
Η Λιλιάν ήταν κάποτε η Λάουρα, ένα ανερχόμενο αστέρι στη μουσική σκηνή, όπου είχε τη μία στιγμή δόξας όταν βγήκε δεύτερη στη Γιουροβίζιον πίσω από τους Abba, το 1974. Σήμερα όλοι την έχουν ξεχάσει, κι εργάζεται σε βιομηχανία κρεάτων. Αλλά όταν γνωρίζει τον Ζαν, έναν 21χρονο μποξέρ, η ζοφερή της ζωή αναποδογυρίζεται. Ο νεαρός την ερωτεύεται, αλλά και την πείθει ότι πρέπει να κάνει τη μεγάλη της επιστροφή στη μουσική σκηνή.
Σκηνοθεσία:
Bavo Defurne
Κύριοι Ρόλοι:
Isabelle Huppert … Liliane Cheverny (Laura)
Kevin Azais … Jean Leloup
Johan Leysen … Tony Jones
Benjamin Boutboul … Kenneth
Jan Hammenecker … Eddy Leloup
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Bavo Defurne, Jacques Boon, Yves Verbraeken
Παραγωγή: Yves Verbraeken
Μουσική: Pink Martini
Φωτογραφία: Philippe Guilbert
Μοντάζ: Sophie Vercruysse
Σκηνικά: Andre Fonsny
Κοστούμια: Christophe Pidre, Florence Scholtes
Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: Souvenir
Ελληνικός Τίτλος: Σουβενίρ
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Η Isabelle Huppert ερμηνεύει για τις ανάγκες της ταινία το Joli Garcon και το Souvenir. Αμφότερα γράφτηκαν ειδικά για το φιλμ.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 12/5/2017
Το 1974 ξεκίνησε να λάμπει το άστρο των ABBA ύστερα από τη νίκη τους στον διαγωνισμό της Eurovision με το «Waterloo». Στο σύμπαν της ταινίας του Bavo Defurne, την ίδια χρονιά η Γαλλία συμμετείχε στην εκδήλωση με το τραγούδι «Souvenir» της Laura, κατά κόσμον Liliane Cheverny, η οποία έπειτα κι από ένα δύσκολο διαζύγιο με τον ατζέντη της πέρασε στην αφάνεια. Περνώντας πλέον τις μέρες της σε ένα εργοστάσιο που φτιάχνει πατέ κι έχοντας μόνη της συντροφιά στο σπίτι ένα μπουκάλι ουίσκι, οι δρόμοι της θα διασταυρωθούν με τον Jean, με τον οποίο εργάζονται στον ίδιο χώρο, ενώ εκείνος παράλληλα προσπαθεί να κάνει καριέρα ως πυγμάχος. Αυτή θα είναι η αρχή ενός ειδυλλίου που θα επηρεάσει αμφότερους και θα κάνει τη Liliane να αναθεωρήσει για μερικές αποφάσεις της.
Εγκαταλείποντας την γκέι θεματολογία των ταινιών μικρού μήκους του και του ντεμπούτου του σε φιλμ μεγάλου μήκους, του τρυφερού και ειλικρινούς «Noordzee, Texas», ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος εδώ επιλέγει να πάρει μια κατεύθυνση πιο ανάλαφρη σε σχέση με τον απαγορευμένο από τον κοινωνικό περίγυρο έρωτα του προηγούμενου πονήματός του, εστιάζοντας όμως και πάλι σε δύο ψυχές που βρίσκει η μία διέξοδο στην άλλη για να βρει την αγάπη και την κατανόηση που έχει ανάγκη. Ξεκινώντας με χαμηλούς τόνους, αποτυπώνοντας με την επαναληπτικότητα που απαιτείται για την κατάσταση την καθημερινή ρουτίνα της ηρωίδας, που «σπάει» σταδιακά ύστερα από τη γνωριμία της με τον Jean, η ταινία ουσιαστικά υιοθετεί την οπτική γωνία της Liliane και γίνεται γλυκιά και παραμυθένια όταν η ίδια ερωτεύεται, γεμάτη λαγνεία όταν επικεντρώνεται στο άλλο της μισό, πικρή και μελαγχολική όταν ελπίδες διαψεύδονται. Το σενάριο κινείται με μια λεπτότητα και με μια ευαισθησία απέναντι στους δύο πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες του που κάνει τη διαφορά, μέχρις ενός σημείου τουλάχιστον, αφουγκράζεται τις επιθυμίες τους και τους αφήνει να αναπτυχθούν επαρκώς (συγκαταλέγεται βέβαια στα αρνητικά ότι οι προσωπικότητες που τους περιτριγυρίζουν διαγράφονται με πολύ αχνά χρώματα, σχεδόν δεν υπάρχουν μέσα στην πλοκή). Η Isabelle Huppert προσεγγίζει εδώ κάτι πιο άμεσο και μονοδιάστατο από την ηρωίδα της στο «Εκείνη» για παράδειγμα, πάντα φροντίζοντας όμως να πλησιάσει έναν εν δυνάμει πληκτικό και πολυφορεμένο χαρακτήρα με έναν καλώς εννοούμενο παλιομοδίτικο αέρα και τη φινέτσα που αρμόζουν στον ερμηνευτικό διαμέτρημά της, αναπόφευκτα επισκιάζοντας και τον κατά τα άλλα συμπαθή Kevin Azais που τη σιγοντάρει, και η χημεία μεταξύ τους αποδεικνύεται λειτουργική και πειστική. Είναι κρίμα λοιπόν που η προσοχή της δημιουργίας του Defurne στρέφεται σε άλλα μονοπάτια στη συνέχεια και γίνεται κάτι σαν ένα success-story με το ζόρι, που έχει σίγουρα μικρότερο ενδιαφέρον από την ανθρώπινη και τρυφερή σχέση που χτίζεται στα προηγούμενα λεπτά, ειδικά όταν αυτό εξελίσσεται με εντελώς προβλέψιμο τρόπο και τις αναμενόμενες ψευτοσυγκρούσεις που μεσολαβούν μέχρι να ξανασμίξουν λίγο αργότερα οι ήρωες.
Δεδομένων βέβαια των προθέσεων του ιθύνοντα νου πίσω από το «Σουβενίρ» να αποτελέσει μια «ταινία για ένα βροχερό κυριακάτικο απόγευμα», άρα για ανάλαφρη ψυχαγωγία δίχως πολλούς προβληματισμούς (διόλου έλλειμμα φιλοδοξίας, γιατί κι αυτό απαιτεί τους κατάλληλους μηχανισμούς και τις σωστές επιλογές για να γίνει σωστά και δεν είναι εύκολο), δεν αποτελεί μάλλον έκπληξη το ότι ακολουθούνται έτοιμες συνταγές στην εξέλιξη της ιστορίας και για το γεγονός ότι δεν απεικονίζεται ποτέ τίποτα που να μπορεί να θεωρηθεί έστω και λίγο ικανό να προκαλέσει αμφίσημα ή και δυσάρεστα συναισθήματα, εμμένοντας από ένα σημείο κι έπειτα σε ένα ελαφρώς χαζοχαρούμενο κλίμα feel-good. Το τελικό αποτέλεσμα το καθιστούν κατά έναν βαθμό πιο εύπεπτο και η απρόσμενα «πιασάρικη» μουσική του Valentin Hadjadj σε συνεργασία με τους Pink Martini, καθώς και το έξυπνο φινάλε που υπενθυμίζει πού βρίσκεται η πραγματική ουσία του έργου. Σε τελική ανάλυση, μια κομεντί με κάποιους άσους στο μανίκι της, αλλά χωρίς το «χαρτί» που θα την απογείωνε πάνω από τον μέσο όρο.
Βαθμολογία: