Ο Νόμος της Σιωπής
- Son of a Gun
- 2014
- Αυστραλία
- Αγγλικά, Σερβικά
- Αστυνομική, Δράσης, Θρίλερ
- 28 Μαΐου 2015
Ο 19χρονος ΤζέιΑρ φτάνει στη φυλακή για ένα μικρό παράπτωμα νευρικός κι ευάλωτος. Ο Μπρένταν, ο πιο επικίνδυνος ίσως άντρας στην Αυστραλία, θα τον πάρει υπό την προστασία του και θα τον αναγκάσει να βοηθήσει εκείνον και τη συμμορία του να σχεδιάσουν την απόδραση τους. Ο ΤζέιΑρ τυφλωμένος από την υπόσχεση για αμύθητο χρυσό που του δίνουν, τους βοηθά, αλλά σύντομα θα ανακαλύψει ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Καθώς οι εντάσεις ανεβαίνουν, ο νεαρός άντρας αρχίζει να αναρωτιέται αν μπορεί να εμπιστευτεί τον προστάτη του.
Σκηνοθεσία:
Julius Avery
Κύριοι Ρόλοι:
Brenton Thwaites … Jesse Ryan ‘JR’ White
Ewan McGregor … Brendan Lynch
Alicia Vikander … Tasha
Jacek Koman … Sam Lennox
Matt Nable … Sterlo
Tom Budge … Josh
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Julius Avery
Παραγωγή: Timothy White
Μουσική: Jed Kurzel
Φωτογραφία: Nigel Bluck
Μοντάζ: Jack Hutchings
Σκηνικά: Fiona Crombie
Κοστούμια: Terri Lamera
- Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: Son of a Gun
Ελληνικός Τίτλος: Ο Νόμος της Σιωπής
Παραλειπόμενα
- Το στόρι βασίζεται στον αληθινό ληστή τραπεζών Brenden Abbott, γνωστού ως The Post Card Bandit, και του συνεργού του, Brendan Berichon.
- Η παραγωγή δεν έβρισκε κεφάλαια, μέχρι που προσλήφθηκε ο Ewan McGregor.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου
Έκδοση Κειμένου: 25/5/2015
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη και σεναριογράφου Τζούλιους Έιβερι έρχεται να προστεθεί στη μακρά λίστα των εγκληματικών, δραματικών θρίλερ που η Αυστραλία έχει δώσει στο κοινό τα τελευταία χρόνια. Άλλες πιο αξιοπρόσεχτες (βλέπε το ζοφερό «Το Χρίσμα»), άλλες λιγότερο ολοκληρωμένες. Δυστυχώς, το συγκεκριμένο φιλμ, αν και σίγουρα δεν αποτελεί προϊόν χαμηλότατης ποιότητας, αρκείται σε πολύ λίγα, κινούμενο χωρίς πολλές εξάρσεις σε τετριμμένα και από καιρό εξαντλημένα μονοπάτια. Μπορεί να μη δημιουργεί την αίσθηση μιας αβάσιμης φιλοδοξίας, κάτι που το δίχως άλλο θα το κατέστρεφε ολοσχερώς, ωστόσο τα πράγματα που μπορεί κάποιος να σώσει στο τέλος είναι λίγα, διάσπαρτα και ταλαιπωρημένα από φλυαρίες κι ανυπόστατες επεξηγήσεις.
Η πλοκή, ακαδημαϊκά σχεδόν χωρισμένη σε δύο βασικά κεφάλαια, περιγράφει τη σχέση που δημιουργείται σε μια αυστραλιανή φυλακή υψίστης ασφαλείας, ανάμεσα στον νεαρό JR, ερμηνευμένο από τον φωτογενή κι ανερχόμενο Μπρέντον Θουέιτς («Ο Φύλακας της Μνήμης», «Maleficent»), που μπαίνει στη φυλακή για ένα αδιευκρίνιστο παράπτωμα, και τον σκληροτράχηλο άλλα εξωπραγματικά όμορφο για το σκηνογραφικό υπόβαθρο Μπρένταν Λιντς (Γιούαν ΜακΓκρέγκορ: επιβλητικός άλλα όχι μεγαλοπρεπής), ο οποίος αφού βοήθα τον πρώτο να επιβιώσει στο ανελέητο περιβάλλον, ζήτα τη συμβολή του σε μια ληστεία ράβδων χρυσού. Καθώς τα περιθώρια όλο και στενεύουν, αυτό που στην αρχή άγγιζε τα όρια της πατρικής ταύτισης, μετατρέπεται σε μια καταναγκαστική συσχέτιση εκμετάλλευσης, περιπλεγμένη στην καχυποψία μιας επισφαλούς τελικά απόφασης.
Ο σκηνοθέτης δίνει την εντύπωση, ανατρέχοντας σε γνωστές κι αποδεδειγμένα αξιόπιστες τεχνικές κινηματογράφησης, ότι θέλει να εκφράσει την απόγνωση και τον τρόμο αυτών που στέκονται αναποφάσιστοι στο χείλος του γκρεμού. Την αξιόλογη αφήγηση των στιγμών στη φυλακή, όμως, διαδέχονται τυποποιημένες σκηνές που παρατούν οποιαδήποτε περίπτωση αποφασιστικού ρεαλισμού, καθώς οι χαρακτήρες συνεχίζουν να μένουν ανολοκλήρωτοι, προσπαθώντας μάταια να πείσουν ότι αποσκοπούν σε μια διαφορετική ζωή, μακριά από τη βία και το έγκλημα. Η αναμασημένη υπόθεση, όπως και η εξέλιξή της μοιάζουν να απευθύνονται σε ένα λιγότερα απαιτητικό κοινό, παρότι τα γεγονότα διαδραματίζονται πάντοτε με έναν -κυρίως τεχνικά- αξιοπρεπή βαθμό αποδοτικότητας. Βέβαια, τα αφελή σημεία της δεν λείπουν, όπως οι απίθανοι διάλογοι περί χιμπατζήδων και μπονόμπο που σχηματίζονται προς το τέλος, χωρίς κάνεις να μπορεί να καταλάβει πραγματικά την εννοιολογική σχετικότητά τους, καταλήγοντας έτσι γρήγορα στο συμπέρασμα ότι πέρα από την άγαρμπη απόπειρα στιλιστικού χρωματισμού των σκηνών, δεν αποκτούν καμία απολύτως αξία. Δυστυχώς, σχεδόν ποτέ δεν μπορείς να βιώσεις το αδιέξοδο, ο κόσμος δεν καταρρέει μπροστά στα μάτια των ηρώων και η θηλιά δεν σφίγγει ολοένα και περισσότερο γύρω από τον λαιμό. Η δε δραματική ανατροπή του φινάλε μοιάζει οφειλόμενη περισσότερο σε αδέξια σεναριακή ανάπτυξη, παρά σε οποιαδήποτε συνειδητοποιημένη απόφαση ψυχολογικής πολυπλοκότητας των χαρακτήρων που την απαρτίζουν.
Προσπαθώντας να μας πείσει για τις καλές (ετεροσεξουαλικές) του προθέσεις, το φιλμ περίπου στη μέση στρατολογεί την Αλίσια Βικάντερ ως τη ρομαντική πινελιά της πλοκής, σε έναν ρόλο κακογραμμένο και άκρως υποβαθμισμένο, διατηρώντας παράλληλα το στερεοτυπικό, σχεδόν υποχρεωτικό μείγμα της αντρικής φαντασίωσης: τη βασανισμένη ύπαρξη με το υπέροχο σώμα και την τρυφερή καρδιά. Εντούτοις, οι δυο βασικοί ρόλοι καταφέρνουν να πουν αυτό που θέλουν (κυρίως με τις σιωπές τους και όχι με αυτά που εκφωνούν), με τον ΜακΓκρέγκορ -παρά το αταίριαστο φιζίκ- να παραθέτει έναν στέρεο, αγχωτικό και τελειομανή αντιήρωα, που όμως δεν κατορθώνει να ανεβάσει το φιλμ ψηλά.
Επηρεασμένο εμφανέστατα από τον ζοφερό και στιλιζαρισμένο εγκληματικό κόσμο του Μάικλ Μαν (και κατά δεύτερο λόγο του πρόσφατα εκλιπόντος Τόνι Σκοτ), το «Ο Νόμος της Σιωπής» δεν επιβεβαιώνει τις όποιες καλές προθέσεις της σκηνοθεσίας, εμμένοντας σε κοινότοπες και ξεπερασμένες γραμμές. Στενογραφημένο σε τέτοιον βαθμό, ώστε σε κάνει διαρκώς να αναρωτιέσαι «πώς, που και γιατί», το φιλμ ρέει άτονο και υπνωτισμένο, αναμένοντας, άλλα αποτυγχάνοντας οριστικά να κοιτάξει πρόσωπο με πρόσωπο την άγρια ταινία δράσης που μοιάζει να μαίνεται γύρω του. Ένα όχι ακριβώς ολοκληρωμένο θρίλερ-προϊόν μαζικής κατανάλωσης, δίχως στιβαρό κέντρο βάρους και τόσο τυποποιημένο, όσο μια σκηνή θορυβώδους, φανταχτερής και σχεδόν αναίμακτης αυτοκινητιστικής καταδίωξης.
Βαθμολογία: