Η Σίγκνε και ο Τόμας διατηρούν μια αρρωστημένη, ανταγωνιστική σχέση, η οποία παίρνει μια άσχημη τροπή όταν ο Τόμας αποκτά ξαφνικά αναγνώριση για το καλλιτεχνικό του έργο. Γνήσια αντιδραστική, η Σίγκνε επιχειρεί απεγνωσμένα να ανακτήσει το στάτους της δημιουργώντας μια νέα, αδίστακτη περσόνα, η οποία τρέφεται από την προσοχή και τη συμπόνια των άλλων.

Σκηνοθεσία:

Kristoffer Borgli

Κύριοι Ρόλοι:

Kristine Kujath Thorp … Signe

Eirik Saether … Thomas

Fanny Vaager … Marte

Fredrik Stenberg Ditlev-Simonsen … Yngve

Sarah Francesca Braenne … Emma

Andrea Braein Hovig … Lisa

Henrik Mestad … Espen

Anders Danielsen Lie … ο γιατρός

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Kristoffer Borgli

Παραγωγή: Dyveke Bjorkly Graver, Andrea Berentsen Ottmar

Μουσική: Turns

Φωτογραφία: Benjamin Loeb

Μοντάζ: Kristoffer Borgli

Σκηνικά: Henrik Svensson

Κοστούμια: Jostein Walengen

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Syk Pike
  • Ελληνικός Τίτλος: Σιχάθηκα τον Εαυτό μου
  • Διεθνής Τίτλος: Sick of Myself

Κύριες Διακρίσεις

  • Βραβείο σεναρίου και μακιγιάζ στα Amanda, τα εθνικά βραβεία της Νορβηγίας. Υποψήφιο σε ακόμα 3 κατηγορίες, μεταξύ αυτών και καλύτερης ταινίας.
  • Συμμετοχή στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα του φεστιβάλ Κανών.

Παραλειπόμενα

  • Ο Kristoffer Borgli συνέλαβε την ιδέα και ξεκίνησε το σενάριο καθόσον διέμενε στο Λος Άντζελες το 2017. Έτσι, παρότι η ταινία εντέλει έγινε στη Νορβηγία, οι κοινωνικές επιρροές της προέρχονται από τις ΗΠΑ.
  • Πρώτη ταινία για τον συμπρωταγωνιστή Eirik Saether.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 14/9/2023

Από αισθητική και στήσιμο ο Kristoffer Borgli «σκίζει», είναι καλόγουστος και αποστασιοποιημένος με τον τρόπο που ξέρει τόσο καλά η σκανδιναβική κινηματογραφία. Σεναριακά, αυτό που χτίζει έχει προβλήματα στο πώς αναπτύσσεται, ενώ και ο μύθος αν διαβαστεί υπό ένα συγκεκριμένο πρίσμα είναι μέχρι και παρεξηγήσιμος.

Είναι της μόδας τα τελευταία χρόνια η ανάλυση του ναρκισσισμού στις διαφορές μορφές του στο πεδίο του σινεμά και ο Borgli διασκεδάζει, ίσως και παραπάνω από όσο θα έπρεπε, τραβώντας τα άκρα στα οποία φτάνει η πρωταγωνίστριά του λόγω αυτής της πλευράς του χαρακτήρα της, ενίοτε και με μακάβριο τρόπο. Αλλά πέραν αυτού, τι; Η πλοκή απλά ξεχειλώνει την εν λόγω συνθήκη μέχρι να φτάσει στο απροχώρητο, κάποιες φορές δίνοντας και την αίσθηση πως η χρονική διάρκεια είναι μεγαλύτερη των 97 λεπτών επειδή το νόημα απλά επαναλαμβάνεται και δεν επεκτείνεται, σαν ένα σύνθημα που ηχεί μονότονα. Εξήγηση δίνεται για το γιατί η κεντρική ηρωίδα συμπεριφέρεται σύμφωνα με ένα συγκεκριμένο modus operandi, είναι όμως τόσο κοινότοπη και βαρετή από ψυχολογικής σκοπιάς που καλύτερα θα ήταν να μην υπήρχε καθόλου. Και η εμπάθεια με την οποία το σενάριο αντιμετωπίζει τη Signe βάζει σε σκέψεις, μάλιστα ειδικά από τη στιγμή που καθίσταται σαφές ότι στο «μενού» δεν θα περιλαμβάνεται κάποια πρόταση για το πώς θα μπορούσαν άνθρωποι σαν την ίδια να ξεφύγουν από τη λούπα στην οποία έχουν βάλει τον εαυτό τους. Όχι, μόνο τιμωρία έχει το πρόγραμμα, και αναρωτιέται κανείς αν ο φέρελπις κινηματογραφιστής έχει πληγωθεί στο παρελθόν από τέτοιου τύπου άτομα και μέσω της τέχνης εκτονώνεται.

Το σύνολο έχει κάποιες ενδιαφέρουσες κινηματογραφικές επιρροές, από τον σωματικό τρόμο του Cronenberg μέχρι το σκορσεζικό «Βασιλιάς για μια Νύχτα» (εκεί παραπέμπουν κάποιες ονειροπολήσεις της πρωταγωνίστριας), οι οποίες όμως θα λειτουργούσαν καλύτερα αν γενικά προέκυπτε κάτι πιο οξυδερκές και λιγότερο επαναλαμβανόμενο. Μαζί με την τοξικότητα των millenials, τα βέλη της σάτιρας πιάνουν και άλλους στόχους, από την πολιτική ορθότητα μέχρι τη ματαιόδοξη νοοτροπία που επικρατεί στη σύγχρονη τέχνη. Ενίοτε διατυπώνεται κάτι εύστοχο, ενίοτε εκτοξεύονται κι εσκεμμένες χοντράδες, σαν να γίνεται επίτηδες προσπάθεια για να εκνευριστεί μια συγκεκριμένη μερίδα του κοινού.

Συμβαίνει κάτι παράδοξο με την ερμηνεία της Kristine Kujath Thorp: ενώ λαμβάνει οδηγίες από έναν σκηνοθέτη που έχει χτίσει στο μυαλό του ένα όραμα με τα χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν προηγουμένως, το πορτρέτο της με έναν περίεργο τρόπο καθιστά το πρόσωπο που υποδύεται πολύ πιο γήινο και άξιο συμπάθειας από αυτό που μπορεί να φαινόταν διαβάζοντας μονάχα το κείμενο. Μέσω διακριτικών εκφράσεων, προσαρμόζοντας τον εαυτό της στα πλαίσια ενός ιδιαίτερου μακιγιάζ και αποφεύγοντας τις αβανταδόρικες υπερβολές δίνει συναισθηματική ραχοκοκαλιά σ’ έναν ρόλο που σίγουρα θα εντυπωσίαζε από όλες τις πλευρές αν ήταν ταυτόχρονα και καλογραμμένος.

Δεν είναι το ότι το «Σιχάθηκα τον Εαυτό μου» δεν έχει κάποια όντως θαυμαστά στοιχεία ή ότι δεν βλέπεται με αρκετό ενδιαφέρον μέχρι το τέλος, δείχνει όμως να μην είναι σε θέση να κατανοήσει σε βάθος τα ιδιαίτερα μονοπάτια στα οποία κινείται. Δείχνει τουλάχιστον ότι ο δημιουργός του έχει κάποιες καλλιτεχνικές βάσεις που σίγουρα θα του σταθούν πολύτιμες όταν έρθει η στιγμή να περάσει το κατώφλι της ωριμότητας στο τερέν των σεναριακών ιδεών.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

10 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *