
Καλοκαίρι 1954. Ο αστυνόμος Τέντι Ντάνιελς κι ο νέος συνεργάτης του, ο Τσακ, φτάνουν σ’ ένα νησί κάπου στα ανοιχτά της Αμερικής, όπου βρίσκεται το Άσκλιφ, το ψυχιατρικό νοσοκομείο για ψυχασθενείς εγκληματίες, για να διεξάγουν έρευνα για μια ασθενή που φαίνεται να δραπέτευσε μυστηριωδώς. Όταν ξαφνικά ξεσπάει μια καταιγίδα, ο Ντάνιελς βρίσκεται αποκλεισμένος εκεί και η διακριτική γραμμή μεταξύ πραγματικότητας και παράνοιας αρχίζει να γίνεται επικίνδυνα δυσδιάκριτη. Στο νοσοκομείο Άσκλιφ τίποτα δεν είναι τελικά όπως φαίνεται κι ο Ντάνιελς βρίσκεται έρμαιο σε «απάνθρωπες», ριζοσπαστικές θεραπείες που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων πειράματα με φάρμακα, βάρβαρες χειρουργικές επεμβάσεις και πλύσεις εγκεφάλου. Όσο περισσότερο πλησιάζει στην αλήθεια, τόσο πιο θολή γίνεται αυτή και τόσο περισσότερο αρχίζει να πιστεύει ότι μπορεί να μη φύγει ποτέ από εκεί. Τουλάχιστον, όχι σώος, γιατί κάποιος εκεί μοιάζει να προσπαθεί να τον τρελάνει…
Σκηνοθεσία:
Martin Scorsese
Κύριοι Ρόλοι:
Leonardo DiCaprio … Edward ‘Teddy’ Daniels
Mark Ruffalo … Chuck Aule
Ben Kingsley … Δρ John Cawley
Max von Sydow … Δρ Jeremiah Naehring
Michelle Williams … Dolores Chanal
Emily Mortimer … Rachel Solando
Patricia Clarkson … Δρ Rachel Solando
Jackie Earle Haley … George Noyce
Elias Koteas … Andrew Laeddis
John Carroll Lynch … δεσμοφύλακας McPherson
Ted Levine … δεσμοφύλακας
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Laeta Kalogridis
Παραγωγή: Bradley J. Fischer, Mike Medavoy, Arnold Messer, Martin Scorsese
Φωτογραφία: Robert Richardson
Μοντάζ: Thelma Schoonmaker
Σκηνικά: Dante Ferretti
Κοστούμια: Sandy Powell
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Shutter Island
- Ελληνικός Τίτλος: Το Νησί των Καταραμένων
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Shutter Island του Dennis Lehane.
Παραλειπόμενα
- Η Columbia Pictures αγόρασε το 2003 τα δικαιώματα του βιβλίου μόλις αυτό κυκλοφόρησε, μα δεν προέβη σε καμία ενέργεια μέχρι που τα μεταπούλησε.
- Ο τίτλος είναι ένας διττός αναγραμματισμός των “truths and lies” και “truths/denials”.
- Ο David Fincher ήταν υποψήφιος για τη σκηνοθεσία. Πριν κι από αυτόν, το επικρατέστερο όνομα ήταν αυτό του Wolfgang Petersen.
- Για τον ρόλο του Τσακ, στους τελικούς υποψήφιους ήταν και οι Robert Downey, Jr. και Josh Brolin. Ο Mark Ruffalo κατάφερε εντέλει να τον κερδίσει, στέλνοντας γράμμα στον Scorsese, όπου του έλεγε το πόσο ήθελε να συνεργαστεί μαζί του.
- Αρχικά, στο ιντερνέτ και σε γαλλικό έντυπο κυκλοφόρησε ένα teaser-poster της ταινίας όπου δεν αναγράφεται ο τίτλος, αλλά το tagline «Whatever happened to patient 69?». Η φωτογραφία ήταν αρκετά gore και δεν αναφέρονταν καν οι πρωταγωνιστές.
- Το φιλμ είχε προγραμματιστεί να βγει τον Οκτώβρη του 2009, ώστε να συμπεριληφθεί και στα Όσκαρ της χρονιάς. Παρόλα αυτά, λίγες μόλις μέρες πριν βγει, ανέβαλε την κυκλοφορία του και πήγε στον Φλεβάρη του 2010. Ενδιάμεσα έγινε μια “κρυφή” προβολή σε φεστιβάλ του Όστιν, αλλά ενώ παρέστησαν κριτικοί, τους παρακάλεσαν να μην εκδώσουν το κείμενο τους πριν την επίσημη κυκλοφορία.
- Με κέρδη 294,8 εκατομμύρια δολάρια (έναντι κόστους των 80), είχε γίνει η δεύτερη εμπορικότερη ταινία του Scorsese.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Για την ταινία δεν γράφτηκε αυθεντικό σκορ. Αντί αυτού, ο σκηνοθέτης κάλεσε τον παλιό του συνεργάτη Robbie Robertson να επιλέξει και να μοντάρει παλιότερο υλικό. Αυτό είναι μια μίξη κλασικής μουσικής και πιο σύγχρονων ακουσμάτων.
Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος
Έκδοση Κειμένου: 19/2/2010
Σε κάθε ψυχολογικό θρίλερ ενός μετρ του κινηματογράφου υπάρχει και ένα δεύτερο επίπεδο. Στο «Ψυχώ» π.χ. αναλυόταν το οιδιπόδειο, στον «Ίλιγγο» η φαινομενολογία του έρωτα, στην «Λάμψη» η επίδραση της κοινωνικής απομόνωσης. Στην τωρινή περίπτωση της νέας ταινίας του Scorsese, το δεύτερο επίπεδο, αν και πολύ ενδιαφέρον, είναι αδύναμο και λειτουργεί μόνο ως δευτερεύων υπαινιγμός. Αφορά δε την σωστή κοινωνιολογική παρατήρηση ότι τα κράτη (που προσομοιάζουν ως σύνολα με ζωικούς οργανισμούς, με μόνο οδηγό τους το survival) δεν έχουν ηθική – λειτουργία που αφορά μόνο τα άτομα. Αμερικανοί, Σοβιετικοί ή όποιοι άλλοι έκαναν πλιάτσικο στο βομβαρδισμένο Βερολίνο, συναγωνιζόμενοι ποιος θα αρπάξει επιστήμονες και εργασίες, πολλές από τις οποίες προέκυψαν από απάνθρωπες διαδικασίες – επίσης πρόσφατα μάθαμε για τα πυρηνικά πειράματα των Γάλλων πάνω σε στρατιώτες κ.λπ.
Στο σενάριο λοιπόν το αμερικανικό κράτος απηχεί ως δυνάμει ύποπτο. Αλλά είπαμε, αυτό το επίπεδο είναι καθαρά υποστηρικτικό της πλοκής και εν τέλει το φιλμ είναι ένα καθαρότατο ψυχολογικό θρίλερ, φυσικά εκτελεσμένο άψογα από τον σπουδαίο σκηνοθέτη, με τον DiCaprio να δίνει μια ακόμη δυνατή ερμηνεία και με τους Ben Kingsley και Max von Sydow να «το`χουν στο τσεπάκι». Η πραγματικότητα με την φαντασία παίζουν το ένα-δυο, αλλάζοντας τέρματα ανάλογα την οπτική γωνία: του ήρωα ή των άλλων. Ψύχραιμος χειρισμός της πλοκής, αποφυγή λαϊκίστικων τρικ και κομψό τέλος που αφήνει τα απαραίτητα ερωτήματα. Ένα μάθημα σκηνοθεσίας για το ευρύ κοινό των ανάλογων χολιγουντιανών υποπροϊόντων. Στις σκηνές στα βράχια διακρίναμε και χιτσκοκικές αναφορές όχι μόνο σε πλάνα αλλά και φωτογραφία.
Παρ`όλα αυτά δεν παύει να θυμίζει την πατέντα δεκάδων άλλων θρίλερ, με τον θεατή διαρκώς έτοιμο να αντιληφθεί το πιθανό παρακάτω του στόρι. Να γιατί έπρεπε ένα δεύτερο επίπεδο να είναι πιο ισχυρό και να διαπλέκεται με τον εσωτερικό κόσμο του ήρωα πιο δραστικά, έστω και παραλλάσσοντας το μυθιστόρημα του Dennis Lehane.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 23/2/2010
Φυσικά και δεν περιμένει κανείς να γυρίσει κακή ταινία ο Scorsese. Από την άλλη, τα χρόνια της δημιουργικής του «εξουσίας» μοιάζουν να έχουν αντιπαρέλθει κι αυτό είναι φανερό και στην τελευταία του ταινία. Ενώ αποτίει τιμές στο κλασικό θρίλερ των 1950 και ιδιαίτερα στον μαιτρ αυτού, τον Hitchcock, παίζει με εμπορικούς όρους ως προς τη θριλερική σύσταση του έργου του. Έτσι, έχουμε στην ίδια μασχάλη πλάνα βγαλμένα από τον Δεσμώτη του Ιλίγγου και σκηνές που δεν θα συγχωρούσαμε σε κάποιον άλλον σκηνοθέτη. Αυτό που ενδιαφέρει, όμως, είναι το σύνολο. Κι εκεί πετυχαίνει να παρουσιάσει κάτι το γενικά συμπαγές κι ευθύ σε αφήγηση, ξεκούραστο για τον θεατή κάθε ποιοτικής «απόχρωσης» και κυρίως ανταποκρίνεται στον θεατή κάθε ηλικίας. Από τον φαν του παλιού καλού Χόλιγουντ ως τον λάτρη του σύγχρονου θρίλερ.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα του έργου είναι πως βγαίνει το 2010. Επειδή έχουμε δει τόσες και τόσες ταινίες απόλυτης ανατροπής (μόδα μετά την Έκτη Αίσθηση), η συγκεκριμένη δεν σου κρύβει από πολύ νωρίς ότι κάπου εκεί το πάει και η ανατροπή πέφτει στον βρόντο. Πρέπει να έχει κάνει κάποιος αποχή από το σινεμά επί δέκα χρόνια για να την «πατήσει». Πρέπει όμως να σταθούμε και στο ότι ο Scorsese καταφεύγει ελάχιστα σε εύκολους εντυπωσιασμούς, έχει έναν DiCaprio γίγαντα, έχει μερικούς από τους καλύτερους τεχνικούς της πιάτσας και η πετυχημένη εκτίμηση μου, πριν το δω, πως δεν θα ξεπερνάει το Ακρωτήρι του Φόβου, δεν πρόκειται πιστεύω να χαλάσει κανέναν. Είναι, επίσης, χαρωπό να υπάρχουν κάποιοι δημιουργοί που δεν πέφτουν ποτέ στα πολύ χαμηλά, γιατί ο χώρος, όπως και κάθε άλλος, έχει ανάγκη τους θεματοφύλακες.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Σοφία Γουργουλιάνη
Έκδοση Κειμένου: 23/2/2010
Στο Νησί των Καταραμένων δεν υπάρχουν ούτε κατάρες, ούτε καταραμένοι. Όχι, δεν σας προδίδω στοιχεία της πλοκής, ούτε αναφέρομαι στην τουλάχιστον ανεπιτυχή απόδοση του τίτλου της ταινίας στη γλώσσα μας. Αυτό που θέλω να πω είναι πως δεν θα βρείτε εδώ την όμορφη και πάντα αψεγάδιαστη πρωταγωνίστρια που καταφέρνει με κάποιο μυστηριώδη τρόπο να μπλέκει με κατάρες και παραφυσικές καταστάσεις. Αυτό που θα βρείτε είναι έναν ταλαντούχο δημιουργό που ξέρει να διαχειρίζεται σενάρια, καταστάσεις και ηθοποιούς, κι εντέλει να κερδίζει τα στοιχήματα που βάζει.
Τέσσερα χρόνια μετά το The Departed, o Scorsese δεν επιλέγει να μας δώσει μια ταινία με μαφία, υπόκοσμο και αστυνομικούς, αλλά ένα καθαρόαιμο ψυχολογικό θρίλερ. Και αποδεικνύει πως ξέρει να παίζει καλά το παιχνίδι τού είναι και του φαίνεσθαι, και γνωρίζει τον τρόπο να ταλανίζει το μυαλό μας. Δημιουργεί μια ατμόσφαιρα τόσο σκοτεινή όσο χρειάζεται για να γίνει η ιστορία του πιστευτή, έχει μια άρτια αφήγηση κι ένα καταπληκτικό καστ. Εντάξει, μπορεί τον DiCaprio να τον έχουμε όλοι δει καλύτερο και μπορεί να μοιάζει λίγος μπροστά στον σκορτσεζικό De Niro του Cape Fear, δεν θα αφήσει όμως κανέναν παραπονεμένο.
Όλα καλά με τις ερμηνείες, την αφήγηση και φυσικά τη σκηνοθεσία, δεν έχουμε όμως όλοι δει και ξαναδεί ταινίες με τρελούς και με ήρωες που αμφισβητούν την προσωπικότητα τους; Από τo North by Northwest και το The Shining μέχρι το πρόσφατο Secret Window, τα δύο αυτά στοιχεία αποτελούν σταθερά μοτίβο των θρίλερ. Αυτό λοιπόν στο οποίο αποτυγχάνει η ταινία είναι να χειριστεί τα θέματα αυτά ώστε να μας δώσει ένα φινάλε αναπάντεχο και σοκαριστικό. Όλοι από ένα σημείο κι έπειτα θα δείτε το φινάλε να έρχεται. Παρόλα αυτά εξακολουθεί να προκύπτει ως φυσικό επακόλουθο μιας ορθής και στρωτής αφήγησης, και η προβλεψιμότητά του δεν ξενίζει ιδιαίτερα.
Συμπερασματικά, πρόκειται για μια ταινία που καταφέρνει να ισορροπήσει με επιτυχία ανάμεσα στο εμπορικό και το ποιοτικό, και για μια ταινία που θα ικανοποιήσει το κάθε κοινό της.
Βαθμολογία: