Η τελευταία αποστολή του Μποντ στην Τουρκία δεν έχει καθόλου καλή κατάληξη και μερικοί από τους πιο σημαντικούς μυστικούς πράκτορες του κόσμου εκτίθενται ανεπανόρθωτα. Τα γραφεία της MI6 δέχονται βομβιστική επίθεση και η M, υπό καθεστώς πίεσης κι αμφισβήτησης από τον νέο πρόεδρο της επιτροπής μυστικών υπηρεσιών και ασφάλειας, Μάλορι, αναγκάζεται να λάβει δραστικά μέτρα. Η MI6 απειλείται από μέσα και απ’ έξω και η M δεν μπορεί να εμπιστευτεί κανέναν άλλο, εκτός από τον Μποντ. O 007 βυθίζεται στο σκοτεινό παρελθόν, με μόνη βοηθό την πράκτορα Ιβ, για να ακολουθήσει τα ίχνη του μυστηριώδους Σίλβα, τα κίνητρα του οποίου πρέπει να ανακαλύψει.

Σκηνοθεσία:

Sam Mendes

Κύριοι Ρόλοι:

Daniel Craig … James Bond

Javier Bardem … Raoul Silva

Ralph Fiennes … Gareth Mallory

Judi Dench … M

Albert Finney … Kincade

Naomie Harris … Eve

Berenice Marlohe … Severine

Helen McCrory … Clair Dowar

Rory Kinnear … Bill Tanner

Ola Rapace … Patrice

Ben Whishaw … Q

Τόνια Σωτηροπούλου … ερωμένη του Bond

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Neal Purvis, Robert Wade, John Logan

Παραγωγή: Barbara Broccoli, Michael G. Wilson

Μουσική: Thomas Newman

Φωτογραφία: Roger Deakins

Μοντάζ: Stuart Baird

Σκηνικά: Dennis Gassner

Κοστούμια: Jany Temime

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Skyfall
  • Ελληνικός Τίτλος: Skyfall
  • Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Sky Fall

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Σεναριακή Πηγή

  • Σειρά μυθιστορημάτων (χαρακτήρες): James Bond του Ian Fleming.

Κύριες Διακρίσεις

  • Όσκαρ τραγουδιού (Skyfall) και ηχητικών εφέ. Υποψήφιο για μουσική, φωτογραφία και ήχο.
  • Χρυσή Σφαίρα τραγουδιού (Skyfall).
  • Βραβείο Bafta καλύτερης βρετανικής ταινίας και μουσικής. Υποψήφιο για δεύτερο αντρικό ρόλο (Javier Bardem), δεύτερο γυναικείο ρόλο (Judi Dench), φωτογραφία, μοντάζ, σκηνικά και ήχο.

Παραλειπόμενα

  • Η 23η περιπέτεια του 007 ήταν προγραμματισμένη να ξεκινήσει γυρίσματα το 2010. Τα έντονα οικονομικά προβλήματα (στα όρια της χρεωκοπίας) όμως της MGM έφεραν τα σχέδια πίσω, σε σημείο να απειλήσουν ακόμα και την ύπαρξη του φιλμ. Το σίγουρο είναι πως προκάλεσαν την παραίτηση του σεναριογράφου Peter Morgan. Αργότερα ο Morgan δήλωνε πως το τελικό σενάριο πάτησε πάνω στον δικό του κεντρικό κορμό.
  • Μια διαρροή το 2011, προερχόμενη από σερβική εφημερίδα, έλεγε πως η ταινία θα είχε τίτλο Carte Blanche και πως θα ήταν διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος του Jeffery Deaver. Η λιτή διάψευση από την Eon Productions δεν άργησε να ακολουθήσει.
  • Τον Οκτώβριο του 2011, αναφέρθηκε ότι η MGM και η Sony είχαν καταχωρίσει σε ιντερνετικό σέρβερ 15 διευθύνσεις ιστοσελίδων, ανάμεσα στις οποίες ήταν και οι jamesbond-skyfall.com και skyfallthefilm.com. Σε έναν ακριβώς μήνα έγινε γνωστός ο τελικός τίτλος.
  • Η επίσημη αναγγελία του τελικού καστ έγινε στο ξενοδοχείο Corinthia του Λονδίνου, στις 3/11/2011. Αυτό συνέπιπτε με τα 50 χρόνια από την ημέρα που είχε ανακοινωθεί το όνομα του Sean Connery για το Δρ. Νο. Τον Οκτώβριο του 2012 που βγήκε η ταινία στις αίθουσες, ήταν η 50ή επέτειος της σειράς.
  • Ονόματα που ακούστηκαν για τα δύο νέα «Bond-girls» ήταν: Freida Pinto, Olivia Wilde, Rachel Weisz, Esti Ginzburg, Margarita Levieva, Alice Eve, Ana Araujo, Emilia Fox και Ebru Akel.
  •  Η παρουσία στο πλάι του Μποντ της Τόνιας Σωτηροπούλου την έκανε σούπερ-σταρ στη χώρα μας, αν και η πολύ σύντομη εμφάνιση της επί της οθόνης δεν δικαιολογεί τον τίτλο της πρώτης ελληνίδας Bond-girl. Στους τίτλους αναγράφεται ως “Bond’s lover”.
  • Η πρώτη φορά που ένας οσκαρικός σκηνοθέτης σκηνοθετεί Μποντ. Συμβολικά, αυτή είναι η 7η ταινία (007) του Sam Mendes. Λόγω του Mendes, υποψήφιος ήταν να παίξει κι ο Kevin Spacey.
  • Γυρίσματα έγιναν σε Αγγλία, Σκωτία, Τουρκία, Ιαπωνία και Κίνα.
  • Πρώτη ταινία Μποντ που έγινε διαθέσιμη για αίθουσες IMAX. Ο Roger Deakins όμως χρησιμοποίησε κάμερες Arri Alexa για τα γυρίσματα, με την μετατροπή για IMAX να γίνεται πάνω στο τελικό υλικό.
  • Η παγκόσμια πρεμιέρα έγινε στο Royal Albert Hall, και παρέστη σε αυτήν ο πρίγκιπας Κάρολος με τη σύζυγο του.
  • Έγινε η 14η ταινία που προσπέρασε σε κέρδη το ένα δισεκατομμύριο δολάρια, συγκεντρώνοντας συνολικά 1 δις και 109 εκατομμύρια δολάρια (με μπάτζετ 200). Είχε έτσι γίνει η 7η εμπορικότερη ταινία όλων των εποχών, αλλά και κορυφαία στην αντίστοιχη λίστα των 007 ή αυτών που είχαν διανεμηθεί ποτέ από τη Sony ή την MGM.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Μεγάλη απήχηση για το ομότιτλο τραγούδι, σε ερμηνεία και σύνθεση της Adele. Σε ετήσια βάση, ήταν το 20ό πιο παραγωγικό στη Μεγάλη Βρετανία και στο Νο 49 του αμερικανικού μπίλμπορντ.
  • Το τραγούδι Skyfall δεν εμπεριέχεται στο επίσημο σάουντρακ της ταινίας, αλλά βγήκε μονάχα σε σινγκλ. Αυτό έχει συμβεί μονάχα άλλη μία φορά στην ιστορία των 007, με το Casino Royale.
  • Δεύτερη μόλις φορά που η μουσική ενός Μποντ φτάνει στις υποψηφιότητες των Όσκαρ. Η πρώτη φορά ήταν το 1977 με το Η Κατάσκοπος που με Αγάπησε.

Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος

Έκδοση Κειμένου: 26/10/2012

Η κινηματογραφική μυθολογία του Τζέιμς Μποντ, βασισμένη στα βιβλία του Ίαν Φλέμινγκ, προέκυψε από τα εξής στοιχεία: τον μυθοποιημένο ρόλο των πρακτόρων της εποχής του ψυχρού πολέμου μπολιασμένο με κοσμοπολίτικο ερωτισμό, το φλεγματικό αγγλικό χιούμορ που απηχούσε ακόμη το μεγαλείο της κάποτε αυτοκρατορίας και την τεχνολογία που τότε έμοιαζε πιο φαντασμαγορική στα μάτια του κόσμου απ’ ότι σήμερα που τα θαύματα της επιστήμης είναι μια καθημερινή ρουτίνα. Η μυθολογία αυτή είχε τέτοια μεγάλη απήχηση, που ο πράκτωρ 007 έγινε ένα αρχέτυπο που ξεπέρασε την κουλτούρα της δεκαετίας του 1960 και από τότε επιμένει να επιζεί σε κάθε δεκαετία, προσαρμοζόμενο σε κάθε νέα αντίληψη.

Ήδη από το Casino Royal της νέα σειράς με τον Ντάνιελ Κρεγκ, είδαμε έναν Μποντ πιο ρεαλιστικό, πιο «βρώμικο», λιγότερο στιλάτο και πιο ευάλωτο σε συναισθήματα. Ωστόσο, η «πρακτορική» μυθολογία παρέμενε ακέραιη. Το δεύτερο έμοιαζε να κάνει κοιλιά και σχεδόν ευχόμουν να τελειώσει η όλη επιστροφή. Παρόλα αυτά, το εμπόριο είναι εμπόριο και οι παραγωγοί πάντα ποντάρουν. Και η λύση που βρήκαν ήταν μάλλον η πιο έξυπνη. Όπως ο Νόλαν πήρε τον Μπάτμαν και τον υπέβαλε σε ένα δραματικό πλαίσιο, έτσι και εδώ οι σεναριογράφοι της νέας σειράς στρέφονται στο δράμα και μάλιστα σε κατάσταση «εσωτερικών» υποθέσεων. Ο εχθρός δεν είναι παρά ένας παλιός πράκτορας, κάποτε κι αυτός κανακάρης της Μ, που πλήρωσε πολύ άσχημα την αφοσίωση στην υπηρεσία και τώρα θέλει να τα τινάξει όλα στον αέρα, στοχοποιώντας τη Μ, ενώ ταυτόχρονα έρχεται στην επιφάνεια και το παρελθόν του Μποντ από τα παιδικά χρόνια, όπου και πάλι η Μ έπαιξε έναν καθοριστικό ρόλο. Η Μ είναι ένα πρότυπο μάνας που άλλοτε μοιάζει να προστατεύει κι άλλοτε να «τρώει» τα παιδιά της (ο ερωτισμός με τις γκόμενες σχεδόν έχει υποκατασταθεί από το οιδιπόδειο) και μείς παρακολουθούμε ένα ψυχικό μαρτύριο μεταξύ των τριών, όπου η αγάπη, το μίσος και το καθήκον δημιουργούν έναν στρόβιλο παθών που ο Σαμ Μέντες ξέρει να χειριστεί με τακτ, φροντίζοντας να μην προδώσει τα θριλεροειδή στοιχεία της περιπέτειας, ούτε το χιούμορ που εξισορροπεί το όλο παραμύθι του Μποντ. Ο Κρεγκ δεν δυσκολεύεται να συνδυάσει το ηρωικό με το ευάλωτο, ο Χαβιέ Μπαρδέμ προσφέρει έναν έξοχο χαρακτήρα έκπτωτου αγγέλλου που τον κρατάει σε ρεαλιστικό επίπεδο παρά τη φαντασμαγορία της δράσης (χωρίς τις θεατρικές πιρουέτες αλά Νόλαν) και η Τζούντι Ντεντς περνάει το δραματικό επίπεδο άνετα μέσα από τη ψυχρή περσόνα της, ως μια ικανή Βρετανίδα ηθοποιός.

Προσωπικά δεν με ενδιαφέρει αυτή η προσαρμογή του 007 (προτιμώ τον ωραίο και ψεύτικο Μποντ του Κόνερι ως μια ψυχαγωγική μεταφορά της κουλτούρας των 1960), αλλά οφείλω να παραδεχτώ ότι είναι μια άριστη δουλειά.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Δημήτρης Κωνσταντίνου-Hautecoeur

Έκδοση Κειμένου: 31/10/2012

Ο κινηματογραφικά μακροβιότερος ήρωας στην ιστορία κλείνει φέτος τα πενήντα του χρόνια και (πέρα από το ότι διατηρείται σε τέλεια φόρμα) τα γιορτάζει με απολαυστικό τρόπο. Βρίσκεται για πρώτη φορά σε οσκαρικά σκηνοθετικά χέρια, στα οποία εμπιστεύεται τη δημιουργία μιας ταινίας-φόρου τιμής σε ολόκληρη τη σειρά και προορισμένης να μην ξεχαστεί γρήγορα. Πράγματι, ο νέος 007 είναι τουλάχιστον αξιοπρόσεκτος και η επιρροή του στις ταινίες που θα ακολουθήσουν προβλέπεται αισθητή. Αποτελεί, όμως, την καλλιτεχνική κορύφωση όλης της 50ετίας, όπως υπόσχεται το όνομα του σκηνοθέτη του American Beauty; Η προσωπική μου άποψη είναι πως όχι. Μα γιατί θα έπρεπε;

Η εικοστή-τρίτη αυτή περιπέτεια του αθάνατου ερωτύλου πράκτορα ξεκινά με μία εντυπωσιακότατη και απόλυτα απολαυστική καταδίωξη στους δρόμους (και τις οροφές) της Κωνσταντινούπολης, κάνοντας γρήγορα εμφανή την πρόθεση να δώσει ένα σαφώς ανώτερο οπτικό αποτέλεσμα από τη συχνά κακογυρισμένη και ζαλιστική δράση του μέτριου Quantum of Solace. Κι όχι απλώς ικανοποιεί, αλλά η εξαιρετικά προσεγμένη του φωτογραφία και τα εντυπωσιακά του πλάνα αφήνουν το θεατή έκθαμβο, να κοιτά την οθόνη με πραγματικό δέος. Φυσικά, στο καθηλωτικό αισθητικό του κομμάτι, καθοριστικό ρόλο κρατούν οι αξέχαστες και άψογα εκμεταλλευμένες τοποθεσίες γυρισμάτων. Ο Bond θα ταξιδέψει από την Τουρκία στην «πολύχρωμη» Σαγκάη κι από κει σε έρημα, απομακρυσμένα τοπία της Σκοτίας, όπου θα συνυπάρχουν επιβλητικά πάγοι ως ντεκόρ και φλόγες για φόντο.

Η σκηνοθεσία του Mendes είναι άψογη. Αν και η επιλογή του θα μπορούσε να καταλήξει σε παταγώδη αποτυχία, αντιθέτως τα πηγαίνει τέλεια. Με έκδηλη την προαναφερθείσα έμφαση στην αισθητική αρτιότητα, καταφέρνει να προσηλώσει το θεατή στο κάθισμά του και αφήνοντας πάντα χώρο για το απαραίτητο χιούμορ, προσφέρει τόσο καθαρόαιμη και έντονη περιπετειώδη διασκέδαση όσο καιρό είχαμε δει να επιτυγχάνεται. Το σημαντικότερο όμως κατόρθωμα του Mendes είναι ένα και αυτό αποτελεί και τη μεγάλη επιτυχία του «Skyfall». Αποφασισμένος να συνεχίσει την ακάθεκτη εξέλιξη της σειράς που ξεκίνησε με το «Casino Royale», αλλά θέλοντας και να γιορτάσει τα πεντηκοστά γενέθλια του αγαπημένου κατασκόπου, πηγαίνει τον «τζεϊμςμποντικό» μύθο ένα βήμα μπροστά, αλλά και ταυτόχρονα ένα βήμα πίσω, στις παλιές καλές εποχές που, όπως και να το κάνουμε, μας είχαν λείψει. Και είναι εκπληκτικά ισορροπημένη η -αυτοαναφορική- σύνδεση αυτή της νέας με τις παλιότερες φάσεις του James Bond. Όταν θα ακούσετε για πρώτη φορά -ανέγγιχτο- το διάσημο μουσικό θέμα ή όταν το φιλμ θα φτάσει στο υπέροχο κλείσιμό του, το πιθανότερο είναι πως θα θέλετε να χοροπηδήσετε από τον ενθουσιασμό σας.

Αξιέπαινες είναι, επίσης, οι επιλογές του καστ, με τον Javier Bardem να ενσαρκώνει έναν μανιακό κακό που αναμφίβολα δεν περνά απαρατήρητος, παρότι σε σημεία τείνει προς την καρικατούρα, ενώ η Judi Dench βρίσκεται στην καλύτερη στιγμή της ως «M».

Γιατί, λοιπόν, να μην είναι η εικοστή-τρίτη αυτή ταινία της σειράς όντως η καλύτερη στην ιστορία; Ο λόγος είναι ότι, μπορεί πράγματι να ήρθε για να μείνει, όχι όμως και για να αποτελέσει την κορυφαία στιγμή του μέχρι σήμερα franchise. Ποτέ δεν δίνει την αίσθηση ότι επιχειρεί να πετύχει κάτι τέτοιο. Δεν φταίει ότι δεν λείπουν οι αναμενόμενες εξυπνακίστικες ατάκες και οι μάλλον αναπόφευκτες ευκολίες, αλλά πως το φιλμ όχι απλώς δεν προσπαθεί να τις αποφύγει, αντιθέτως, στην τελευταία πράξη του τις αγκαλιάζει. Εκεί είναι μάλιστα που αρχίζουν να ενοχλούν και τελικά να κάνουν τη μεγάλη του διάρκεια εμφανή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο εξ ορισμού κλισέ χαρακτήρας του Albert Finney.

Το «Skyfall» μπορεί να μην αποτελεί την καλύτερη «Bond» ταινία που έχετε δει, συγκαταλέγεται όμως -τουλάχιστον σε οπτικό, αλλά και σκηνοθετικό επίπεδο- πράγματι σε μία από τις κορυφαίες. Από το πρώτο της λεπτό είναι καθηλωτικά εκθαμβωτική και προτείνεται αναμφίβολα σαν μια διασκεδαστική και απολύτως καλογυρισμένη αμερικανική περιπέτεια, που δεν αποφεύγει βεβαίως τις συμβάσεις του είδους. Το πιο αξιοθαύμαστο όμως επίτευγμά της, ως μέρος του «τζεϊμςμποντικού» franchise, είναι ο άκρως απολαυστικός τρόπος που συνδέει τον παλιότερο με τον σημερινό Bond, πατώντας με το ένα πόδι στην πιο μοντέρνα εκδοχή του και με το άλλο στην κλασικότερη και πλέον σχεδόν λησμονημένη.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

23 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *