021
Τις δεκαετίες που θα ακολουθούσαν, οι κωμωδίες των μεγάλων ελληνικών στούντιο της εποχής θα επέβαλαν μια απροκάλυπτα συντηρητική στη φύση της (ακόμη κι όταν φαινομενικά κάποια φιλμ «έγερναν» πιο αριστερά σε όσα είχαν να πουν από άλλα) αισθητική και ιδεολογική ηγεμονία της μούτας, της ατάκας, της καρικατούρας και άλλων παρόμοιων γνωρισμάτων, που θα επιβίωνε διαχρονικά και θα μεταλλασσόταν από γενιά σε γενιά, με παρενέργεια τη λαϊκή απαξίωση των ονομάτων με διακριτό καλλιτεχνικό στίγμα που θα αναδεικνύονταν στον εγχώριο κινηματογράφο μετά τη Μεταπολίτευση (Αγγελόπουλος, Παναγιωτόπουλος, Λιάππα κ.α.) ως «ψευτοκουλτούρα». Επειδή όμως ο αγώνας για την καταχώρηση στη φιλμική ιστορία είναι μαραθώνιος και όχι σπριντ, η δικαίωση για τους δημιουργούς αυτούς ήρθε από την εξέλιξη του σινεμά κανονιστικά κι αισθητικά εν Ελλάδι και πανευρωπαϊκά, η οποία, όπως είναι φυσικό, κράτησε αυτά που έπρεπε από τους ίδιους και παραμέρισε οτιδήποτε αναλώσιμο.
Το 1955, ωστόσο, συνέβη κάτι απρόσμενο και σπάνιο: εμπορική απήχηση και καλλιτεχνική αξία ευθυγραμμίστηκαν, σε μια ελληνική δημιουργία που θα αγκαλιαζόταν από το κοινό, τη διεθνή κριτική (η εγχώρια θα διχαζόταν) και τις βραβεύσεις του εξωτερικού. Το όνομα αυτής: «Στέλλα». Και πέραν του αυτούσια πελώριου δραματουργικού εκτοπίσματος του κειμένου, από το χρονικό σημείο της κυκλοφορίας του φιλμ κι έπειτα θα έμπαιναν ιδιαίτερα γερές βάσεις για ένα φεμινιστικό υπόδειγμα ασύλληπτο για τα δεδομένα της Έβδομης Τέχνης την εποχή εκείνη, προ σεξουαλικής απελευθέρωσης της δεκαετίας του 1960 και από μια χώρα με πολύ συγκεκριμένου τύπου αντιλήψεις εκείνη την περίοδο για τη θέση της γυναίκας στο πλαίσιο της κοινωνίας. Η κεντρική ηρωίδα αποτελεί αναμφίβολα μια από τις πιο πολύπλοκες σε ψυχοσύνθεση φιγούρες στην ιστορία της εγχώριας κινηματογραφίας (sic). Μεγάλη μερίδα της κριτικής προσδίδει στη Στέλλα συμβολικές διαστάσεις, ως μια ενσάρκωση της χειραφέτησης και της ατομικής ελευθερίας και μια αλληγορική αναπαράσταση μιας Ελλάδας που δεν ανήκει στο κυρίαρχο πολιτικό αφήγημα της περιόδου και που λαχταρά να αποτινάξει την καταπίεση που νιώθει τόσο από το εσωτερικό όσο κι έξωθεν, κι ενώ πράγματι οι συγκεκριμένες ερμηνείες μοιάζουν να έχουν βάση ελέω κάποιων κομβικών σκηνών (χαρακτηριστικό παράδειγμα ο αστυνομικός/χωροφύλακας που επιθεωρεί έξω στον δρόμο, κάτω ακριβώς από το διαμέρισμα της Στέλλας ενώ η ίδια κάνει έρωτα με τον Μίλτο), ταυτόχρονα αδικούν την ψυχογραφηματική φύση του σεναρίου και την ολοκληρωμένη δραματουργική υπόσταση της πρωταγωνίστριας. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι ερμηνείες, λειτουργώντας τόσο ως αρχέτυπα όσο και ως μελέτες χαρακτήρων. Κι ενώ στο πρόσωπο μιας μνημειώδους Μερκούρη, γεμάτης ζωτικότητα, ανεπιτήδευτο ερωτισμό, με αίσθηση του χιούμορ εκεί που πρέπει αλλά και με μια έμφυτη, σπαρακτική τραγικότητα εκδηλώνεται η γυναίκα που κοινωνικά ίσως να έχει δικαιωθεί ύστερα από δεκαετίες από συγκεκριμένες πολιτικές παρεμβάσεις, όμως στην πραγματικότητα ακόμη είναι ευάλωτη απέναντι σε ένα σύστημα που ευνοεί τον άντρα στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, ταυτόχρονα καθρεφτίζεται ένας απόλυτα ολοκληρωμένος χαρακτήρας, με συναρπαστικές αντιφάσεις, άκρως πληθωρικός και με ένα βάθος που ανταγωνίζεται αντίστοιχα ευρωπαϊκά παραδείγματα του τότε. Αριστεύουν και οι Φούντας και Αλεξανδράκης, με τον δικό τους τρόπο ο καθένας, φιλοτεχνώντας τις δύο πλευρές του νομίσματος της αρρενωπότητας της εποχής, ο μεν πρώτος ως ένας τυπικός εκπρόσωπος της καταπιεστικής και βίαιης έναντι τρίτων πλευράς αυτής της ιδιότητας, η οποία ενθαρρύνεται ταυτόχρονα από τον περίγυρό του και πιο συγκεκριμένα από τη μητέρα του (εξαιρετικά εύστοχη πινελιά ο τονισμός της διαιώνισης της πατριαρχίας από μια γυναίκα), ο δε δεύτερος ως ένα θύμα του συστήματος που τον θέλει να συμπεριφέρεται σύμφωνα με πολύ συγκεκριμένα πρότυπα ελέω φύλου και προνομιούχας τάξης και που καταρρέει κάτω από αυτή την ψυχολογική πίεση.
Η πιο ουσιώδης σύνοψη της πολυσύνθετης ψυχολογίας της Στέλλας σίγουρα βρίσκεται στο περίφημο φινάλε, που έχει χαραχθεί βαθιά στο συλλογικό υποσυνείδητο και την ποπ κουλτούρα της Ελλάδας. Γιατί δεν τρέχει να ξεφύγει από το μαχαίρι του Μίλτου ή έστω δέχεται συμβιβαστικά να παντρευτεί για να ψάξει με άλλον τρόπο να διαφύγει από τη συγκεκριμένη κατάσταση; Ελπίζει πως ακόμη και την τελευταία στιγμή θα καταφέρει με την αγάπη να μεταπείσει τον παραλίγο σύζυγό της ώστε να την αποδεχτεί για αυτό που είναι, κι επομένως να ανατρέψει έτσι εμμέσως τις δομές της κοινωνίας που την περιβάλλει; Παραδίδεται στον θάνατο μην μπορώντας να αποδεχτεί τον τρόπο που της επιβάλλει να ζει ο περίγυρός της; «Στρίβει το νόμισμα» έχοντας και τα δύο ανωτέρω σενάρια στο μυαλό της; Θέλει να τιμωρήσει τον πρώην αγαπημένο της εξωθώντας τον σε μια πράξη που θα τον βυθίσει σε μια αέναη εσωτερική κόλαση; Όποια και να είναι η απάντηση, είναι σίγουρο πως η εν λόγω κατακλείδα του δράματος, όσο κι αν διατυπώνει πως είναι αναπόδραστη και αμείλικτη η οργή της ιδιότυπης ελληνικής πατριαρχίας (της οποίας το αποτύπωμα είναι ορατό σε όλους σχεδόν τους χαρακτήρες, από τις γυναίκες που αδυνατώντας να συλλάβουν την προσωπική υπέρβαση της Στέλλας την καθυβρίζουν με χειρότερα λόγια από τους άντρες μέχρι τον υποτακτικό σερβιτόρο του Διονύση Παπαγιαννόπουλου που φοβισμένος υπακούει σε όλες τις εντολές του κυκλοθυμικού Μίλτου) πάνω σε όσους τολμήσουν να την αμφισβητήσουν, άλλο τόσο αφήνει ένα παράθυρο για τη μελλοντική ανατροπή της εκτός των στεγανών της ταινίας λόγω του συναισθηματικού αντίκτυπού της, στρέφοντας τον καθρέφτη στην πλευρά του κοινού.
Βάζοντας στην εξίσωση και τη χαρισματική σκηνοθετική ματιά του Κακογιάννη, που «μεταφράζει» άψογα στην ελληνική νοοτροπία τον ιταλικό νεορεαλισμό αναμειγνύοντας λαϊκότητα και υψηλή τέχνη, προσθέτοντας όμως αρμονικά στο σύνολο και απρόσμενες πινελιές όπως ένα φρενήρες μοντάζ σε δυο κομβικές σκηνές, πινελιές που δείχνουν ένα ταλέντο παγκόσμιας εμβέλειας (δεν είναι τυχαίο ότι το Χόλιγουντ θα τον αξιοποιούσε αργότερα για τον περίφημο «Αλέξη Ζορμπά»), η «Στέλλα» είναι χωρίς καμία αμφιβολία μια πολύτιμη κληρονομιά για ένα σινεμά που πέρασε από πολλά κύματα από άποψη πολιτικοκοινωνικών συγκυριών και όχι μόνο, ένα καινοτόμο βήμα μπροστά από την εποχή της με δύναμη ικανή να διαμορφώσει συνειδήσεις.
Βαθμολογία: