Χοντρός & Λιγνός
- Stan & Ollie
- Χοντρός και Λιγνός
- 2018
- Μ. Βρετανία
- Αγγλικά
- Βιογραφία, Δραμεντί, Εποχής, Ιστορική
- 24 Ιανουαρίου 2019
Με τη χρυσή εποχή τους ως βασιλιάδες της κωμωδίας στο Χόλιγουντ να ανήκει στο παρελθόν, οι εμβληματικοί Σταν και Όλι περιοδεύουν στη Μεγάλη Βρετανία σε μια απεγνωσμένη απόπειρα να δώσουν νέα πνοή στην καριέρα τους. Μετά από μια συγκρατημένη αρχή, αυτή η κωμική δύναμη της φύσης συγκεντρώνει ορδές θαυμαστών, καινούριων και παλιών, που γοητεύονται από τις ξεκαρδιστικές ερμηνείες των δύο θρύλων. Όμως, καθώς η περιοδεία πλησιάζει στο μεγάλο φινάλε, το δίδυμο αντιμετωπίζει απειλητικά φαντάσματα του κοινού παρελθόντος. Οι δύο άντρες που νιώθουν ότι το κύκνειο άσμα πλησιάζει, έχουν την ευκαιρία να ανακαλύψουν ξανά πόση αγάπη τρέφει ο ένας για τον άλλον.
Σκηνοθεσία:
Jon S. Baird
Κύριοι Ρόλοι:
Steve Coogan … Stanley ‘Stan’ Laurel
John C. Reilly … Oliver ‘Ollie’ Hardy
Shirley Henderson … Lucille Hardy
Nina Arianda … Ida Kitaeva Laurel
Danny Huston … Hal Roach
Rufus Jones … Bernard Delfont
Susy Kane … Cynthia Clark
Joseph Balderrama … James Horne
John Henshaw … Nobby Cook
Richard Cant … Harry Langdon
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Jeff Pope
Παραγωγή: Faye Ward
Μουσική: Rolfe Kent
Φωτογραφία: Laurie Rose
Μοντάζ: Una Ni Dhonghaile, Billy Sneddon
Σκηνικά: John Paul Kelly
Κοστούμια: Guy Speranza
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Stan & Ollie
- Ελληνικός Τίτλος: Χοντρός & Λιγνός
- Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Χοντρός και Λιγνός
Σεναριακή Πηγή
- Βιβλίο: Laurel & Hardy – The British Tours του ‘A.J.’ Marriot.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα πρώτου αντρικού ρόλου (John C. Reilly) σε κωμωδία/μιούζικαλ.
- Υποψήφιο για Bafta καλύτερης βρετανικής ταινίας, πρώτου αντρικού ρόλου (Steve Coogan) και μακιγιάζ/κομμώσεων.
Παραλειπόμενα
- Οι Steve Coogan και John C. Reilly ήταν οι πρώτες επιλογές για τους δύο ρόλους, τόσο για τον σεναριογράφο όσο και τον σκηνοθέτη.
- Για τις ανάγκες της ταινίας, ο ενδυματολόγος Guy Speranza και η ομάδα του δημιούργησαν πάνω από 2.000 κοστούμια που αναπαριστούν το Χόλιγουντ των 1930 και τη Μεγάλη Βρετανία των 1950.
- Ο John C. Reilly χρειάζονταν καθημερινά να περνάει τέσσερις ώρες στην καρέκλα του μακιγιάζ.
- Παρατηρήθηκαν αρκετές διαφορές σε σχέση με τα πραγματικά γεγονότα. Επιπλέον, ο χαρακτήρας του Νόμπι Κουκ είναι καθαρά μυθοπλαστικός.
- Η ταινία αφιερώθηκε στη Lois Laurel, κόρη του Stan Laurel, που το 2017 έφυγε από τη ζωή.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 26/3/2019
Τους αγαπήσαμε για το χαρακτηριστικό χιούμορ τους, κι αυτή την όμορφη αύρα που έβγαζαν ως ένα και οι δυο τους στο πανί. Τι παραπάνω θα ήθελε κανείς να μάθει για αυτό το φοβερό δίδυμο, πέρα φυσικά από όσα μας χάρισαν επί της οθόνης; Ενδιαφέρον θα είχε μια βιογραφία τους, που αιχμή φυσικά θα είχε τα χρόνια που έλαμπαν, αλλά θα μας μιλούσε και για τις ρίζες τους. Από την άλλη, μια και κάθε ενδιαφέρουσα ιστορία παράγει μια διδαχή, θα θέλαμε να τους ακούσουμε να μιλάνε για το απόφθεγμα της καριέρας τους, με πιο προσωπικούς κι εσωτερικούς όρους. Ο Jon S. Baird δεν κάνει τίποτα από τα δύο…
Παρακολουθούμε μια ιστορία ελαφρώς κουραστική μέχρι ενός σημείου, που βρίσκει όμως διέξοδο στη συγκίνηση και εντέλει κερδίζει ένα παιχνίδι χαμένο ως εκεί από χέρι. Έτσι, πιάνει τόπο και η ανατριχιαστική ομοιότητα που πετυχαίνουν οι Steve Coogan, John C. Reilly, σε σημείο να νομίζουμε ότι βλέπουμε τους αληθινούς κι όχι τους ενσαρκωτές τους. Όμως, αυτά απλά υπάρχουν για να διασκεδαστεί η αποτυχία μιας άστοχης και τόσο, μα τόσο επιφανειακής προσέγγισης της ανθρώπινης πλευράς του Χοντρού και του Λιγνού. Ακόμα και η επιμονή του έργου σε έναν δραμεντί χαρακτήρα, όπου οι δύο ήρωες αναπαράγουν στη ζωή τους αυτά που έκαναν και στη σκηνή, μοιάζει επιτηδευμένη προσπάθεια για να μας κερδηθεί η συμπάθεια, κι ως φόβος μην αντιμετωπίσουμε κάτι που ίσως μας χαλάσει την «εκτός χορού» χαρούμενη εικόνα που έχουμε για αυτούς.
Ποιοι ήταν λοιπόν αυτοί οι άνθρωποι; Δεν θα το μάθουμε ούτε από βιογραφικής άποψης, ούτε όμως και αυτής των εσώψυχων τους. Η ιστορία κάνει χάρες σε όσους θέλουν το τρομερό δίδυμο να μείνει στον νου τους όπως τους έχουν φανταστεί, κι ελάχιστα, μέσω συγκίνησης, να αισθανθεί ότι πίσω από τις κάμερες ήταν άνθρωποι με ξεχωριστό από τον -μόνιμα ίδιο- κινηματογραφικό ρόλο τους χαρακτήρα, πόνους, πόθους και σκέψεις. Πιο πολύ, φοβάμαι, ότι μπορείς να το δεις ως μια νέα μυθοπλαστική προσέγγιση επί του κωμικού αυτού φαινομένου, παρά ως κάτι που ανταποκρίνεται σε όσα δεν γνωρίζουμε για αυτούς.
Βαθμολογία: