Η Ντελφίν παίρνει διαζύγιο με τον Ιβάν. Ο χωρισμός είναι πολιτισμένος, και αποβαίνει ήρεμος για αυτούς και για τα παιδιά. Αλλά όταν η οικονομική του κατάσταση δεν του επιτρέπει να βρει σπίτι, ο Ιβάν θυμάται ότι κατέχει το 20 τοις εκατό από το σπίτι της πρώην του. Έτσι, επιστρέφει στο προηγούμενο σπίτι του, με σκοπό να μείνει σε αυτό το 20 τοις εκατό.
Σκηνοθεσία:
Dominique Farrugia
Κύριοι Ρόλοι:
Louise Bourgoin … Delphine Parisot
Gilles Lellouche … Yvan Hazan
Adele Castillon … Violette Hazan
Kolia Abiteboul … Lucas Hazan
Marilou Berry … Melissa
Manu Payet … Nico
Julien Boisselier … William
Nicole Calfan … Κα Parisot
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Dominique Farrugia, Laurent Turner
Παραγωγή: Dominique Farrugia
Μουσική: Julien Jaouen
Φωτογραφία: Remy Chevrin
Μοντάζ: Maryline Monthieux
Σκηνικά: Etienne Mery
Κοστούμια: Emmanuelle Youchnovski
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Sous le Meme Toit
- Ελληνικός Τίτλος: Και Μαζί και Χώρια
- Διεθνής Τίτλος: Room(H)Ates
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 21/7/2017
Ύστερα από μια απιστία του δεύτερου που δεν συγχωρείται από την πρώτη, η Delphine και ο Yvan χωρίζουν. Ο ίδιος επιδιώκει να κλείσει μια δουλειά με έναν ανερχόμενο ποδοσφαιρικό αστέρα προκειμένου να ορθοποδήσει οικονομικά, στο μεσοδιάστημα ωστόσο ψάχνει για μια στέγη που θα μπορούσε να του παρέχει κάποιος γνωστός του. Καταλήγει να κοιμάται στον δρόμο, μέχρι που θυμάται έναν από τους όρους του συμβολαίου του σπιτιού που υπέγραψε με την πρώην γυναίκα του σύμφωνα με τον οποίο το 20 τοις εκατό της οικίας του ανήκει. Πλέον, η Delphine υποχρεούται να φιλοξενήσει τον πρώην άντρα της εκεί, προς μεγάλη της δυσαρέσκεια, κάτι που θα προκαλέσει πολλές συγκρούσεις κι αντιπαραθέσεις.
Στο «The Hangover Part II», ο πεθερός του Stu βγάζει έναν λόγο για το πως ο γαμπρός του του θυμίζει το τσοκ, ένα άγευστο κι εύκολα φαγώσιμο φαγητό για μωρά και ηλικιωμένους, και πως είναι απαραίτητοι για τον κόσμο άνθρωποι σαν αυτόν με τον ίδιο τρόπο που είναι αναγκαία η ύπαρξη της τροφής αυτής. Παρακολουθώντας το φιλμ του Dominique Farrugia, του οποίου καμία σκηνοθετική απόπειρα δεν είχε μέχρι στιγμής φτάσει ως τις ελληνικές αίθουσες, προκαλείται κάποιος ώστε να κάνει ανάλογους παραλληλισμούς που αφορούν την ποιότητα και το δυνητικό κοινό του. To «Και Μαζί και Χώρια» είναι ο απόλυτος ορισμός όχι μόνο του «μία από τα ίδια» αλλά και του αδιάφορου, του άνοστου. Ελάχιστο χιούμορ υπάρχει, κι όταν κάνει την παρουσία του, στην καλύτερη περίπτωση αυτό που αποσπάται είναι μερικά δειλά χαχανητά. Τα αστεία που πηγάζουν από τον παράγοντα τής με το ζόρι συγκατοίκησης είναι στην πλειοψηφία τους ακριβώς αυτό που θα μπορούσε να προβλέψει ακόμη κι ένας σχετικά άπειρος θεατής. Δεν βοηθάει ότι ο χαρακτήρας του Yvan, στον οποίο επικεντρώνει το σενάριο, είναι αντιπαθέστατος, χωρίς σχεδόν καμία αρετή που να μπορεί να βάλει αυτόν που παρακολουθεί το έργο στη διαδικασία να ενδιαφερθεί για αυτόν, ποσώς δε να διασκεδάσει με τα καμώματα του, και παρόλα αυτά ο Farrugia και ο συν-σεναριογράφος του προσπαθούν να προσεγγίσουν τον ήρωά τους ως κάποιον με τον οποίο θα μπορούσε να επιτευχθεί ταύτιση από μεριάς του θεατή! Αυτός είναι κι ο λόγος που η κατάληξη (πιο ευτυχής δε θα μπορούσε να είναι) δεν γίνεται πιστευτή. Τα παιδιά είναι όπως συνηθίζεται στην πλειοψηφία των ταινιών του είδους διακοσμητικά, και είναι κρίμα γιατί η νεαρή Adele Castillon έχει ένα κάποιο προσωπικό στίγμα που με μια καλύτερη πένα στο σενάριο θα μπορούσε να αναδειχθεί, και οι δευτερεύοντες χαρακτήρες στους οποίους επιλέγει να εστιάσει η ταινία (π.χ. ένας φίλος του Yvan) είναι μάλλον αδιάφοροι. Το εκνευριστικό είναι πως δεν υπάρχει και τίποτα προσβλητικά κακόγουστο στο συνολικό αποτέλεσμα (με την εξαίρεση μιας μάλλον αποκρουστικής διακωμώδησης των αστέγων) που θα μπορούσε να προκαλέσει και κάποιο έντονο συναίσθημα πέραν αυτής της κωματώδους απάθειας και βαρεμάρας που επικρατεί, με αποτέλεσμα να καθίσταται ακόμη πιο δύσκολη η παρακολούθηση. Ακόμη και το δήθεν εύρημα της αφήγησης ως ένα τεράστιο φλας-μπακ που ξετυλίγεται από τα μέλη της οικογένειας σε σπαστές εξιστορήσεις, που όμως καταλήγουν σε ένα ενιαίο, χρονικά γραμμικό αποτέλεσμα, φαντάζει περιττό κι ανούσιο για την ουσία της οικογενειακής αυτής κομεντί.
Δύο είναι τα συστατικά που βοηθούν τη συνταγή να αποφύγει την ολοκληρωτική καταστροφή. Το πρώτο είναι η παρουσία της Louise Bourgoin, που πέραν της εξωτερικής εμφάνισης διαθέτει φινέτσα και μια καλοσυνάτη ενέργεια που είναι ευπρόσδεκτο αντίβαρο στη μιζέρια του συμπρωταγωνιστή της, Lellouche. Το δεύτερο είναι το σάουντρακ, που περιέχει από Amy Winehouse μέχρι Tame Impala και προσφέρει τουλάχιστον μια αξιομνημόνευτη αλληλουχία σκηνών υπό την υπόκρουσή του. Όσοι δεν ενοχλούνται να τρώνε ξαναζεσταμένο φαγητό, μάλλον δεν θα προσβληθούν από τη συγκεκριμένη πρόταση, αλλά πάλι μάλλον πρόκειται για μια μικρή μειοψηφία. Το κρίσιμο ερώτημα είναι στις πόσες κοινότοπες γαλλικές κωμωδίες μαζικής κατανάλωσης καίγεται το κοινό;..
Βαθμολογία: