Στάλκερ
- Stalker
- 1979
- ΕΣΣΔ
- Ρωσικά
- Δραματικό Θρίλερ, Επιστημονικής Φαντασίας, Σινεφίλ
Στη Ρωσία του μέλλοντος, ένας καθηγητής κι ένας συγγραφέας προσπαθούν με την καθοδήγηση ενός στάλκερ να διασχίσουν την απαγορευμένη ζώνη. Σύμφωνα με τα λεγόμενα, είχε πέσει εκεί ένας μετεωρίτης και δημιούργησε ένα μέρος γνωστό ως «το δωμάτιο», όπου πραγματοποιούνται οι επιθυμίες των ανθρώπων.
Σκηνοθεσία:
Andrei Tarkovsky
Κύριοι Ρόλοι:
Aleksandr Kaydanovskiy … Stalker
Anatoliy Solonitsyn … ο συγγραφέας
Nikolay Grinko … ο καθηγητής
Alisa Freyndlikh … Zhena Stalkera
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Arkadiy Strugatskiy, Boris Strugatskiy, Andrei Tarkovsky
Παραγωγή: Aleksandra Demidova
Μουσική: Eduard Artemev
Φωτογραφία: Aleksandr Knyazhinskiy
Μοντάζ: Lyudmila Feyginova
Σκηνικά: Andrei Tarkovsky
Κοστούμια: Nelli Fomina
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Stalker
- Ελληνικός Τίτλος: Στάλκερ
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Roadside Picnic των Arkadiy Strugatskiy, Boris Strugatskiy.
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο οικουμενικής επιτροπής στο φεστιβάλ των Κανών.
Παραλειπόμενα
- Όταν ο Tarkovsky διάβασε το μυθιστόρημα Roadside Picnic (1972), άμεσα το πρότεινε στον φίλο του, Mikhail Kalatozov, για να το κάνει ταινία. Όμως, αυτός δεν κατάφερε να πάρει τα δικαιώματα του βιβλίου, κι ενώ η εμμονή του Tarkovsky ολοένα και μεγάλωνε για αυτό. Πίστευε ότι μπορεί να το συμμορφώσει με την κλασική αριστοτελική λογική, παρουσιάζοντας μία πράξη σε ένα σημείο μέσα στον ίδιο χρόνο.
- Το αρχικό υλικό πήγε στη Μόσχα το 1977, μετά από έναν χρόνο γυρισμάτων, αλλά όταν το είδαν έπειτα οι συντελεστές, αυτό ήταν κατεστραμμένο (έμεινε ως υποψία το σαμποτάζ από τις αρχές). Η ταινία, δε, είχε γυριστεί με υλικό Kodak 5247, με το οποίο οι Σοβιετικοί δεν είχαν ιδιαίτερη οικειότητα, κάτι που μπορεί να θεωρηθεί και ο επίσημος λόγος της καταστροφής. Παρόλο που δεν ήταν ο λόγος αυτό το συμβάν, όταν ο δημιουργός είδε αυτό το πρώτο υλικό με τη δουλειά του κινηματογραφιστή Georgy Rerberg, τον απέλυσε. Μετά από αυτά, οι σοβιετικές αρχές ήθελαν να πάψουν την παραγωγή. Ο Tarkovsky όμως βρήκε τη λύση μέσω νέων κεφαλαίων, και ξεκίνησε τα γυρίσματα από την αρχή, και στην Εσθονία. Οι μαρτυρίες λένε ότι το αρχικό εκείνο υλικό ήταν τελείως διαφορετικό με αυτό που βγήκε στις οθόνες. Λέγεται, αλλά μπορεί να είναι και φήμη, ότι εκείνο το υλικό υπήρχε κρυμμένο στο σπίτι της μοντέρ Lyudmila Feyginova, και κάηκε σε πυρκαγιά.
- Σύμφωνα με τον ηχολήπτη Vladimir Sharun, τόσο ο σκηνοθέτης, όσο και η σύζυγος του, Larisa Tarkovskaya, αλλά και ο πρωταγωνιστής Anatoliy Solonitsyn πέθαναν από καρκίνο λόγω της έκθεσης τους στη μόλυνση από χημικά που υπήρχε στους τόπους γυρισμάτων στην Εσθονία.
- Στα πρώτα 9μιση λεπτά, δεν υπάρχει κανένας διάλογος.
- Μόλις 142 πλάνα απαρτίζουν τα 163 λεπτά διάρκειας. Κάποια από αυτά τραβάνε επί 4 λεπτά.
- Οι πρώτες κριτικές ήταν αποκαρδιωτικές. Αυτό έκανε τον ρώσο δημιουργού να απαντήσει σε αυτές ότι: “Με ενδιαφέρει μονάχα η άποψη δύο ανθρώπων. Ο ένας ονομάζεται Bresson και ο άλλος ονομάζεται Bergman”. Με την πάροδο όμως των χρόνων, η ταινία όχι μόνο ανέβασε την αξιολόγηση της, αλλά πλέον θεωρείται από τα αριστουργήματα της 7ης τέχνης.
- Ο Chris Marker απέτεινε φόρο τιμής στη Ζώνη της ταινίας, δημιουργώντας το Sans Soleil του 1983. Αυτή ήταν μόλις η πρώτη από πολλές αναφορές στο φιλμ, αφού ακολούθησαν ταινίες σαν το Στοιχείο του Εγκλήματος (1984), το Europa (1991) ή το Γυμνό Γεύμα (1991) που αναφέρονται έμμεσα ή άμεσα στο Στάλκερ.
- Το 2016 έγινε στις ΗΠΑ μια απόπειρα να μεταφερθεί στη μικρή οθόνη το Roadside Picnic, αλλά η σειρά κατέβηκε μετά το πρώτο μόλις επεισόδιο.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Ο Eduard Artemyev ολοκλήρωσε δύο εκδοχές της μουσικής. Η πρώτη ηχογραφήθηκε με ορχήστρα, αλλά ο σκηνοθέτης την απέρριψε. Αυτή που έμεινε ως τελική ήταν με συνθεσάιζερ και χρήση παραδοσιακών οργάνων που ο ήχος τους παραμορφώνονταν με ηχητικά εφέ. Σε αυτό, η απόσταση ανάμεσα στη μουσική και τους φυσικούς ήχους είναι θολή. Στην πραγματικότητα, πολλά που εκλαμβάνουμε ως φυσικούς ήχους είναι μέσα από τη σύνθεση του Artemyev. Ως ηχητικό εφέ παρεμβαίνει και κομμάτι από την 9η συμφωνία του Ludwig van Beethoven, και το Bolero του Maurice Ravel.
Κριτικός: Σοφία Γουργουλιάνη
Έκδοση Κειμένου: 4/11/2010
To Στάλκερ μοιάζει με ένα κινηματογραφικό αίνιγμα που ζητάει επίμονα λύσεις, ή ίσως με ένα σταυρόλεξο για δυνατούς σινεφίλ λύτες. Θα μου πείτε, κάθε ταινία οφείλει να απευθύνεται στο κοινό της και να του θέτει ερωτήματα. Το συγκεκριμένο, όμως, είναι μια ειδική περίπτωση. Τα πάντα πάνω του, από τη σκηνοθεσία μέχρι τις ερμηνείες, είναι ένα μυστήριο που ο Tarkovsky δεν μπαίνει στον κόπο να λύσει. Και ευτυχώς για όλους εμάς, δεν μπαίνει σε αυτόν τον κόπο. Έτσι, μας χαρίζει άπειρα λεπτά σινεφιλικών συζητήσεων κι εσωτερικών αναζητήσεων. Ο Tarkovsky δήλωσε κάποτε πως οι ταινίες του δεν έχουν συμβολισμούς. Και ναι, όσο κι αν αυτό σας ακούγεται παράδοξο, το Στάλκερ είναι μια ταινία με σαφείς προθέσεις, δίχως συμβολικούς δογματισμούς. Η διαίσθηση, η προσωπική κατάσταση κι ο χαρακτήρας του καθενός είναι ο καλύτερος οδηγός όχι για να λύσετε το αίνιγμα, αλλά για να κάνετε το φιλμ ολότελα δικό σας.
Φυσικά, αυτό που συμβάλλει τα μέγιστα στη δημιουργία της αινιγματικής αυτής ατμόσφαιρας, είναι η σκηνοθεσία του Τarkovsky. Δεν μιλάμε για ένα ταξίδι στον άγνωστο κόσμο της ταινίας, αλλά για μια ανεπανάληπτη εμπειρία από έναν μάστορα της 7ης τέχνης, Ένας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες του 20ου αιώνα πλάθει ένα σύμπαν μοναδικό από το μηδέν, δίχως εφέ και δίχως σκηνές δράσης. Κι όμως, πρόκειται για μια περιπέτεια. Μια περιπέτεια από την οποία ο σκηνοθέτης ρητά αποβάλλει τα όπλα, και ρητά επιβάλει τη δύναμη της φύσης, της ίδιας της ζωής και των ατομικών επιλογών.
Το Στάλκερ είναι ένα αριστούργημα. Δείτε το και αφεθείτε όχι στη γοητεία, αλλά στη μοναδική εμπειρία που θα σας χαρίσει.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος
Έκδοση Κειμένου: 16/4/2019
Μία πόλη ρημαγμένη, γεμάτη ερείπια. Στα όρια της βρίσκεται η «Ζώνη», ένα απαγορευμένο για τους πολίτες μέρος εντός του οποίου βρίσκεται ένα δωμάτιο που πραγματοποιεί τις ευχές όποιου καταφέρνει να βρεθεί εντός του. Ο Ξεναγός, πεπειραμένος ιχνηλάτης της «Ζώνης», αναλαμβάνει να οδηγήσει δύο άνδρες, τον Συγγραφέα που επιζητά τη χαμένη του έμπνευση και τον Καθηγητή που αποβλέπει σε μία σπουδαία επιστημονική ανακάλυψη. Παρά τις έντονες ενστάσεις της γυναίκας του Ξεναγού, οι τρεις άνδρες ξεκινούν το ταξίδι τους προς τα έγκατα της μυστηριώδους περιοχής.
Το δυστοπικό, μεταποκαλυπτικό παρόν της πόλης, κινηματογραφημένο μονοχρωματικά σε σέπια, δίνει τη θέση του στην «Ζώνη», η οποία μπορεί να είναι χρωματισμένη, αλλά κάθε άλλο παρά ειδυλλιακή μοιάζει. Εντός της καταργούνται όλες οι φυσικές διαστάσεις, μεταξύ αυτών και ο χρόνος, και εγκαθιδρύεται μία σαφής αίσθηση απειλής για τους ταξιδευτές. Στην πορεία τους θα χρειαστεί να αντιπαρέλθουν μια σειρά από εμπόδια που ορθώνονται στη συνεχώς μεταβαλλόμενη πραγματικότητά της, εντός του ορθάνοιχτου μα σχεδόν αποπνικτικού τοπίου της.
Η παρουσία του ανθρώπου στη ζώνη φανερώνεται μέσα από νεκρές εικόνες: ανθρώπινα σώματα, χαλάσματα κτιρίων, θραύσματα εικόνων. Η ολάνθιστη «Ζώνη» μοιάζει εξαιρετικά εχθρική προς την ανθρώπινη παρουσία. Από έμβια όντα, μόνο ένας σκύλος περπατά αμέριμνος ανάμεσα στα ερείπια και τα δέντρα και τελικά ακολουθεί τους ταξιδιώτες. Η περιπλάνηση στο μεταφυσικό τοπίο με απώτερο προορισμό το «Δωμάτιο» αντανακλά με σαφήνεια και συγκλονιστική ένταση την εξαντλητική ενδοσκοπική πορεία του ανθρώπου προς τον σημαινόμενο προορισμό: τις μύχιες επιθυμίες του.
Ο αόριστος υποβόσκων φόβος αδυνατίζει σταδιακά το κουράγιο των δυο πρωτόπειρων του ταξιδιού, οι οποίοι στρέφονται με δυσπιστία κατά του Στάλκερ/ξεναγού (ο όρος αποδίδεται καλύτερα ως «Κυνηγός»). Άλλωστε, το μέρος είναι εξορισμού αφιλόξενο: ακόμα και οι φυσικοί νόμοι, ο απολύτως κοινός τόπος μιας άθεης κοινωνίας γεμάτης κυνικούς όπως ο Συγγραφέας και εμπειριστές όπως ο Καθηγητής, καταρρέουν εντός της. Παγωμένη στον χρόνο, η «Ζώνη» αποτελεί το πεδίο της προαιώνιας αψιμαχίας των διακριτών αισθητικών και φιλοσοφικών προσεγγίσεων που οι δύο άνδρες εκπροσωπούν. Περιλαμβάνει και μία σειρά από δοκιμασίες που γνωρίζει ο αγώνας του ανθρώπου να αποσπάσει ένα συνεκτικό νόημα στη ζωή του μέσω της πραγμάτωσης των ευχετήριων σκέψεών του, γιατί άλλωστε αυτός είναι ο σκοπός αμφοτέρων των ταξιδευτών, παρά τη διαφορετική τους αφετηρία.
Σε τούτη την αφοπλιστική τους ενδοσκόπηση, καθοδηγητής είναι ο ιχνηλάτης Στάλκερ που γίνεται μάρτυρας της κατάρρευσης του συναισθηματικού (συγγραφέας-Τέχνη) και διανοητικού (καθηγητής-Επιστήμη) μεγαλείου μπροστά στις αντιξοότητες του ταξιδιού και κυρίως μπροστά στη θέα του τελικού προορισμού, σε ένα μέρος όπου το ασυνείδητο καταδυναστεύει το συνειδητό. Οι δύο άνδρες τρομοκρατούνται μπροστά στον τόπο εκπλήρωσης των επιθυμιών τους, γιατί βλέπουν σε αυτόν έναν γιγάντιο καθρέφτη, και το είδωλο που σχηματίζεται σε αυτόν τους φέρνει σύγκρυο. Η έκφραση της αληθούς επιθυμίας που βρίσκεται στα άδυτα της ψυχής είναι η αληθινή ταυτότητα, και αυτή είναι μία γνώση που ελάχιστοι μπορούν να αντέξουν.
Μπροστά σε μία τέτοιας βαρύτητας γνώση, ο Ταρκόφσκι τοποθετεί την, ντοστογιεφσκικής αύρας, αναπόδραστη πνευματική κρίση των χαρακτήρων του. Ένα από τα κυρίαρχα δίπολα του έργου είναι αυτό ανάμεσα στην πνευματική και την υλική διάσταση των όντων, των εννοιών και, τελικά, των επιθυμιών. Οι επιθυμίες ματαιώνονται επειδή ποτέ δεν μπορούν να καθοριστούν με καθαρότητα, και αυτό συμβαίνει επειδή ο σύγχρονος άνθρωπος είναι έρμαιο του υλισμού του, έχει αποσυνδεθεί πλήρως από την πνευματική έννοια της ζωής του. Η απαξίωση την άυλης πραγματικότητας –στο έργο του Ταρκόφσκι το απτό ουδέποτε ήταν το αληθινά πολύτιμο– έχει οδηγήσει σε πλήρη αποσύνδεση του ανθρώπου από τον κόσμο των ιδεών και οι επιθυμίες έχουν την έδρα τους μόνο εκεί. Αυτή η μυστικιστική κάμαρα που κείται εντός της «Ζώνης» δεν ενδιαφέρεται για την εκπεφρασμένη ευχή, αλλά για τη μύχια, και η πραγματοποίηση μίας τέτοιας ευχής δίχως την συναίνεση του αιτούντα μπορεί να προκαλέσει ανυπολόγιστες συνέπειες στη ζωή του, να του αποκαλύψει ο, τι μέχρι εκείνο το σημείο επιμελώς απέφευγε να αντικρίσει.
Το «Δωμάτιο» είναι το ίδιο μία προβολή της πίστης που κινεί βουνά, φτάνει να είναι ανεπιφύλακτη και ενδόμυχη. Μίας πίστης που δεν απευθύνεται σε κάποια υπερβατική δύναμη, αλλά συνιστά μία διαδικασία εσωτερική, που κάνει την καρδιά να πάλλεται όχι πια μηχανικά, ελέω κάποιου ενστίκτου αυτοσυντήρησης, αλλά με μία γνήσια εγκαρτέρηση για το μέλλον. Αυτή η πίστη είναι η μήτρα της ελπίδας και συγκατοικεί με την αγάπη. Αυτά τα συναισθήματα, αγνά και άσπιλα, είναι που χαρίζουν στο πνεύμα τον δυναμικό του χαρακτήρα και το τοποθετούν σε σχέση ισχύος έναντι της αφόρητα μονομερούς ύλης.
Η όλη περιδιάβαση στη «Ζώνη» και η κατάληξή της στο «Δωμάτιο» υποπίπτουν μάλιστα και σε μία ουτοπική εσωτερική αντινομία, που φαντάζει σχεδόν σωτήρια. Για τον άνθρωπο που δεν μπορεί να αντέξει το βάρος των πραγματικών επιθυμιών του και αδυνατεί να τις παραδεχθεί με γενναιότητα, η «Ζώνη» αποδεικνύεται εξαιρετικά επιθετική και, αν τυχόν καταφέρει να τη διασχίσει και να εισέλθει στο «Δωμάτιο», η πορεία των πραγμάτων θα είναι εντελώς εκτός του ελέγχου του και η διαδικασία που θα πυροδοτηθεί δυνητικά μοιραία. Αυτός όμως που θέτει τις επιθυμίες του σε ρεαλιστική βάση, δεν επιζητά καμία κάμαρα και καμία χωροταξική ζώνη για να τις πραγματοποιήσει. Αντιθέτως, βρίσκει τη δύναμη που εκπορεύεται από την ψυχή του, ακουμπάει την ψυχή του σε αυτήν και φέρνει το θαύμα του υπερφυσικού χώρου στην καθημερινότητά του, όπως κάνουν η στωική σύντροφος του Στάλκερ και η θυγατέρα του, δίχως ποτέ να κινήσουν για το μακρινό ψυχοτροπικό ταξίδι.
Στο σπουδαίο στοχαστικό φιλμ του Ρώσου δημιουργού, η αγάπη, η πίστη και η άνευ όρων εσωτερική ειλικρίνεια γεννούν την πνευματική αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία, την μοναδική αληθινή έκφανση της ελευθερίας, η οποία ανθεί υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Όσο η ελευθερία ως πνευματική στάση δεν αποδομείται, η ελπίδα παραμένει ζωντανή, ακόμα και όταν όλα τριγύρω φαντάζουν πρόθυμα να την κατασπαράξουν. Μέχρι και σε ένα τοπίο που μοιάζει βγαλμένο από τους ψυχροπολεμικούς εφιάλτες μίας πυρηνικής καταστροφής.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 20/8/2022
Όπως και η άλλη ταινία επιστημονικής φαντασίας του Tαρκόφσκι, το «Solaris», και το «Stalker» (εμπνευσμένο από τη νουβέλα των αδελφών Στρουγκάτσκι «Πικ Νικ στο Κράσπεδο του Δρόμου») ασχολείται με την αυτο-αντιπαράθεση. Στο «Solaris» δημιουργείται μια αδύναμη επικοινωνία με τον πλανήτη, και έχοντας να αντιμετωπίσει τους δαίμονες του, ο ήρωας μετά από μια επώδυνη διαδικασία αποκτά ένα βαθμό ειρήνης με τον εαυτό του. Στο «Stalker» (1979) o Tαρκόφσκι είναι πολύ πιο πεσιμιστής, η προσπάθεια για αυτο-αντιπαράθεση αμβλύνεται και τελικά αποφεύγεται.
Πρόκειται για ένα οδοιπορικό στο υποσυνείδητο της ανθρώπινης οντότητας, σε υγρά τοπία και σε εικόνες σπάνιας ομορφιάς κι ανυπέρβλητης ποιητικής διάστασης. Φαινομενικά έχει το προσχηματικό περίγραμμα της επιστημονικής φαντασίας (όπως και το «Σολάρις»), με τη διαφορά ότι εδώ έχει εξαλειφθεί κάθε χρήση εφέ. Το ντεκόρ είναι απογυμνωμένο από κάθε στοιχείο εντυπωσιασμού, είναι λιτό, αλλά αποπνέει μια μυστηριακή σαγήνη.
Σε ένα απροσδιόριστο δυστοπικό μέλλον μετά από μια οικολογική καταστροφή, μια παράξενη, επικίνδυνη περιοχή απροσδιόριστης προέλευσης -η «Ζώνη»- εμφανίστηκε στη Γη. Στο κέντρο της βρίσκεται το «Δωμάτιο», στο οποίο αν μπει κάποιος απογυμνώνονται και πραγματοποιούνται οι βαθύτερες ασυνείδητες επιθυμίες του. Παρόλο που η «Ζώνη» είναι εκτός των επιτρεπτών ορίων των πολιτών, παράνομοι οδηγοί γνωστοί ως «Stalkers» αναλαμβάνουν να κατευθύνουν τους πελάτες μέσω της «Ζώνης» στο «Δωμάτιο». Το φιλμ ακολουθεί έναν από αυτούς τους οδηγούς, που ερμηνεύει ο σκηνοθέτης Alexander Kaidanovsky, καθώς οδηγεί έναν Συγγραφέα (Solonitsin) και έναν Φυσικό Επιστήμονα (Grinko) μέσα από το τρομερό μετα-αποκαλυπτικό τοπίο της «Ζώνης».
Αφού περνούν διάφορα εμπόδια και υποβάλλονται σε μια πολύ εξαντλητική ψυχική ενδοσκόπηση, φτάνουν στο κατώφλι του «Δωματίου», αλλά δεν έχουν το ψυχικό σθένος να προχωρήσουν στο εσωτερικό του. Αποδεικνύονται όντα ατελή και φοβισμένα από τις πιθανές συνέπειες της εισόδου στον άγνωστο κόσμο του ασυνειδήτου τους. Τελικά αποφασίζουν να μην κάνουν το τελικό βήμα, και γυρίζουν πίσω. Όταν επιστρέφουν στο καφενείο από όπου ξεκίνησαν, μένουν έκπληκτοι βλέποντας τη γυναίκα του Στάλκερ να τον περιμένει με αφοσίωση, μια γυναίκα με άρρωστο παιδί που γεννήθηκε ακρωτηριασμένο πιθανώς λόγω της συνεχούς έκθεσης του πατέρα του στην ατμόσφαιρα της «Ζώνης». Είναι μια αφοσίωση έξω από κάθε φτηνό συναισθηματισμό, σχεδόν μεταφυσική. Είναι το θαύμα της πίστης, η άδολη αγάπη χωρίς ανταπόδοση, η μόνη ελπίδα για την ευτυχία του ανθρώπου κατά τον αταλάντευτα θρησκευόμενο Ταρκόφσκι.
Στο βασικό πρόσωπο της ταινίας, τον Στάλκερ, αναγνωρίζουμε τον μόνιμο ήρωα όλων σχεδόν των δημιουργιών του Ταρκόφσκι, και ουσιαστικά το alter-ego του ίδιου του σκηνοθέτη. Από τον Αντρέι Ρουμπλιώφ, στον ψυχολόγο Κέβιν του «Σολάρις», στον σαραντάχρονο άρρωστο άνδρα του «Καθρέφτη», στον συγγραφέα Αντρέι της «Νοσταλγίας», στον δημοσιογράφο Αλεξάντερ της «Θυσίας»… Είναι η εμμονή του για τον υπερευαίσθητο άνθρωπο που δεν μπορεί να προσαρμοστεί πρακτικά στη ζωή και θλίβεται από τη δυστυχία που βλέπει γύρω του. Όντας εξωτερικά αδύναμος, κρύβει μέσα του μια βαθιά πνευματικότητα, μια ανιδιοτελή διάθεση για προσφορά στον κόσμο, μια διαρκή ενατένιση στην Ουτοπία.
Ο Στάλκερ είναι ένας πάσχων ντοστογιεφσκικός ήρωας, ένας άνθρωπος σε διαρκή πνευματική κρίση. Περνά από στιγμές απόγνωσης όταν κλονίζεται η πίστη του, όμως κάθε φορά συνέρχεται με ανανεωμένη τη συναίσθηση της κλίσης του να υπηρετεί τους ανθρώπους που έχασαν κάθε ελπίδα και αυταπάτη. Ο συγγραφέας επιχειρεί το ταξίδι στη «Ζώνη» για να ξαναβρεί τη χαμένη του έμπνευση, και ο φυσικός επιστήμονας για να δικαιώσει τον ντετερμινιστικό ορθολογισμό του. Η έλξη του μυστηρίου και του αγνώστου τούς φέρνει κοντά στο «Δωμάτιο», αλλά ο τρόμος του υπερκόσμιου τούς καθιστά αδύναμους να εκπληρώσουν τον σκοπό τους. Τελικά δεν βρίσκουν οριστική απάντηση στην αναζήτηση των μυστικών του κόσμου, της ζωής και της αιτίας της ανθρώπινης ύπαρξης. Ωστόσο αυτό που πραγματικά τους ξαφνιάζει, το «αληθινό θαύμα» που αναζητούσαν στη «Ζώνη», είναι μπροστά τους. Είναι η οικογένεια του Στάλκερ, δυστυχισμένη και ταλαιπωρημένη εξωτερικά, αλλά γεμάτη πίστη και εσωτερική δύναμη.
Στο τεχνικό μέρος της ταινίας, ο Ταρκόφσκι αποφεύγει τον ακραίο φορμαλισμό του «Καθρέφτη» ακολουθώντας μια γραμμική αφήγηση με λίγα και μεγάλης διάρκειας πλάνα. Έτσι κρατά έναν εξαιρετικό εσωτερικό ρυθμό, ενώ η κάμερα εξερευνά με ευαισθησία και λυρισμό το υπέροχο μουχλιασμένο ντεκόρ της «Ζώνης». Η έξοχη φωτογραφία παλινδρομεί στα όρια του έγχρωμου και του ασπρόμαυρου, με εικόνες υπερβατικές αλλά άρρηκτα δεμένες στον νοηματικό ιστό της ταινίας. Το νερό εισβάλλει από παντού, μουσκεύει το τοπίο, κινείται ακατάπαυστα. Είναι το ζωοποιό και ταυτόχρονα διαβρωτικό στοιχείο που ενορχηστρώνει τον αέναο κύκλο της ζωής, τη φευγαλέα μεταβλητότητα και την ατέρμονη διαδικασία της φύσης. O Ταρκόφσκι συνθέτει αργά, τελετουργικά τους μεταφυσικούς οραματισμούς του, με την ευαίσθητη κάμερά του να αιχμαλωτίζει και τον παραμικρό κόκκο ύλης και να αναδεικνύει τη βιταλιστική της δύναμη. Ο ίδιος ο Ταρκόφσκι λέει για την ταινία: «Νομίζω ότι στο «Στάλκερ» ένοιωσα πρώτη φορά την ανάγκη να δείξω καθαρά και ξάστερα πως η υπέρτατη αξία που κινεί, όπως λέγεται, τον βίο του ανθρώπου, είναι μια αξία που δεν τη θέλει η ψυχή του».
Βαθμολογία: