Ο Τζορτζ Ράουντι είναι ένας δημοφιλής κομμωτής του Μπέβερλι Χιλς, που επιβεβαιώνει έναν κανόνα. Οι σύζυγοι μένουν ήσυχοι πως είναι γκέι, αλλά αυτός είναι ο πιο μεγάλος γυναικάς. Σκοπός του είναι να βρει χρηματοδότηση για να γίνει αστέρι στον χώρο του, αλλά το πρόβλημα είναι πως «κοιμάται» με την κόρη, τη σύζυγο και την ερωμένη του πιθανότερου χρηματοδότη…

Σκηνοθεσία:

Hal Ashby

Κύριοι Ρόλοι:

Warren Beatty … George Roundy

Julie Christie … Jackie Shawn

Goldie Hawn … Jill Haynes

Lee Grant … Felicia Karpf

Jack Warden … Lester Karpf

Tony Bill … Johnny Pope

Carrie Fisher … Lorna Karpf

Jay Robinson … Norman

George Furth … Κος Pettis

Luana Anders … Devra

Kathleen Miller … Anjanette

Brad Dexter … γερουσιαστής East

William Castle … Sid Roth

Howard Hesseman … Red Dog

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Robert Towne, Warren Beatty

Παραγωγή: Warren Beatty

Μουσική: Paul Simon

Φωτογραφία: Laszlo Kovacs

Μοντάζ: Robert C. Jones

Σκηνικά: Richard Sylbert

Κοστούμια: Anthea Sylbert

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Shampoo
  • Ελληνικός Τίτλος: Σαμπού

Κύριες Διακρίσεις

  • Όσκαρ δεύτερου γυναικείου ρόλου (Lee Grant). Υποψήφιο για δεύτερο αντρικό ρόλο (Jack Warden), αυθεντικό σενάριο και σκηνικά.
  • Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας (κωμωδία/μιούζικαλ), πρώτου αντρικού ρόλου (Warren Beatty) σε κωμωδία/μιούζικαλ, πρώτου γυναικείου ρόλου (Julie Christie) σε κωμωδία/μιούζικαλ, και δεύτερου γυναικείου ρόλου (Lee Grant και Goldie Hawn).
  • Υποψήφιο για Bafta δεύτερου αντρικού ρόλου (Jack Warden).

Παραλειπόμενα

  • Ο Warren Beatty είχε σκεφτεί την κεντρική ιδέα από το 1967, ονομάζοντας το σχέδιο Hair. Ενδιάμεσα όμως εμφανίστηκε η διάσημη ομότιτλη ροκ όπερα, αναγκάζοντας έτσι σε αλλαγή του τίτλου. Το δε σενάριο ολοκληρώθηκε ήδη από τότε με τη συμβολή του Robert Towne.
  • Είχε αναφερθεί ότι η δηλωμένη φεμινίστρια Julie Christie δεν ήθελε τον ρόλο της Τζάκι, αλλά τον ανέλαβε για χάρη του Warren Beatty, με τον οποίο τότε είχαν δεσμό. Παρόλα αυτά, η Lee Grant στην αυτοβιογραφία της υποστήριξε ότι όλοι γνώριζαν ότι κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων ο Beatty και η Goldie Hawn “κοιμόντουσαν” μαζί. Πριν το πέρας των γυρισμάτων, ο δεσμός της Christie και του Beatty, που κρατούσε από το 1967, διαλύθηκε, αν και οι δύο σταρ παρέμειναν φίλοι.
  • Για το χτίσιμο του ρόλου του Τζορτζ, ως πρότυπα χρησιμοποιήθηκαν οι κομμωτές Jay Sebring και Jon Peters.
  • Η Carrie Fisher κάνει εδώ στα 17 της το κινηματογραφικό της ντεμπούτο, και όπως η ίδια είχε πει, το πέτυχε κυρίως μέσω οικογενειακών γνωριμιών.
  • Η ταινία τα πήγε πολύ καλά στα ταμεία, τερματίζοντας 3η στο ετήσιο αμερικανικό box-office. Συνολικά έβγαλε 60 εκατομμύρια δολάρια, κι ενώ κόστισε μόλις 4.
  • Τον επόμενο χρόνο βγήκε μια blaxploitation εκδοχή, με τίτλο Black Shampoo.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Ο Paul Simon είχε γράψει κι ένα τραγούδι για την ταινία, το Have A Good Time. Όμως, ο Warren Beatty έπεισε τον σκηνοθέτη να το αφήσουν εκτός, προτιμώντας το Wouldn’t It Be Nice των Beach Boys, που εντέλει ακούγεται στους τίτλους αρχής και τέλους. Ο λόγος ήταν ότι ο ηθοποιός αισθάνονταν ότι αλλοίωνε τον χαρακτήρα που ερμήνευε. Το τραγούδι τελικά συμπεριλήφθηκε στο άλμπουμ Still Crazy After All These Years, που χάρισε στον Paul Simon αρκετά βραβεία Grammy.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 19/3/2022

Ο Hal Ashby υπήρξε ένας από τους χαρακτηριστικότερους χρονογράφους της δεκαετίας του 1970, και είναι κρίμα που παραμένει τόσο παραγνωρισμένος. Και ίσως η ταινία του αυτή που δεν έπρεπε να τύχει μιας τέτοιας αντιμετώπισης περισσότερο κι από τις υπόλοιπες, να είναι το Σαμπού.

Το φιλμ ταξιδεύει τον θεατή λίγο πριν το τώρα του, σε μια χρονιά ορόσημο των κρίσιμων αλλαγών στην αμερικανική κοινωνία, και εν συνεχεία στη δυτική επί του συνόλου. Δεν πρόκειται όμως για μια απλή παρουσίαση-συνονθύλευμα εκείνων των στοιχείων που αποτέλεσαν τα νέα τετριμμένα μιας τέτοιας περιόδου, αλλά η τόσο επιμελημένη ψυχανάλυση τους μέσω των χαρακτήρων της ταινίας. Και ακόμα πιο εύστοχα, δεν έχουμε στο μικροσκόπιο για ακόμα μία φορά το επίκεντρο των αλλαγών, αλλά την αντανάκλαση τους στην αριστοκρατική πλευρά του δρόμου των ανατολικών ακτών, το «πέρα βρέχει» Μπέβερλι Χιλς.

Εδώ κανείς δεν έχει κάνει ούτε πρόκειται να κάνει κάποια επανάσταση στα αμερικανικά ήθη. Δεν είναι ούτε η Νέα Υόρκη που κατοχυρώνει τα νέα συντάγματα, ούτε μια λαϊκή πόλη ή συνοικία που πρωτοστατεί στις κοινωνικές αλλαγές. Πρόκειται για μια τύπου αριστοκρατία με επαρχιώτικες καταβολές, που ζει όσα συντελούνται με έναν δικό της ιδιότυπο τρόπο. Κύριο της χαρακτηριστικό είναι το ψέμα και το πώς αυτό αποτελεί τον κεντρικό μοχλό της καθημερινότητας της. Ο Τζορτζ, ένας ευνοούμενος παρίας της πλουτοκρατίας, είναι ένα κενό ιδεολογικά -και εγκεφαλικά- δοχείο, ένας χαρακτήρας που θα αποτελέσει κανόνα για την αμερικανική και όχι μόνο κοινωνία του τότε μέλλοντος. Αυτό που τον κάνει τόσο χαρακτηριστικά ιδιαίτερο είναι το πώς ακόμα κι όταν λέει ψέματα (με τη σέσουλα κιόλας) είναι μέσα του και έξω του απόλυτα ειλικρινής. Έχει αφομοιώσει ενστικτωδώς τον τρόπο που απευθύνονται οι πολιτικοί στον λαό, ως ένα σύστημα επικοινωνίας που έχει στεφθεί με απόλυτη επιτυχία. Ακόμα κι όταν η μοίρα τού γυρίζει την πλάτη, κανείς δεν μπορεί να του συμπαρασταθεί, μια και όλοι ξέρουν ότι έχει τον τρόπο του να ξεγλιστρήσει.

Ο Ashby εκμεταλλεύεται το ότι ο θεατής του ζει στη μετά-Γουοτεργκέιτ εποχή, και ότι αυτή είναι μια καλή ένεση μνήμης για να αντιληφθεί μερικά από τα λάθη του. Κινηματογραφεί την καρδιά των μεγάλων εξελίξεων (πόλεμος Βιετνάμ, νέα ήθη, σεξουαλική επανάσταση, κινήματα περί ισότητας) από εκείνη την τοπογραφική και χρονική απόσταση που το κοινό του 1975 μπορεί να εκμεταλλευτεί αβίαστα ώστε να μην υποπέσει στις παγίδες που πέφτουν οι ήρωες της ταινίας. Και είναι βασικό ότι πάντα ξεχνάμε πως οι ιδεολόγοι κάθε επανάστασης είναι ελάχιστοι μπροστά στη μεγάλη μάζα που βιώνει τις αλλαγές (υψηλά ιστάμενη και μη), μια μάζα που δεν μπαίνει στη διαδικασία να τις μελετήσει για το κοινό καλό, αλλά τις βολεύει κατά το δοκούν και όπως δύναται πρόχειρα να τις ερμηνεύσει με γνώμονα πάντα το ατομικό συμφέρον. Αλλιώς γράφεται ανά στιγμιότυπα η επίσημη ιστορία, και εντελώς διαφορετική είναι η κίνηση των μαζών.

Η ταινία μπορεί να στα χαρίσει όλα αυτά παρακολουθώντας την, και ως προς αυτά ο Ashby παίρνει δέκα με τόνο, δίνοντας την έννοια που πρέπει να έχουν διαχρονικά όλες οι σύγχρονες ταινίες. Και αυτό υπό το πρίσμα του ότι η ιστορία γράφεται και στο σήμερα, κάτι που γενικά το σινεμά τείνει ολοένα και να ξεχνάει περισσότερο. Αλλά ως σκηνοθέτης ερμηνευτών, αφήνει τον ρυθμό ολότελα πάνω στις πλάτες των ερμηνευτών του, κι εκεί η ταινία χάνει αρκετά από μια ροή που θα μπορούσε να είναι σαν γάργαρο δραμεντί νερό. Ως προς αυτό χρειάζονταν ένας Robert Altman ή ακόμα καλύτερα ένας Fellini για να συνδυάσει το υψηλά σκεπτόμενο υπόστρωμα με ένα κινηματογραφικό μεγαλείο. Οι ηθοποιοί αποδίδουν μεν τα μέγιστα, αλλά δεν έχουμε θέατρο που κάτι τέτοιο θα αρκούσε.

Όσοι χαίρονται να βλέπουν την έβδομη τέχνη ως έναν τόπο διαλόγου ανάμεσα στο σήμερα και το χθες μας, το Σαμπού είναι ταινία επιτομής εντός μιας τόσο κρίσιμης δεκαετίας που δεν έχει παρέλθει ως αντίχτυπος. Δεν έχουμε κάνει ακόμα εκείνο το κοινωνικό βήμα που το συγκεκριμένο τότε δεν έχει πλέον υπερβολικά πολλά να μας διδάξει…

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

22 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *