Shame
- Shame
- 2011
- Μ. Βρετανία
- Αγγλικά
- Δραματική, Ερωτική
- 09 Φεβρουαρίου 2012
Ο Μπράντον είναι γύρω στα 30, ζει στη Νέα Υόρκη και δεν μπορεί να χειριστεί τη σεξουαλική του ζωή. Όταν η ιδιότροπη νεότερη αδερφή του μετακομίζει στο διαμέρισμά του, ο κόσμος του Μπράντον εκτροχιάζεται.
Σκηνοθεσία:
Steve McQueen
Κύριοι Ρόλοι:
Michael Fassbender … Brandon Sullivan
Carey Mulligan … Sissy Sullivan
James Badge Dale … David
Nicole Beharie … Marianne
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Steve McQueen, Abi Morgan
Παραγωγή: Iain Canning, Emile Sherman
Μουσική: Harry Escott
Φωτογραφία: Sean Bobbitt
Μοντάζ: Joe Walker
Σκηνικά: Judy Becker
Κοστούμια: David C. Robinson
- Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Θετική.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: Shame
Ελληνικός Τίτλος: Shame
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα πρώτου αντρικού ρόλου (Michael Fassbender) σε δράμα.
- Υποψήφιο για Bafta καλύτερης βρετανικής ταινίας και πρώτου αντρικού ρόλου (Michael Fassbender).
- Βραβείο φωτογραφίας και μοντάζ στα Ευρωπαϊκά Βραβεία. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία και πρώτο αντρικό ρόλο (Michael Fassbender).
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας. Βραβείο αντρικής ερμηνείας (Michael Fassbender) και βραβείο FIPRESCI.
Παραλειπόμενα
- Ο Michael Fassbender δεν ήταν απλά η πρώτη επιλογή του McQueen, αλλά και η μόνη.
- Οι έντονες σεξουαλικές σκηνές κόστισαν στο φιλμ ένα NC-17 (ακατάλληλο δια ανηλίκους) στην αμερικανική του διανομή. Προς σεβασμό της προς τον δημιουργό, η Fox Searchlight ούτε διαμαρτηρήθηκε για αυτό, ούτε ζήτησε νέο μοντάζ.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Επί της ταινίας, ακούγεται το κλασικό New York, New York από την Carey Mulligan. Συμπεριλήφθηκε και στο σάουντρακ.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος
Έκδοση Κειμένου: 6/2/2012
O τριαντάρης Μπράντον δουλεύει σε ένα γραφείο στο Μανχάταν και ζει σε ένα μικρό γυμνό διαμέρισμα μόνο με τα απαραίτητα. Είναι αυστηρά μοναχικός και καμιά φορά μετά τη δουλειά πάει με το αφεντικό του σε μπαράκια όπου το αφεντικό καμακώνει γκόμενες και συνήθως μια από αυτές καταλήγει να κάνει σεξ με τον Μπράντον. Βλέπει μανιακά πορνό στο λαπ-τοπ, έχει ανάλογα περιοδικά, συχνά αυνανίζεται σε ανύποπτους χρόνους, φλερτάρει με το βλέμμα του άγνωστες στο μετρό, άλλοτε δοκιμάζει και dark-rooms σε γκέι κλαμπ και όλα αυτά τα βιώνει ως οδύνη. Στο προσκήνιο έρχεται η αδελφή του, Σίσι, να μείνει για λίγο, για μια αρπαχτή (ως τραγουδίστρια) σε νάιτ-κλαμπ. Εκείνη είναι το αντίθετο. Διψάει για συναισθηματική επαφή, κυρίως με τον αδελφό της αλλά και μέσα από εφήμερα ερωτικά στιγμιότυπα. Εκείνος πιέζεται αφόρητα από την ανάγκη της. Ο αδελφικός δεσμός είναι κι αυτός πηγή βασάνου.
Μην περιμένετε ένα φιλμ πάνω στο έρωτα ή τον ερωτισμό. Ουδεμία σχέση. Το έργο είναι ψυχόδραμα πάνω στην απόγνωση που έχει τις ρίζες της σε παλιά οικογενειακά τραύματα που το σενάριο απλά υπαινίσσεται. Σχεδόν μοιάζει να μην έχουν πολλή σημασία, γιατί η όλη οπτική γωνία περιέχει ένα γενικότερο συμβολισμό μιας παγίδευσης του σύγχρονου «ελεύθερου» ανθρώπου των πόλεων. Μάλιστα, η ηδονοβλεπτική έλξη είναι σχεδόν μια επαγωγή για την κοινωνία της εικόνας. Κάποια στιγμή, ο Μπράντον προσπαθεί να οργασθεί με μια γυναίκα χωρίς να τα καταφέρνει, ενώ πίσω τους υπάρχει μια κλειστή τηλεόραση που λειτουργεί θα λέγαμε ως απρόσωπη αλλά ισχυρή αντίζηλος. Λείπει η εικόνα που θα ήταν πιο ερεθιστική από το πραγματικό σώμα που έχει μπροστά του – το πραγματικό έχει περισσότερες απαιτήσεις επικοινωνίας. Στην επόμενη σκηνή, όμως, λειτουργεί με άλλη γυναίκα στο ίδιο περιβάλλον μόνο και μόνο γιατί μαζί της αναπαριστά μια σεξουαλική στάση που είχε δει να κάνει άλλο ζευγάρι. Αναπαριστά μια εικόνα, άρα ερεθίζεται.
Ο Μπράντον είναι εθισμένος στον οργασμό όπως κάποιος άλλος στη βία. Μια βία που ξεσπάει πάνω στο ίδιο του το σώμα. Βιώνει τον οργασμό ως οδύνη. Είναι ο τρόπος του να κλάψει γιατί δεν μπορεί να κοινωνήσει με τους άλλους και αισθάνεται διπλή ντροπή. Και για την αδυναμία του και για τον τρόπο που αυτή εκφράζεται. Ο Στιβ Μακ Κουιν, μετά το Hunger, κάνει τη δεύτερη ταινία του με τον ίδιο πρωταγωνιστή, Μίκαελ Φασμπέντερ, με τον οποίο ως φαίνεται υπάρχει μια βαθιά κατανόηση μεταξύ τους, του πώς, δηλαδή, όχι μόνο ένα πρόσωπο αλλά και ένα σώμα στην ολότητά του μπορεί να αποδώσει το ψυχικό βάσανο. Η κάμερα «χειρουργεί» αυτό το σώμα διαρκώς κι ανελέητα.
Ο Φασμπέντερ ερμηνεύει συγκλονιστικά – θα έλεγα ότι καταφέρνει να από-ερωτικοποιήσει τον εαυτό του όσο ο Μπράντο στο Ανταύγειες σε Χρυσά Μάτια – και η Κάρεϊ Μάλιγκαν σιγοντάρει ανάλογα. Ακόμη και αν δεν υπήρχε ιδιαίτερο δραματουργικό βάρος στο όλο αφήγημα, το καταφέρνουν οι δυο ηθοποιοί από μόνοι τους. Ωστόσο, παρά τους διεθνείς διθυράμβους, δεν θα την έλεγα μια μεγάλη ταινία αλλά ένα μικρό διαμαντάκι.
Βαθμολογία: