Ένας καπετάνιος αλιευτικού, που έχει αποσυρθεί σε ένα μικρό νησί της Καραϊβικής, θα έρθει αντιμέτωπος με το σκοτεινό παρελθόν του που έρχεται για να τον στοιχειώσει και να τον εγκλωβίσει σε μια νέα πραγματικότητα που δεν είναι αυτό που δείχνει.
Σκηνοθεσία:
Steven Knight
Κύριοι Ρόλοι:
Matthew McConaughey … John Mason/Baker Dill
Anne Hathaway … Karen Zariakas
Diane Lane … Constance
Jason Clarke … Frank Zariakas
Djimon Hounsou … Duke
Jeremy Strong … Reid Miller
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Steven Knight
Παραγωγή: Guy Heeley, Steven Knight, Greg Shapiro
Μουσική: Benjamin Wallfisch
Φωτογραφία: Jess Hall
Μοντάζ: Laura Jennings
Σκηνικά: Andrew McAlpine
Κοστούμια: Danny Glicker
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Αρνητική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Serenity
- Ελληνικός Τίτλος: Το Νησί της Αποπλάνησης
Παραλειπόμενα
- Η Uma Thurman ήταν αρχικά να παίξει τον ρόλο που πήγε στην Diane Lane. Αποχώρησε η ίδια λόγω άλλων υποχρεώσεων.
- Η ιστορία διαδραματίζεται σε κάποιο φανταστικό, τροπικό μέρος, το Πλίμουθ (με τον χάρτη του να παραπέμπει στο βίντεο-γκέιμ Grand Theft Auto). Η ομάδα παραγωγής επισκέφθηκε διάφορα τροπικά μέρη όπως τα νησιά των Βερμούδων, τη Δομινικανή Δημοκρατία, τα Φίτζι, αλλά μόλις ο σκηνοθέτης έφτασε στον Μαυρίκιο ήξερε ότι είχε φτάσει στο “Πλίμουθ”. Αυτή είναι και η μεγαλύτερης κλίμακας ταινία που γυρίστηκε ποτέ στο συγκεκριμένο νησί.
- Η ταινία συνδέθηκε και με σκάνδαλο σε σχέση με τον τόπο γυρισμάτων της. Για την ακρίβεια, ο πρωθυπουργός του Μαυρικίου, Pravind Jugnauth, κατηγορήθηκε ότι ιδιοποιήθηκε ποσό των 6 εκατομμυρίων δολαρίων για να υποστηρίξει την παραγωγή.
- Παρατηρήθηκε ότι η πλοκή φέρει αρκετές ομοιότητες με το επεισόδιο Playtest (2016) της σειράς Black Mirror.
- Ενώ είχε ένα κόστος 25 εκατομμυρίων δολαρίων, οι εισπράξεις έμειναν στα 14,4.
Κριτικός: Δημήτρης Κωνσταντίνου-Hautecoeur
Έκδοση Κειμένου: 23/1/2019
Μετά από το «Locke», ένα one-man-show πείραμα που στέφθηκε με επιτυχία χάρη στον μινιμαλισμό, την απλότητα και τον ρεαλισμό του, ο βρετανός Stephen Knight (σεναριογράφος του «Βρώμικα Όμορφα Πράγματα» και του τηλεοπτικού «Peaky Blinders») κάνει εδώ στροφή 180 μοιρών: μετακομίζει στο Χόλιγουντ και το γυρνάει στον μαξιμαλισμό, τη σεναριακή περιπλοκότητα και την κινηματογραφική επιτήδευση. Δίχως αντίσταση απέναντι στη Χολιγουντιανή αισθητική της μπλοκμπαστερίζουσας υπερδραματοποίησης, των βαρύγδουπων διαλόγων-ανταλλαγής τσιτάτων και της μουσικής επένδυσης ως δραματική «πατερίτσα», ο Knight δυστυχώς επιδεικνύει λίγη προσωπική άποψη στη διαχείριση ενός προϊόντος προοριζόμενου για ευρεία εμπορική κατανάλωση.
Η ιστορία διαθέτει, στην πραγματικότητα, μια εσωτερικότητα πιο σοφιστικέ αφηγήσεων. Σταδιακά, αποκαλύπτει πως στην καρδιά της κρύβεται μια ενδιαφέρουσα κι ομολογουμένως πρωτότυπη ιδέα, μια ψυχολογική αλληγορία σε ένα εξπρεσιονιστικό, «καουφμανίζον» σύμπαν. Κι αν τούτη η ιδέα αφήνει υποσχέσεις μιας ουσιωδέστερης προσέγγισης πάνω στο λεπτό θέμα της οικιακής βίας (που όσο είναι κινηματογραφικά χιλιοειπωμένο, άλλο τόσο του λείπουν οι πραγματικά ευαίσθητες απεικονίσεις), η χολιγουντιανά επιτηδευμένη οδός που ακολουθεί ο Knight δεν την τιμά. Από τη διάχυτη, εν μέρει εσκεμμένα, υπερβολή σε κάθε επίπεδο (ερμηνείες, κάμερα, μοντάζ, sound design) μέχρι την αφόρητη σοβαροφάνεια, από τις αμπελοφιλοσοφικές στα όρια παρωδίας ατάκες μέχρι την ακραία μελοδραματικότητα κι από τις περιττά περίπλοκες λεπτομέρειες της πλοκής μέχρι την αμετροεπή επεξηγηματικότητα προς εύκολη μαζική πέψη, η επιτήδευση του φιλμ δυστυχώς επισκιάζει την ενδιαφέρουσα καλλιτεχνική σύλληψη που αχνοφαίνεται κάπου βαθιά στον (χολιγουντιανά πολύχρωμο) ορίζοντα.
Βαθμολογία: