
Χαμόγελα Καλοκαιρινής Νύχτας
- Sommarnattens Leende
- Smiles of a Summer Night
- 1955
- Σουηδία
- Σουηδικά
- Αισθηματική, Εποχής, Κομεντί
Στη Σουηδία του 1901, η ηθοποιός Ντεζιρέ δέχεται την επίσκεψη του δικηγόρου Φρέντρικ Έγκερμαν, παλιού εραστή της, ο οποίος παντρεύτηκε πρόσφατα τη νεαρή Άνε, σχεδόν συνομήλικη με το γιο του, Χένρικ. Η ξαφνική άφιξη του κόμη Μάλκομ, του νυν εραστή της Ντεζιρέ, μετατρέπει την ερωτική τους επανασύνδεση σε γελοίο κωμειδύλλιο. Θέλοντας να ξανακερδίσει τον Φρέντρικ, η ηθοποιός διοργανώνει ένα διήμερο στη εξοχή, όπου προσκαλούνται ο Μάλκομ με τη σύζυγό του, ο Φρέντρικ, η Άνε, ο Χένρικ και η υπηρέτρια Πέτρα. Ένα αφροδισιακό δείπνο χρησιμεύει ως εισαγωγή σε μια τρελή νύχτα όπου τα ζευγάρια χωρίζουν και επανασυνδέονται σύμφωνα με τις ιδιοτροπίες του έρωτα και της τύχης.
Σκηνοθεσία:
Ingmar Bergman
Κύριοι Ρόλοι:
Ulla Jacobsson … Anne Egerman
Eva Dahlbeck … Desiree Armfeldt
Margit Carlqvist … κόμισσα Charlotte Malcolm
Gunnar Bjornstrand … Fredrik Egerman
Bjorn Bjelfvenstam … Henrik Egerman
Jarl Kulle … κόμης Carl Magnus Malcolm
Harriet Andersson … Petra
Ake Fridell … Frid
Naima Wifstrand … Κα Armfeldt
Jullan Kindahl … Beata
Gull Natorp … Malla
Yngve Nordwall … Ferdinand
Birgitta Valberg … ηθοποιός
Bibi Andersson … ηθοποιός
Sigge Furst … αστυνομικός
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Ingmar Bergman
Παραγωγή: Allan Ekelund
Μουσική: Erik Nordgren
Φωτογραφία: Gunnar Fischer
Μοντάζ: Oscar Rosander
Σκηνικά: P.A. Lundgren
Κοστούμια: Mago
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Sommarnattens Leende
- Ελληνικός Τίτλος: Χαμόγελα Καλοκαιρινής Νύχτας
- Διεθνής Τίτλος: Smiles of a Summer Night
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- A Little Night Music (1977)
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Bafta καλύτερης ταινίας από οποιαδήποτε προέλευση, ξένου ηθοποιού (Gunnar Bjornstrand) και ξένης ηθοποιού (Eva Dahlbeck).
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών. Ειδικό βραβείο “ποιητικού χιούμορ”.
Παραλειπόμενα
- Κορύφωση του “κωμικού Bergman”, αλλά και η ταινία που του απέφερε τα κεφάλαια ώστε να επιστρέψει στο πιο προσωπικό και δραματικό σινεμά (κι ενώ το σουηδικό ινστιτούτο τον είχε προειδοποιήσει πως αν δεν έκανε επιτυχία, δεν θα του έδινε ξανά χρήματα). Ήταν μια περίοδος που είχε οικονομικά προβλήματα, έντονους πόνους στο στομάχι (ζύγισε μόλις 56 κιλά), αλλά και φλέρταρε με τη Harriet Andersson. Αργότερα ο Bergman θα πει ότι εάν δεν έκανε αυτή την ταινία, πιθανώς να αυτοκτονούσε.
- Γυρίστηκε μέσα στο κατακαλόκαιρο, μέσα σε 55 ημέρες. Χρειάστηκαν όμως και δύο εξτρά ημέρες μέσα στον Νοέμβρη για να ολοκληρωθεί.
- Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, ο δεσμός του Bergman με τη Harriet Andersson έφτανε σε μια στενάχωρη κορύφωση, αλλά γεννιόταν μυστικά αυτός του δημιουργού με την Bibi Andersson (τα επίθετα ήταν καθαρή συνωνυμία). Αυτό οδήγησε όχι μόνο στο να δώσει στην Bibi Andersson έναν μικρό ρόλο (αργότερα θα εξελιχτεί ως μία από τις μούσες του), αλλά και στο να παρεισφρήσουν στοιχεία από την ερωτική του περιπέτεια επί της πλοκής.
- Ακόμα κι αν θεωρείται ο πλέον κωμικός Bergman, ο ίδιος είχε δηλώσει ότι “το φιλμ είναι πολύ σκοτεινότερο από ό,τι δείχνει”.
- Σύμφωνα με τον δημιουργό, το σουηδικό ινστιτούτο κινηματογράφου κατέθεσε την ταινία στις Κάνες δίχως να έχει εκείνος γνώση. Χρειάστηκε να διαβάσει σε μια εφημερίδα τον τίτλο “σουηδική επιτυχία στις Κάνες”, μαθαίνοντας στη συνέχεια ότι αναφέρονταν σε εκείνον.
- Το σενάριο άντλησε έμπνευση από το Όνειρο Θερινής Νυκτός του William Shakespeare, αλλά με τη σειρά του δάνεισε υλικό στο μιούζικαλ A Little Night Music του Stephen Sondheim (μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο), και στο Σεξοκωμωδία Θερινής Νύχτας του Woody Allen (επιπλέον, η σκηνή του χορού παρωδείται στον Ειρηνοποιό του Allen).
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Εκτός από την αυθεντική μουσική, ακούμε και δουλειές των Robert Schumann, Frederic Chopin, Franz Liszt, Wolfgang Amadeus Mozart και το παραδοσιακό Elvira Madigan (Madigans Visa) του Johan Lindstrom Saxon.
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 12/12/2022
Στη Σουηδία των αρχών του αιώνα, τέσσερις άνδρες και τέσσερις γυναίκες προσπαθούν να πλοηγηθούν στα επικίνδυνα νερά των ερωτικών σχέσεων. Ο Fredrik Egerman (Gunnar Bjornstrand), ένας επιτυχημένος δικηγόρος, έχει παντρευτεί την Anne (Ulla Jacobson), μια γυναίκα πολύ νεότερη από τον ίδιο, αλλά δεν έχει ολοκληρώσει ακόμη τον γάμο. Εν αγνοία του Fredrik, ο γιος του από προηγούμενο γάμο, ο Henrik (Bjorn Bjelvenstam), είναι τρελά ερωτευμένος με την Anne αλλά ερωτοτροπεί και με την ερωτικά διαθέσιμη υπηρέτρια Petra (Harriet Andersson), παρά το γεγονός ότι προορίζεται για ιερέας. Μια επίσκεψη στο θέατρο επιτρέπει στον Fredrik να αναζωπυρώσει τη σχέση του με μια πρώην ερωμένη του, την ηθοποιό Desiree Armfeldt (Eva Dahlbeck), ενώ ανακαλύπτει ότι έχει μαζί της έναν γιο. Η Desiree είναι ακόμα θυμωμένη με τον Fredrik, αλλά συνειδητοποιεί ότι ο σημερινός εραστής της, ένας πολεμοχαρής στρατιωτικός, ο κόμης Magnus Malcom (Jarl Kulle), δεν θα ανεχθεί έναν αντίζηλο, αν και ο ίδιος είναι παντρεμένος με τη ζηλιάρα κόμισσα Charlotte (Margit Carlqvist). Η Desiree είναι αποφασισμένη να ξανακερδίσει τον Fredrik, και έτσι προσκαλεί όλους τους παίκτες αυτού του περίπλοκου πλέγματος αγάπης στο εξοχικό της. Κατά τη διάρκεια του σαββατοκύριακου οι γυναίκες συνεργάζονται, και με την επίδραση ενός μαγικού φίλτρου κατορθώνουν να αναπροσαρμόσουν τους συζύγους, τους φίλους και τους εραστές στις θέσεις που πρέπει…
Τα «Χαμόγελα Καλοκαιρινής Νύχτας» είναι μία από τις σπουδαίες ερωτικές κωμωδίες του κινηματογράφου, και τη συνοδεύει η φήμη της καλύτερης γαλλικής φάρσας που έγινε ποτέ εκτός Γαλλίας. Εμπνευσμένη από το θεατρικό «Όνειρο Θερινής Νύχτας» του William Shakespeare αλλά και το κινηματογραφικό «La Ronde» (1950) του Max Ophuls, αποτελεί μια ωδή στη φιλαρέσκεια, ένα καρουζέλ από ερωτικές σχέσεις και ίντριγκες μέσα στον φαύλο κύκλο της ερωτικής επιθυμίας.
Το σενάριο, πνευματώδες και αποφθεγματικό, παίζει με χάρη και κέφι με αρχετυπικά μπεργκμανικά θέματα όπως η φύση του έρωτα, το πρόβλημα της ταυτότητας και η αδυναμία διαρκούς συναισθηματικής ικανοποίησης. Και αν και το φιλμ είναι πρώτα και κύρια μια κωμωδία, εξακολουθεί να επιτρέπει στον Bergman να εξερευνά με βαθιά διορατικότητα και ευφυΐα τη σχέση μεταξύ ανδρών και γυναικών, τα προβλήματα και τις νευρώσεις τους, την ερωτική επιθυμία και τον φόβο των γηρατειών, με φράσεις όπως: «Γιατί η νεότητα είναι τόσο τρομερά ανελέητη;»
Στο μπεργκμανικό σύμπαν, οι άντρες είναι ανόητα μεγαλόσωμα παιδιά, εγωιστές και αλαζόνες. Η ζωή τους είναι απλώς μια σειρά από παιχνίδια ρωσικής ρουλέτας, μια ανούσια ακολουθία τυχαίων γεγονότων που μπορεί να φέρουν επιτυχία, καταστροφή ή ταπείνωση σύμφωνα με την ιδιοτροπία της Μοίρας. Ο φαλλοκράτης κόμης δηλώνει με στόμφο «Μπορώ να ανεχτώ την απιστία της γυναίκας μου, αλλά αν κάποιος αγγίξει την ερωμένη μου, γίνομαι τίγρης». Αλλά αργότερα το αντιστρέφει: «Μπορώ να ανεχτώ κάποιον να φλερτάρει την ερωμένη μου, αλλά αν κάποιος αγγίξει τη γυναίκα μου, γίνομαι τίγρης»…
Αντίθετα οι γυναίκες φαίνεται να είναι το κυρίαρχο φύλο, καθώς χρησιμοποιούν την ανδρική λίμπιντο ως εργαλείο για να πάρουν ακριβώς αυτό που θέλουν. Είναι ισχυρογνώμονες, δολοπλόκες και σαγηνευτικές, ενώ βλέπουν τη ζωή σαν παρτίδα σκάκι, στην οποία παίζουν με προσεκτικά υπολογισμένες κινήσεις. Η σύζυγος του κόμη παραδέχεται ότι μισεί τους άντρες και βρίσκει απωθητικά τα «τριχωτά» σώματά τους, αλλά σε κάθε περίπτωση «η άποψη μιας γυναίκας σπάνια βασίζεται στην αισθητική. Και μπορεί κανείς πάντα να σβήσει το φως».
Το δεύτερο μέρος της ταινίας τοποθετείται σε ένα πάρτι του σουηδικού «Μεσοκαλόκαιρου», με την άρνηση του καλοκαιρινού ουρανού να σκοτεινιάσει, να κάμπτει τις αντιστάσεις των χαρακτήρων δημιουργώντας απολαυστικές φαρσικές επιπλοκές. Η κινηματογράφηση του Gunnar Fischer ζωγραφίζει τα ατμοσφαιρικά κάδρα σε αποχρώσεις του γκρι: η μουντή, ονειρική κατήφεια των εικόνων ταιριάζει υπέροχα στο δράμα των χαρακτήρων.
Αποδεικνύοντας τη σκηνοθετική του ωριμότητα, ο Bergman συνοψίζει και απογειώνει την ταινία με μια κωμική σεκάνς ανθολογίας. Η σύγκρουση των ρομαντικών επιθυμιών και των θρησκευτικών πεποιθήσεων του νεαρού επίδοξου ιερέα τον οδηγεί σε απόπειρα αυτοκτονίας. Ωστόσο, όταν προσπαθεί να κρεμαστεί, αντί να συναντήσει τον «Πλάστη» του, πέφτει πάνω στον κρυφό μοχλό που θέτει το κρεβάτι του διπλανού δωματίου σε κίνηση. Το κρεβάτι γλιστρά μέσα από τον τοίχο και φέρνει ξαπλωμένη μπροστά του την Anne, το αντικείμενο του πόθου του. Το επόμενο βήμα του είναι να φύγει μαζί της. Αυτό είναι το πρώτο «χαμόγελο» της καλοκαιρινής νύχτας «για τους νέους εραστές που ανοίγουν την καρδιά τους ο ένας στον άλλον».
Τα άλλα χαμόγελα ακολουθούν σύντομα. Πρώτα, ο κόμης Malcom, θεωρώντας ότι έχει απατηθεί από τη σύζυγο του, προκαλεί τον Egerman σε ένα παιχνίδι ρωσικής ρουλέτας, με ένα όπλο στο οποίο αντί για σφαίρα έχει βάλει αιθάλη. Αυτό το τέχνασμα του κόμη που θέλει να εξευτελίσει τον αντίζηλο του αποκαλύπτει την αληθινή αγάπη για τη γυναίκα του. Εν τω μεταξύ, ο γεμάτος αιθάλη Egerman παρηγορείται από την Desiree. Κάθε χαρακτήρας έχει βρει επιτέλους τον ταιριαστό ερωτικό του σύντροφο. Αυτό είναι το δεύτερο χαμόγελο «για τους γελωτοποιούς, τους ανόητους και τους αδιόρθωτους». Κι ενώ αυτές οι ρομαντικές συνωμοσίες συμβαίνουν στην εξοχική κατοικία, η υπηρέτρια κάνει έρωτα στην ύπαιθρο, πάνω σε σωρούς από σανό, με τον αμαξά. Αυτό είναι το τρίτο χαμόγελο για «τους λυπημένους και αποθαρρημένους, τους άυπνους και τις χαμένες ψυχές, τους φοβισμένους και τους μοναχικούς». Η ζωή και το γαϊτανάκι του έρωτα θα συνεχίσουν να περιστρέφονται, όπως ακριβώς ο ανεμόμυλος του τελικού πλάνου.
Στα «Χαμόγελα Καλοκαιρινής Νύχτας» ο Bergman βρίσκει την ιδανική ισορροπία μεταξύ συναισθηματικής εμπλοκής και ειρωνικής απόστασης, σηματοδοτώντας την κορύφωση του πρώιμου έργου του και ανοίγοντας τον δρόμο για τον ζοφερό γοτθισμό της «Έβδομης Σφραγίδας» και το συμβολικό ονειρικό τοπίο των «αγριοφραουλών».
Για μια φορά ακόμη εξερευνά ένα από τα αγαπημένα του παράδοξα. Ο έρωτας είναι δώρο και τιμωρία, οι άνθρωποι που αγαπιούνται βαθιά δεν μπορούν να ζουν για πάντα μαζί. Σαν αντιστάθμισμα επινοούν εύκολους ερωτικούς στόχους για να καλύψουν τον πόνο και την απογοήτευση που προκαλούν οι δύσκολοι πραγματικοί.
Βαθμολογία: