Ο Τζόνι Μάρκο είναι διάσημος ηθοποιός, ζει μέσα στις καταχρήσεις και κατοικεί στο θρυλικό Chateau Marmont Hotel στο Χόλιγουντ. Οι μέρες του είναι μια θολούρα από ποτά, γυναίκες, γρήγορα αυτοκίνητα και φανατικούς θαυμαστές. Παγιδευμένος σε έναν τεχνητό κόσμο γεμάτο διασημότητες, ο Τζόνι έχει χάσει κάθε ίχνος του πραγματικού του εαυτού. Όλα όμως αλλάζουν όταν η 11χρονη κόρη του εμφανίζεται απροειδοποίητα, και άθελα της αρχίζει να τον προσγειώνει.

Σκηνοθεσία:

Sofia Coppola

Κύριοι Ρόλοι:

Stephen Dorff … Johnny Marco

Elle Fanning … Cleo Marco

Michelle Monaghan … Rebecca

Chris Pontius … Sammy

Ellie Kemper … Claire

Laura Chiatti … Sylvia

Lala Sloatman … Layla

Laura Ramsey … γυμνή ξανθιά

Benicio Del Toro … διάσημος

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Sofia Coppola

Παραγωγή: G. Mac Brown, Roman Coppola, Sofia Coppola

Μουσική: Phoenix

Φωτογραφία: Harris Savides

Μοντάζ: Sarah Flack

Σκηνικά: Anne Ross

Κοστούμια: Stacey Battat

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Somewhere
  • Ελληνικός Τίτλος: Somewhere

Κύριες Διακρίσεις

  • Χρυσός Λέοντας στο φεστιβάλ Βενετίας.

Παραλειπόμενα

  • Η σκηνοθέτις αρνήθηκε ότι παρείσφρησε αυτοβιογραφικά στοιχεία, αν και η σχέση των δύο ηρώων με εκείνης και του διάσημου πατέρα της, Francis Ford Coppola, μοιάζει να συγκλίνει. Παρόλα αυτά παραδέχτηκε ότι υπάρχουν κάποιες σκηνές που παραπέμπουν στα νιάτα της.
  • Η Sofia Coppola ήθελε ένα μινιμαλιστικό στυλ, ειδικά μετά τις κριτικές για το “υπερφορτωμένο” Μαρία Αντουανέτα. Για το οπτικό κομμάτι δέχτηκε επιρροές από τα πορτρέτα διάσημων του Bruce Weber, τις φωτογραφίες μοντέλων στο Σατό Μαρμόν του Helmut Newton, και την cult ταινία Ζαν Ντιλμάν (1975) της Chantal Akerman.
  • Η Coppola έγραψε τον ρόλο του Τζόνι Μάρκο έχοντας κατά νου τον Stephen Dorff.
  • Ο παραγωγός Fred Roos ήταν που πρότεινε για το καστ την Elle Fanning, αλλά η σκηνοθέτιδα ήταν διστακτική, μια και τη θεωρούσε μια τυπική χολιγουντιανή ηθοποιό. Όταν όμως συναντήθηκαν, η Coppola άφησε στην άκρη κάθε ενδοιασμό.
  • Η δημιουργός αναγκάστηκε να κάνει εμφάνιση στο ριάλιτι Uncover Girls, ώστε να μπορέσει να αποκτήσει πρόσβαση με την έπαυλη Playboy, αλλά και να γνωρίσει τις δίδυμες playmate Kristina Shannon και Karissa Shannon, που παίζουν έναν μικρό αλλά σημαντικό ρόλο στην ταινία της.
  • Πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα, οι Stephen Dorff, Elle Fanning και Lala Sloatman αυτοσχεδίασαν μεταξύ τους γεύματα αλλά και τσακωμούς, ώστε να αισθανθούν τη δυναμική μιας οικογένειας. Ο δε Dorff έπαιρνε τη Fanning από το σχολείο και περνούσαν μαζί τα απογεύματα. Κατά τα γυρίσματα πλέον, ο Dorff έμενε μόνιμα στο Chateau Marmont, ώστε να κατανοήσει καλύτερα τον χαρακτήρα που ερμήνευε.
  • Το σενάριο είχε μόλις 43 σελίδες, με πολλά από όσα βλέπουμε να είναι προϊόντα αυτοσχεδιασμού.
  • Πολλοί αμφισβήτησαν την εγκυρότητα του Χρυσού Λέοντα στη Βενετία, πόσο μάλλον όταν πρόεδρος της επιτροπής ήταν ο Quentin Tarantino, που τύγχανε πρώην δεσμός της Sofia Coppola. Παρόλα αυτά, η απόφαση της επιτροπής ήταν ομόφωνη.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Η γαλλική ροκ μπάντα των Phoenix ανέλαβε εξολοκλήρου το σάουντρακ. Ο τραγουδιστής τους, ο Thomas Mars, είναι ο σύζυγος της Coppola.

Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος

Έκδοση Κειμένου: 1/11/2010

Ένας χαμηλών τόνων νέος χολιγουντιανός σταρ, ούτε ψωνισμένος, ούτε προβληματισμένος, διάγει ανόρεκτα μια ανούσια ζωή σε ξενοδοχεία, με ιδιωτικά στριπ σόου, μασάζ, πισίνα, συνεντεύξεις, παραλαβή βραβείου κ.λ.π. Κάποια στιγμή ενεργοποιείται κάπως, έχοντας αναλάβει για λίγες μέρες την 11χρονη χαριτωμένη, ισορροπημένη κόρη του γιατί η εν διαστάσει, επίσης πολυάσχολη, πρώην σύζυγος έχει μια δουλειά.

Η Σοφία Κόπολα κρατώντας αποστάσεις χωρίς να μελοποιεί ή να ηθικολογεί, καταγράφει το κενό πίσω από την απατηλή λάμψη, μέχρι, προ το τέλος, να κάνει το λάθος να υψώσει τον τόνο με ένα δυο «δραματικές» ατάκες και μια «φυγή» σε εθνική οδό υπογραμμισμένη με μουσική φόρτιση. Είναι μια ενδιαφέρουσα «μικρή» ταινία, (διαθέτει μια αυθεντικότητα, όπως όλες οι ταινίες της, είναι εν τέλει «ψάχτης» όπως ο πατέρας της), σίγουρα όμως, όχι αντάξια ενός Χρυσού Λέοντα της Βενετίας.

Ο Stephen Dorff μοιάζει να έφερε εις πέρας αυτό ακριβώς που ζητούσε η Κόπολα. Το υπαρξιακό αδιέξοδό του, κυλάει πολύ υποδόρια αλλά όταν έρχεται στην επιφάνεια, προβάλλει φυσιολογικά.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 1/11/2010

Η Coppola είναι δημιουργός από καλή πάστα, και είναι ευχάριστο που επανέρχεται στον χαρακτήρα του Χαμένοι στη Μετάφραση, το οποίο όμως δεν απειλήθηκε ως καλύτερη της δουλειά. Από το Somewhere λείπει η πικρά χιουμοριστική όψη του Bill Murray και η υπόνοια πλοκής. Η κόρη τού πιο διάσημου αμπελουργού θέλει και πετυχαίνει να περάσει στον θεατή αυτό που θέλει να πει, το «point» που λένε και οι αγγλόφωνοι. Το πρόβλημα είναι πως πρέπει να είσαι πολύ αφηρημένος για να μην έχεις πιάσει αυτό το «point» από τα δέκα πρώτα λεπτά. Η ταινία όμως δεν διαρκεί μισή ώρα και, μάλιστα, η Coppola είναι εγκλωβισμένη στο θέμα της, το οποίο απαιτεί τη μεγάλου μήκους διάρκεια, με απώτερο σκοπό να σε κουράσει για να σε πείσει…

Στεγνά-κοφτά, η ταινία μπορεί πράγματι να σας κουράσει και μάλιστα πολύ. Δεν θέλω καν να αναφερθώ περί της νοηματικής της διάστασης, γιατί δεν βλέπω πολλούς ακόμα λόγους για να την προτιμήσετε. Και μη φοβάστε αν δεν πιάσετε καθόλη τη διάρκεια το νόημα, στο φινάλε το φιλμ σού το κάνει φραγκοδίφραγκα. Ο Dorff δεν κουράζεται να αποδώσει τον κεντρικό χαρακτήρα, τον βοηθάει η περσόνα του. Δεν ξέρω καν αν θα σας παραξενέψει το γεγονός πως το έργο δεν έχει ανάγκη ούτε ερμηνείες, ούτε σενάριο, ούτε κάποια ξεχωριστή τεχνική. Όλο το κόλπο είναι η άποψη και το προσωπικό ύφος της Coppola, άξια απόγονος ενός σινεμά που ξεκίνησε στη Γερμανία στα 1970. Αλλά είναι απόγονος, δεν είναι αρχιμάστορας…

Βαθμολογία:


Κριτικός: Σοφία Γουργουλιάνη

Έκδοση Κειμένου: 4/11/2010

H Sophia Coppola με το Somewere γυρνάει στα παλιά κι αν μη τι άλλο γνωστά της λημέρια. Η νέα της ταινία κινείται στο μοτίβο του Χαμένοι στη Μετάφραση. Αργοί ρυθμοί, ιδιαίτερο σκηνοθετικό ύφος κι εξαιρετικές ερμηνείες. Ναι, το σκηνοθετικό της στυλ μπορεί να το έχουμε ξαναδεί, το ύφος της όμως, κυριολεκτικά, «δεν χορταίνεται». Και για άλλη μια φορά, αποδεικνύει το απαράμιλλο ταλέντο της, αυτό ακριβώς το ταλέντο χάρη στο οποίο μας συστήνεται ως η Sophia Coppola κι όχι ως η κόρη του Coppola.

Πέρα από τη γεμάτη φιλμική νοσταλγία σκηνοθεσία, επιλέγει κι έναν κεντρικό χαρακτήρα, τον οποίο αναπτύσσει ορθόδοξα κι αρκετά ολοκληρωμένα. Ένας σταρ-αιώνιο παιδί με χαώδη προσωπική ζωή και διανοητικό επίπεδο χρυσόψαρου, μετατρέπεται μπροστά στα μάτια μας σε άντρα κι αποδεικνύεται περισσότερο ευθυνόφοβος παρά αμελής και ράθυμος. Αυτός ο αλήτης που όλες οι γυναίκες αγαπούν να μισούν μετατρέπεται τελικά σε έναν ακόμη πατέρα που δεν μπορεί να χαλάσει χατίρι στην κόρη του.

Βέβαια, η ταινία έχει ένα μεγάλο μειονέκτημα. Είναι απόλυτα προβλέψιμη. Και είναι τόσο προβλέψιμη που μοιάζει φλύαρη και δεν εκπλήσσει σε κανένα της σημείο. Μπορεί το ότι αποφεύγει τα κλισέ να μοιάζει με κατόρθωμα, αν λάβουμε υπόψη το θέμα που διαχειρίζεται. Το πρόβλημα όμως δεν πηγάζει από τα κλισέ, πηγάζει από το ίδιο το θέμα και τον τρόπο που το προσεγγίζει. Οι τόσο αργοί ρυθμοί σε αφήνουν με την αίσθηση ότι παρακολουθείς μαθήματα σκηνοθετικής δεξιοτεχνίας, κι όχι μια ολοκληρωμένη ταινία που έχει πράγματα να σου πει και να σου δώσει.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

14 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *