
Ο θρυλικός ιδιωτικός ντετέκτιβ Τζον Σαφτ ενώνει δυνάμεις με τον αποξενωμένο γιο του, αναλυτή δεδομένων του FBI Τζον Σαφτ Τζούνιορ, για να χτενίσουν τους δρόμους στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης και να αποκαλύψουν το μυστήριο πίσω από τον θάνατο του καλύτερου φίλου του.
Σκηνοθεσία:
Tim Story
Κύριοι Ρόλοι:
Samuel L. Jackson … John Shaft
Jessie T. Usher … JJ Shaft Jr.
Richard Roundtree … John Shaft, Sr
Alexandra Shipp … Sasha Arias
Regina Hall … Maya Babanikos
Matt Lauria … Gary Cutworth
Titus Welliver … πράκτορας Vietti
Method Man … Freddy P
Isaach De Bankole … Pierro ‘Gordito’ Carrera
Avan Jogia … Karim Hassan
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Kenya Barris, Alex Barnow
Παραγωγή: John Davis
Μουσική: Christopher Lennertz
Φωτογραφία: Larry Blanford
Μοντάζ: Peter S. Elliot
Σκηνικά: Wynn Thomas
Κοστούμια: Olivia Miles
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Shaft
- Ελληνικός Τίτλος: Shaft: Ο Μαύρος Πάνθηρας 2
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Σαφτ, ο Μαύρος Πάνθηρ (1971)
- Το Πιο Μεγάλο Κόλπο του Σαφτ (1972)
- Ο Σαφτ Χτυπά στην Αφρική (1973)
- Shaft, ο Μαύρος Πάνθηρας (2000)
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα (χαρακτήρες): Shaft του Ernest Tidyman.
Παραλειπόμενα
- Πέμπτη ταινία του μακρόβιου franchise, αλλά κι άμεσο σίκουελ μόνο της ταινίας ριμέικ του 2000.
- Η αληθινή διαφορά ηλικίας ανάμεσα σε πατέρα (Richard Roundtree) και γιο (Samuel L. Jackson) είναι μόλις 6 χρόνια.
- Στην προηγούμενη ταινία (του 2000), ο “Σαφτ” Richard Roundtree ήταν θείος του “Σαφτ” Samuel L. Jackson. Εδώ είναι γιος.
- Στη διεθνή αγορά η διανομή του έγινε μέσω της πλατφόρμας του Netflix. Στις ΗΠΑ και τον Καναδά κυκλοφόρησε μέσω της Warner Bros. Pictures στις αίθουσες, για να εισπράξει μόλις 21,4 εκατομμύρια δολάρια από τα ταμεία.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 14/7/2019
Το Shaft του 1971 ήταν αυτόνομα ένα ορόσημο -ίσως το σημαντικότερο- για την blaxploitation κουλτούρα, ακόμα κι αν δεν μπορεί να συγκριθεί ποιοτικά με τις επιτυχίες του αστυνομικού σινεμά εκείνης της περιόδου. Ήδη μετά δύο άστοχα σίκουελ και ένα «κάτι σαν ριμέικ» του 2000, κι αυτή του η αρχική δόξα είχε ξεφτίσει. Ερχόμενοι πλέον να ανοικοδομήσουμε τον μαύρο πάνθηρα ντετέκτιβ στο σήμερα, τι θα ευελπιστούσαμε αληθινά; Μια «ανάσταση» θα έλεγαν οι έγχρωμοι παλιόφιλοι μας, αλλά θα αγνοούσαν πως πίσω-μπρος από την παραγωγή είναι μια Warner Bros. και ένα Netflix. Άρα το «δεύρο έξω» αναβάλλεται μέχρι νεοτέρας…
Και πώς αλήθεια να μην αναβάλλεται, όταν το να είσαι σήμερα στις ΗΠΑ έγχρωμος ντετέκτιβ είναι κάτι το απόλυτα φυσιολογικό και συνηθισμένο. Έτσι, αποδεχόμαστε την εμπορική σύμβαση να εκλάβουμε νοσταλγικά τον όλο θρύλο, και πολύ μας είναι. Η ταινία ως προς αυτό όμως επενδύει μονάχα στο φινάλε. Είναι τα περίπου 20 λεπτά που θα δούμε τον Richard Roundtree πάλι εν δράσει, στο πλάι «γιου» και «εγγονού». Τι γίνεται όμως και με αυτούς; Ο καθένας τους αντικατοπτρίζει τη γενιά του, και ως προς αυτό τυπικά δεν έχουμε αστοχία. Ο Samuel L. Jackson μπορεί να μην κρατεί κάποιο σοβαρό κομμάτι επί του μύθου πάνω του (έχοντας στην πλάτη του μονάχα ένα μέτριο ριμέικ), αλλά δανείζεται όλα εκείνα που του χάρισε η Pulp Fiction εποχή του, κι εντέλει, ακόμα και στο ρελαντί, είναι ό,τι πιο αξιοπρόσεκτο υπάρχει εδώ γύρω. Περνώντας όμως στον εγγονό, κάπου εδώ βάζουμε τα κλάματα. Ναι, είναι αποδεκτό πως ένας σύγχρονος έγχρωμος που δεν κατοικεί με το ζόρι στο Χάρλεμ κάπως έτσι είναι, αλλά… ποιος θέλει -κινηματογραφικά- να το μάθει; Χρειάζεται όλη τη δύναμη… ενός αδύναμου σεναρίου για να πείσει ότι μπορεί να παρεισφρήσει στη φαμίλια, κι ακόμα κι έτσι είναι τόσο φάλτσα νότα που ευτελίζει μία και καλή την υπόληψη του «Σαφτέικου».
Πέρα από τα όλα «μυθολογικά», η ταινία επιχειρεί στο ρελαντί να είναι καταρχάς μια αστυνομική ταινία με δόσεις χιούμορ. Περπατώντας χωρίς ενδοιασμούς πάνω από τα κλισέ του είδους, ο Tim Story μάς θυμίζει το πόσο μέτριος ήταν ανέκαθεν. Κάνει κυρίως δύο βασικά λάθη, που μας αποκλείουν από μια σοβαρή ψυχαγωγία. Πρώτον, δεν σέβεται την κοινή λογική ακόμα και σε περιπτώσεις καραμπινάτες (πού είναι η αστυνομία μετά από δύο μακελειά σε κυριλέ εστιατόρια; γιατί ο νεαρός πράκτορας δεν δίνει παρουσία σε κοτζάμ FBI, και μετά έχει και παράπονα;), και δεύτερον δεν δίνει τον παραμικρό χρόνο στους κακούς της ιστορίας, ώστε να μας νοιάζει στο ελάχιστο αυτή η ιστορία. Για την ακρίβεια, με όλα αυτά περνάει μια ολόκληρη ταινία μέσα από την οπτική του ημιαδιάφορου -χιουμοριστικά και επί των διαλόγων- σαφτέικου, και όμως ο σκηνοθέτης έχει την απαίτηση να μας ενδιαφέρει η δράση που διαδραματίζεται υποτίθεται ασταμάτητα (με ένα διάλειμμα… για κλάμπινγκ). Αν μου έλεγε κάποιος ότι στο μοντάζ κόπηκε η μισή ταινία, ειλικρινά θα τον πίστευα, γιατί τέτοια εντύπωση δίνει.
Ούτε σοβαρή κόντρα χαρακτήρων υπάρχει, ούτε χημεία ανάμεσα στους ηθοποιούς (όχι επειδή ήταν αναγκαίο κάτι τέτοιο, απλά είναι αδούλευτοι οι χαρακτήρες), ούτε σοβαρή αστυνομική ίντριγκα, ούτε τίποτα που να μας αποδεικνύει ότι δεν ξεπετάξαμε ένα franchise κοντά 50 χρόνων στο «έτσι». Στο έτσι λοιπόν κι εμείς αρκούμαστε στα γνωστά αθυρόστομα τερτίπια του Jackson, στην ολιγόλεπτη και άνευ ουσίας ογκώδη παρουσία του Roundtree, στην κατασπατάληση ενός κακού του όγκου του Isaach de Bankole (μόλις τον γνωρίζουμε, τον ξεπαστρεύουμε εντός πενταλέπτου), και κρίνουμε μια μεγάλη επιστροφή όπως αυτή ως μία από τα ίδια, και μάλιστα με ελαφριά καρδία, μια και η όλη κουλτούρα του blaxploitation ελάχιστα λέει στο σήμερα στους περισσότερους από εμάς. Το λιγότερο, θα έλεγα, κρίμα, ακόμα και για τους ήχους του Isaac Hayes…
Βαθμολογία: