Ένας αμερικανός έμπορος διαμαντιών ταξιδεύει στη Ρωσία για να πουλήσει σπάνια μπλε διαμάντια αμφιλεγόμενης προέλευσης. Ο ρώσος συνεργάτης του εξαφανίζεται, η συμφωνία που είχε κάνει καταρρέει και εκείνος ταξιδεύει στη Σιβηρία για να τον αναζητήσει. Σε μικρή πόλη της Σιβηρίας γνωρίζει μια ρωσίδα ιδιοκτήτρια καφέ, την Κάτια, που ερωτεύεται παράφορα. Οι δυο τους θα πιαστούν σε μια θανατηφόρα ανταλλαγή πυρών μεταξύ του αγοραστή και της ομοσπονδιακής υπηρεσίας πληροφοριών και θα έρθουν αντιμέτωποι με οριακές καταστάσεις.

Σκηνοθεσία:

Matthew Ross

Κύριοι Ρόλοι:

Keanu Reeves … Lucas Hill

Ana Ularu … Katya

Pasha D. Lychnikoff … Boris Volkov

Molly Ringwald … Gabby Hill

Rafael Petardi … Pavel

Aleks Paunovic … Yefrem

Veronica Ferres … Raisa

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Scott B. Smith

Στόρι: Stephen Hamel, Scott B. Smith

Παραγωγή: Braden Aftergood, Gabriela Bacher, Cassian Elwes, Stephen Hamel, Dave Hansen, Keanu Reeves

Μουσική: Danny Bensi, Saunder Jurriaans

Φωτογραφία: Eric Koretz

Μοντάζ: Louise Ford

Σκηνικά: Jean-Andre Carriere

Κοστούμια: Patricia J. Henderson

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Αρνητική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Siberia
  • Ελληνικός Τίτλος: Έρωτας στη Σιβηρία

Παραλειπόμενα

  • Πριν πάει ο ρόλος στον Keanu Reeves, τον απέρριψε ο Nicolas Cage.
  • Έγιναν κάποια γυρίσματα στην Αγία Πετρούπολη, αλλά τη Σιβηρία υποκαθιστά η Μανιτόμπα στον Καναδά.
  • Το μπάτζετ δεν έγινε γνωστό, μα οι εισπράξεις των 636 χιλιάδων δολαρίων ήταν από κάθε άποψη απογοητευτικές.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 24/7/2018

Υπάρχουν φιλμ που κατά τη διάρκεια της θέασής τους δημιουργούν εύλογα ερωτήματα ως προς το γιατί επιλέχτηκε να γυριστούν, κάτι που αφορά πρωτίστως το σενάριο που αποφασίστηκε από μια ομάδα ιθυνόντων να υλοποιηθεί ως ολοκληρωμένο έργο. Το “Έρωτας στη Σιβηρία” αποτελεί μια χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση…

Στον διττό ρόλο που αναλαμβάνει ως κάτι σαν αστυνομικό θρίλερ από τη μία και ως σκοτεινό ρομάντζο από την άλλη, αποτυγχάνει σε αμφότερους τους τομείς για πολλούς λόγους, με πρώτο και σημαντικότερο το ότι ποτέ το κείμενο δεν βάζει το θεατή στη διαδικασία να ενδιαφερθεί για τα επί της οθόνης δρώμενα και τους χαρακτήρες. Ποτέ δεν μαθαίνει το κοινό τι κουβαλάει το ζεύγος των Reeves και Ularu στα εσώψυχά του (για δευτερεύοντες χαρακτήρες ούτε λόγος, για να μη γίνει εκτεταμένη αναφορά στο ρατσιστικό του θέματος, ασχέτως αν έγινε εκουσίως η ακουσίως, όσον αφορά τους ρώσους άρρενες που πλαισιώνουν τους πρωταγωνιστές, εκ των οποίων δεν υπάρχει ούτε ένας που να μην έχει κάποια τάση για βία ή διαφθορά), όχι από μια δημιουργική επιλογή που ενδεχομένως να άφηνε και κάποιες χαραμάδες υπόνοιας για το παρελθόν των ηρώων, αλλά επειδή ξεκάθαρα κι ο ίδιος ο Scott B. Smith δείχνει να μην ενδιαφέρεται καν, με το σενάριο να εκπέμπει γενικά μια άσχημη γεύση «ξεπέτας». Το δε «θριλερικό» κομμάτι της ταινίας έχει τόση πλαδαρότητα και κακή αίσθηση ρυθμού, που αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγήν ως προς το πώς διαχειρίζεται το σασπένς, εκμηδενίζοντάς το ουσιαστικά. Ακόμη κι εκεί που πάει να φανεί κάτι που να έχει υπόβαθρο που να χρήζει περαιτέρω ανάλυσης, όπως οι σεξουαλικές σκηνές μεταξύ των πρωταγωνιστών, είναι τέτοια η έλλειψη εστίασης του φιλμ που μέχρι να κάτσει ο θεατής να εξετάσει τις παραμέτρους των στιγμών αυτών, η προσοχή της κάμερας μεταφέρεται στις αδιάφορες ίντριγκες που περιβάλλουν τη δουλειά του αντιήρωα του Keanu Reeves, μην αφήνοντας έτσι χώρο στο κεντρικό ειδύλλιο να αναπνεύσει, και κατά συνέπεια να αποκτήσει ουσιαστικό και όχι απλά διακοσμητικό ρόλο μέσα στην ιστορία.

Το να είναι μια κινηματογραφική δημιουργία σχεδόν κενή συμβάντων, όπως γίνεται εδώ, συγχωρείται, αν αυτό αναπληρώνεται από το περιεχόμενο και το νόημα που βρίσκεται πίσω από αυτά. Το “Έρωτας στη Σιβηρία” όμως είναι ένα άδειο κουτί, που δεν είναι καν ευπαρουσίαστο παρά την απουσία ενυπάρχοντος υλικού. Δεν υπάρχει δεύτερο επίπεδο εδώ, παρά μόνο μια κοινότοπη ιστορία αλληλοσυγκρουόμενων σκοτεινών συμφερόντων, με ένα τσαπατσούλικα γραμμένο ρομάντζο για συνοδευτικό. Κάπως έτσι, όταν έρχεται και η κορύφωση, επικρατεί μια αίσθηση πως είναι πολύ αργά για να κερδηθεί έδαφος ως προς το ενδιαφέρον αυτού που παρακολουθεί. Ερμηνευτικά, μονάχα η Ana Ularu προσπαθεί κάπως να δώσει βάθος στον ρόλο της μέσω μανιερισμών με νόημα, με τον συμπρωταγωνιστή της να αρκείται σε ένα μονοδιάστατο παίξιμο, το στυλ του οποίου έχει δυστυχώς λίγο πολύ καθιερώσει από τη στιγμή που μπήκε στο κινηματογραφικό κύκλωμα. Οι καρατερίστες πνίγονται μπροστά στο χονδροειδές των καρικατούρων που καλούνται να υποδυθούν. Τα πράγματα γίνονται χειρότερα από τη σχεδόν κωμικά εκνευριστική μουσική των συνήθως αξιόπιστων Danny Bensi και Saunder Jurriaans. Αν κάτι διασώζεται από το συνολικό φιάσκο, αυτό είναι μία ή δύο σκηνές που πράγματι διέπονται από ένταση και ξεχωρίζουν μέσα στο γενικά υποτονικό και αργόσυρτο κλίμα που επικρατεί στο φιλμ και το μάτι του Matthew Ross που τουλάχιστον ξέρει να εκμεταλλευτεί τα ψυχρά, μελαγχολικά και απόμακρα τοπία στα οποία εκτυλίσσεται η πλοκή.

Χωρίς ουσιαστικό λόγο ύπαρξης, χωρίς καν μια έστω ελάχιστη συνείδηση ταυτότητας που θα μπορούσε να την κατηγοριοποιήσει, η ταινία μοιάζει καταδικασμένη, απολύτως δίκαια, να βυθιστεί στη λήθη του κοινού, μιας και πέραν όλων των άλλων αδυναμιών της αδυνατεί επιπλέον να εξυπηρετήσει αρετές του λεγόμενου κινηματογράφου είδους, που είναι κι αυτός που προτιμάται από τη μεγάλη πλειοψηφία των θαμώνων των σκοτεινών αιθουσών, αφού το τελικό προϊόν είναι ένα φλου αμάλγαμα, κατασκευασμένο θαρρεί κάποιος επίτηδες για να μην ικανοποιήσει απολύτως κανέναν.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

12 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *