
Κλέφτες Καταστημάτων
- Manbiki Kazoku
- Shoplifters
- 2018
- Ιαπωνία
- Ιαπωνικά
- Δραματική, Δραματικό Θρίλερ, Δραμεντί, Σινεφίλ
- 06 Δεκεμβρίου 2018
Μετά από μια εξόρμηση για άλλη μια μικροκλοπή, ο Οσάμου και ο γιος του συναντούν ένα μικρό κορίτσι μέσα στο κρύο. Στην αρχή διστακτική να αφήσουν το κορίτσι να μείνει μαζί τους, η σύζυγος του Οσάμου συμφωνεί να αναλάβουν τη φροντίδα της, αφού καταλαβαίνει ότι έχει περάσει μεγάλες δυσκολίες. Αν και η οικογένεια είναι φτωχή, ίσα-ίσα τα βγάζουν πέρα με τις δουλειές τους και τις μικροκλοπές, μοιάζουν να ζουν ευτυχισμένοι μαζί, μέχρι που ένα απρόβλεπτο γεγονός αποκαλύπτει κρυμμένα μυστικά και βάζει σε κίνδυνο τους δεσμούς που τους ενώνουν.
Σκηνοθεσία:
Hirokazu Koreeda
Κύριοι Ρόλοι:
Lily Franky … Osamu Shibata
Sakura Ando … Nobuyo Shibata
Mayu Matsuoka … Aki Shibata
Sosuke Ikematsu … 4 ban-san
Jyo Kairi … Shota Shibata
Miyu Sasaki … Yuri
Kirin Kiki … Hatsue Shibata
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Hirokazu Koreeda
Παραγωγή: Kaoru Matsuzaki, Hijiri Taguchi, Akihiko Yose
Μουσική: Haruomi Hosono
Φωτογραφία: Ryuto Kondo
Μοντάζ: Hirokazu Koreeda
Σκηνικά: Keiko Mitsumatsu
Κοστούμια: Kazuko Kurosawa
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Manbiki Kazoku
- Ελληνικός Τίτλος: Κλέφτες Καταστημάτων
- Διεθνής Τίτλος: Shoplifters
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας (Ιαπωνία).
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα ξενόγλωσσης ταινίας.
- Υποψήφιο για Bafta ξενόγλωσσης ταινίας.
- Χρυσός Φοίνικας στο φεστιβάλ Κανών.
- Βραβείο ξένης ταινία στα Cesar.
- Καλύτερη ταινία και μουσική στα Ασιατικά Βραβεία. Υποψήφιο για σκηνοθεσία, πρώτο γυναικείο ρόλο (Sakura Ando), δεύτερο γυναικείο ρόλο (Mayu Matsuoka) και σκηνικά.
- Καλύτερη ταινία και 6 ακόμα βραβεία στα εθνικά βραβεία της Ιαπωνίας.
Παραλειπόμενα
- Ο Koreeda αποκάλυψε ότι το ερώτημα “τι κάνει μια οικογένεια” τον απασχολούσε κινηματογραφικά επί δέκα χρόνια. Τη δε πλοκή άρχισε να τη σχεδιάζει πριν κάνει το Πατέρας και Γιος (2013). Η οικονομική ύφεση όμως ήταν αυτή που τον ώθησε να τοποθετήσει την ταινία στο Τόκιο και με επίκεντρο τις μικροκλοπές. Για επιμέρους έρευνα, επισκέφτηκε ένα ορφανοτροφείο.
Κριτικός: Σπύρος Δούκας
Έκδοση Κειμένου: 6/12/2018
Επιτέλους συνέβη! Ο Χιροκάζου Κορεέντα κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στο φετινό φεστιβάλ Κανών, και δικαίως, αφού πρόκειται για έναν εδώ και πάνω από 20ετία παραγωγικότατο δημιουργό με μοναδικό στίγμα και κοινωνική ευαισθησία, που ποτέ δεν έχει απογοητεύσει.
Οι “Κλέφτες Καταστημάτων” είναι μια οικογένεια, χωρίς δεσμούς αίματος, που ζει στο περιθώριο και σχηματίστηκε “κατ’ ανάγκη”, από αποβληθέντα άτομα των δομών της οργανωμένης κοινωνίας. Παρακολουθούμε αυτή την οικογένεια μέσα από έναν φακό καθημερινού ρεαλισμού, ασύλληπτα ζεστό, προσηλωμένο με αγάπη σε κάθε χαρακτήρα, αλλά και στον αυθόρμητο δεσμό που σχηματίζεται μεταξύ τους.
Θα λέγαμε πως οι “Κλέφτες” φέρνουν αρκετά έντονα στο μυαλό το εξίσου δυνατό “Κανείς Δεν Ξέρει”, από την άποψη ότι κι εκεί ο Κορεέντα μας είχε πάλι εγκλωβίσει σε έναν μικρόκοσμο του περιθωρίου, να παρακολουθούμε την προσπάθεια τεσσάρων εγκαταλειμμένων παιδιών (από διαφορετικούς πατέρες) να επιβιώσουν μόνα τους. Και εκεί, η οπτική γωνία ήταν εκείνη των παιδιών, που δεν έχουν αντίληψη του τραγικού της κατάστασης, οπότε ζουν απλώς την κάθε μέρα, επιβιώνοντας σε μια ζοφερή καθημερινότητα, καταλήγοντας σε μια πικρή ιστορία ενηλικίωσης. Ποια είναι λοιπόν, η διαφορά εδώ; Ότι ο Κορεέντα έχει ωριμάσει (κι άλλο) από τότε. Πλέον είναι ίσως ο πιο “Ιάπωνας” εκ των σύγχρονων Ιαπώνων δημιουργών. Αντίθετα από τον ουτοπικό ανθρωποκεντρισμό του βασικού του προκατόχου, Γιασούτζιρο Όζου, ο Κορεέντα πάντα είχε κριτική στάση, και συχνά ιδιαίτερα οξεία. Και στους “Κλέφτες” η στάση αυτή παραμένει, καθώς κατακρίνει σφοδρά το ιαπωνικό σύστημα αξιών, την ηθική-βιτρίνα, τις λανθάνουσες ταξικές ανισότητες που επιμελώς μένουν κρυμμένες, και φυσικά, χτυπάει φλέβα αποδομώντας τον πλέον ακλόνητο θεσμό της “εύρυθμης” αστικής οικογένειας. Επί της ουσίας, αποδομεί οτιδήποτε τυπικό και επιμελώς κατεστημένο ως κοινωνικά ή ηθικά ορθό, βγάζοντας νικητή το απρόσμενο της καθημερινότητας και την παιδική αγνότητα. Μα η μεγαλύτερη νίκη του είναι ότι το πετυχαίνει αυτό τόσο ανεπαίσθητα, που μετά βίας το συνειδητοποιείς. Ανταπαντώντας στην επιμελημένη απόκρυψη των “απλύτων”, που συνιστά η κοινή λογική της χώρας του, κάνει κι εκείνος ακριβώς το ίδιο στην ταινία του. Προβάλλει μια ιδιάζουσα κατάσταση με απόλυτη φυσικότητα, ενώ εμμένει πεισματικά στα θετικά, φροντίζοντας με φοβερή ακρίβεια και διακριτικότητα να υπάρχουν όλα τα υπόλοιπα, αλλά να μη “φαίνονται” αν δεν κάτσεις εσύ να ασχοληθείς μαζί τους.
Και στο τέλος, θα γκρεμίσει αυτό το αντισυμβατικό οικογενειακό οικοδόμημα, τόσο απλά όσο το δημιούργησε. Θα το πραγματευτεί ως ένα μικρό, αλλά πολύτιμο κομμάτι της ζωής των ηρώων του, που οι ίδιοι έφτιαξαν όταν υπήρξε ανάγκη, αλλά και χάλασαν όταν άρχισε να σαπίζει. Το πικρό στοιχείο, το φράγμα που δημιουργούν τα ψηλά κάγκελα που εμποδίζουν τη θέα σε ένα παιδί, υπάρχει κι εδώ, αλλά δεν έχει σημασία. Σημασία έχει να βρεις τρόπο να σκαρφαλώσεις και να δεις πέρα.
Ο Κορεέντα απαντάει στην τραγωδία με ζωή, μετουσιώνει την έννοια του feelgood σε κινηματογραφική ουσία και εμπλουτίζει τη φιλμογραφία του με ένα ακόμα διαμάντι.
Βαθμολογία:
Παρακολούθησα 1 ώρα και 10 λεπτά. Στο διάστημα αυτό στην ταινία δεν συνέβη απολύτως τίποτε. Συνεπώς 0 στα 10.