Η Σιμπίλ είναι μια ψυχοθεραπεύτρια που έχει κουραστεί να κάνει αυτή τη δουλειά, και αποφασίζει να τα παρατήσει και να επιστρέψει σε αυτό που την παθιάζει όσο τίποτα, τη συγγραφή. Όμως, η τελευταία της ασθενής, η Μαργκό, μια μπερδεμένη ανερχόμενη ηθοποιός, αποδεικνύεται ότι αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα πηγή έμπνευσης για το βιβλίο της. Ενθουσιασμένη σε βαθμό εμμονής, η Σιμπίλ εμπλέκεται όλο και περισσότερο στη θυελλώδη ζωή της Μαργκό.
Σκηνοθεσία:
Justine Triet
Κύριοι Ρόλοι:
Virginie Efira … Sibyl
Adele Exarchopoulos … Margot Vasilis
Gaspard Ulliel … Igor Maleski
Sandra Huller … Mikaela ‘Mika’ Sanders
Laure Calamy … Edith
Niels Schneider … Gabriel
Paul Hamy … Etienne
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Justine Triet, Arthur Harari
Παραγωγή: Philippe Martin, David Thion
Φωτογραφία: Simon Beaufils
Μοντάζ: Laurent Senechal
Σκηνικά: Toma Baqueni
Κοστούμια: Virginie Montel
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Sibyl
- Ελληνικός Τίτλος: Sex & Ψυχανάλυση
- Εναλλακτικός Τίτλος: Σεξ και Ψυχανάλυση
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών.
Παραλειπόμενα
- Ο Justine Triet δανείστηκε έμπνευση -αλλά και τον τίτλο- από την ομώνυμη αμερικανική μίνι σειρά του 1976.
- Ο ρόλος της Σιμπίλ γράφτηκε ειδικά για τη Virginie Efira.
- Έσχατη κινηματογραφική συμμετοχή για τον Gaspard Ulliel, της οποίας να παρακολούθησε την πρεμιέρα της. Μετά τον θάνατο του, αρχές 2022, κυκλοφόρησαν ακόμα δύο ταινίες του.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 19/7/2019
Θα μπορούσε κανείς εύκολα να αποκηρύξει το συγκεκριμένο φιλμ ως ακόμη ένα χαρακτηριστικά γαλλικό σε όλα του αισθηματικό δράμα γύρω από την περιπλοκότητα των ανθρωπίνων σχέσεων, θα έπρεπε όμως ταυτόχρονα να κάνει τα στραβά μάτια απέναντι στο ιδιαίτερα ενδιαφέρον ψυχογράφημα που βρίσκεται στο επίκεντρο του σεναρίου και που ξεδιπλώνεται με έναν ξεχωριστό τρόπο, σαν ένα παζλ που δεν συμπληρώνεται σταδιακά από ένα σημείο αλλά από πολλά, τα οποία «γεμίζουν» μεθοδικά και με αργούς ρυθμούς. Σε τελική ανάλυση, όσο κι αν τραβάνε την προσοχή οι ενέργειες των προσώπων που συμμετέχουν στη δράση σε επίπεδο ψυχολογικής ανάλυσης, όλα περιστρέφονται γύρω από την πρωταγωνίστρια, όχι όμως έτσι ώστε να ακυρώνονται ή να παραμερίζονται οι υπόλοιποι χαρακτήρες. Αυτό που δημιουργείται τελικά είναι ένα πολυσύνθετο ψηφιδωτό, ένας μικρόκοσμος με άτομα που προφανώς δεν είναι ορθολογικοί δρώντες, αλλά που το σενάριο, δίχως να προχωρά σε αναλυτικές επεξηγήσεις, βοηθά τον θεατή να καταλάβει γιατί ενεργούν έτσι όπως ενεργούν, βάζοντάς τον στη διαδικασία να επεξεργαστεί από μόνος του ακόμη και φαινομενικά μικρές και ασήμαντες συμπεριφορές. Μόνο για την πρωταγωνίστρια παραθέτονται κάποια φλάσμπακ που προσφέρουν μια πιο καθαρή εικόνα, έτσι ώστε να αποτελέσει η ίδια τη σταθερά και την οπτική γωνία γύρω από την οποία αυτός που παρακολουθεί την ταινία διαμορφώνει μια θεώρηση υποκειμενική για όλα αυτά που βιώνει.
Είναι δεδομένο πως η απόφαση αυτή της Justine Triet να δώσει το μαχαίρι και το πεπόνι στο κοινό της για να πορευτεί μόνο του στις καταστάσεις που εξιστορεί η ίδια, βλέποντας ταυτόχρονα τα πράγματα κάτω από το φίλτρο της κεντρικής ηρωίδας, αναπόφευκτα μπορεί να πετάξει έξω αυτούς που προτιμούν μια αποστασιοποιημένη αφήγηση ή περισσότερη καθοδήγηση από το κείμενο για εξαγωγή συμπερασμάτων, ωστόσο αυτή η επιλογή, έστω κι αν δεν ακολουθείται με πλήρη επιτυχία, δείχνει μια δημιουργική ωριμότητα εκ μέρους της.
Πίσω από το ερωτικό γαϊτανάκι που εξυφαίνεται, κρύβεται κι ένα παιχνιδιάρικο σχόλιο γύρω από την έννοια του δημιουργού και της εξουσίας που έχει επάνω σε αυτό που φτιάχνει, η οποία ενίοτε έχει και δυσδιάκριτα όρια με αυτή που μπορεί να ασκεί ο ίδιος στην πραγματική ζωή. Παρότι φαινομενικά «μικρή» ταινία που εστιάζει στο προσωπικό και το ατομικό επίπεδο, το «Sex & Ψυχανάλυση» θέλει στην πραγματικότητα να χωρέσει πολλά στον δραματουργικό του πυρήνα, τόσο που παρά την ουσιαστικά ανάλαφρη ματιά του δίνει αρκετές φορές την αίσθηση του βαρυφορτωμένου. Άλλοτε πάλι μοιάζει να είναι ένα φιλμ ερωτευμένο σε κάποιον βαθμό με τον εαυτό του, κάτι που φαίνεται από μια ποικιλία διάφορων χειρισμών (για παράδειγμα, έτσι όπως παρεμβάλλονται αιφνιδιαστικά οι διάφορες στιγμιαίες χρονικές αναδρομές, θα μπορούσε να φανταστεί κανείς τους συντελεστές να χαμογελούν στην αίθουσα του μοντάζ στην προοπτική να παίζουν με το κοινό τους), χωρίς όμως δα και το ίδιο να αποτελεί μια σπουδή βεληνεκούς Antonioni.
Ερμηνευτικά, τώρα, μπορεί να είναι η Virginie Efira αυτή που κρατάει το τιμόνι της δραματουργίας, κατορθώνοντας να είναι πειστική σε όλες τις τις εκφάνσεις από την απόλυτη ψυχραιμία μέχρι την ύστατη ευαλωτότητα και από τον αποστασιοποιημένο επαγγελματισμό στο πάθος, όμως τυχαίνει να έχει δύο εξίσου, αν όχι περισσότερο, συναρπαστικές συμπρωταγωνίστριες που κλέβουν κάποια από τη λάμψη της: την Adele Exarchopoulos που εδώ αποτελεί μια κινούμενη βόμβα συναισθημάτων, και την πάντοτε αξιόπιστη Sandra Huller που μοιάζει συνεχώς να περπατά μια πολύ λεπτή γραμμή μεταξύ αυτοσυγκράτησης και κατάρρευσης με μεγάλη μαεστρία. Χωρίς να υποτιμάται η συνεισφορά και κάποιων άλλων ηθοποιών στο σύνολο, είναι αυτό το γυναικείο τρίπτυχο που φροντίζει να τραβά συνεχώς την προσοχή ακόμη και όταν το υλικό στο οποίο στηρίζεται επιδεχόταν βελτιώσεων σε κάποια σημεία του.
Σε τελική ανάλυση, πρόκειται για μια δουλειά που στοχεύει σε βάθη άνω του μέσου όρου, και ακόμη κι αν δεν καταφέρνει να ανταποκριθεί σε όλες τις τις φιλοδοξίες, διαθέτει αυτό το «κάτι» που την κάνει να ξεχωρίζει από ακόμη μια γαλλική χαριτωμενιά με ερωτικά τρίγωνα και τετράγωνα.
Βαθμολογία: