Ιταλία, 1866. Ο ιταλο-αυστριακός πόλεμος για την ενοποίηση της Βενετίας με την υπόλοιπη Ιταλία φτάνει προς το τέλος του. Κατά τη διάρκεια μιας παράστασης της όπερας Il Trovatore, μια ομάδα ιταλών εθνικιστών διαμαρτύρεται κατά των αυστριακών αξιωματούχων που βρίσκονται στο θέατρο. Εν μέσω των ταραχών, η κόμισσα Λίβια Σερπιέρι προσπαθεί να προστατεύσει τον ξάδερφό της, μαρκήσιο Ρομπέρτο Ουσόνι, συγκαλύπτοντας το γεγονός ότι εκείνος υποκίνησε τη διαμαρτυρία. Ωστόσο, η γνωριμία της με τον νεαρό αυστριακό αξιωματικό Φραντζ Μάλερ θα την παρασύρει σε έναν αυτοκαταστροφικό έρωτα, ο οποίος τελικά θα την οδηγήσει στο να προδώσει όχι μόνο τον ξάδερφό της, αλλά και ολόκληρη τη χώρα της.

Σκηνοθεσία:

Luchino Visconti

Κύριοι Ρόλοι:

Alida Valli … κόμισσα Livia Serpieri

Farley Granger … υπολοχαγός Franz Mahler

Massimo Girotti … Roberto Ussoni

Heinz Moog … κόμης Serpieri

Rina Morelli … Laura

Christian Marquand … βοημός αξιωματικός

Sergio Fantoni … Luca

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Luchino Visconti, Suso Cecchi D’Amico

Παραγωγή: Domenico Forges Davanzati

Φωτογραφία: G.R. Aldo, Robert Krasker

Μοντάζ: Mario Serandrei

Σκηνικά: Ottavio Scotti

Κοστούμια: Marcel Escoffier, Piero Tosi

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Senso
  • Ελληνικός Τίτλος: Έτσι Τελείωσε μια Μεγάλη Αγάπη
  • Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: The Wanton Contessa
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Λίβυα, η Αδίστακτη Κόμισσα [επανέκδοσης]
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Senso [επανέκδοσης]
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Σένσο

Άμεσοι Σύνδεσμοι

  • Μαύρος Άγγελος (2002)

Σεναριακή Πηγή

  • Νουβέλα: Senso του Camillo Boito.

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας.

Παραλειπόμενα

  • Η νουβέλα της δεκαετίας του 1880 γράφτηκε σε ύφος ημερολογίου, με τη Λίβια να μιλάει σε πρώτο πρόσωπο. Εκεί κατοικούσε στο Τρέντο, ενώ τη φλέρταρε ένας δικηγόρος. Ο Visconti μετέφερε την πλοκή στη Βενετία, εξάλειψε τον χαρακτήρα του δικηγόρου τελείως, ενώ έβγαλε κι όλα όσα αφορούσαν τη γραφή ως ημερολόγιο. Πρόσθεσε όμως όσα σχετίζονται με τον επαναστάτη ξάδελφο της και τους ιταλούς συντρόφους του. Λόγω αυτών των τόσων αλλαγών, σκέφτονταν να το τιτλοφορήσει Custoza, από την τοποθεσία όπου έγινε η μάχη στην κλιμάκωση της ταινίας. Αυτό όμως του το αρνήθηκαν για νομικούς λόγους.
  • Ο χαρακτήρας του Φραντζ Μάλερ ονομάζονταν Remigio Ruz στη νουβέλα. Η αλλαγή του ονόματος έγινε ως φόρος τιμής στον μουσουργό Gustav Mahler, τον οποίο και θαύμαζε ο σκηνοθέτης.
  • Αρχικά ο Visconti έλπιζε να κλείσει τους Ingrid Bergman και Marlon Brando για τους κεντρικούς ρόλους. Η Bergman όμως δεν είχε το ελεύθερο από τον σύζυγο της, τον Roberto Rossellini, να εργάζεται για άλλους σκηνοθέτες, ενώ τον Brando τον απέρριψαν οι παραγωγοί, θεωρώντας πιο δυνατό το όνομα του Farley Granger. Κάποιοι όμως είχαν πει ότι ο Brando απέρριψε τον ρόλο επειδή δεν θα έπαιζε η Bergman.
  • Franco Zeffirelli και Francesco Rosi εργάστηκαν στην παραγωγή ως βοηθοί του σκηνοθέτη, πριν φυσικά γίνουν και οι ίδιοι γνωστοί ως δημιουργοί.
  • Μια και ο Farley Granger δεν μιλούσε καθόλου ιταλικά, ντουμπλαρίστηκε από τον ηθοποιό Enrico Maria Salerno.
  • Παραδόξως, ενώ η Alida Valli βάλλεται επί της πλοκής ενάντια στην αυστριακή αυτοκρατορία, κατάγονταν από αριστοκρατική οικογένεια αυτής, και έφερε τίτλο ευγενούς.
  • Ο διευθυντής φωτογραφίας G.R. Aldo που ξεκίνησε την ταινία, πέθανε αιφνιδίως, με αποτέλεσμα να την ολοκληρώσει ο Robert Krasker.
  • Κατά τα τέλη των γυρισμάτων, ο Granger τσακώθηκε με τον Visconti, άφησε την ταινία και επέστρεψε στο σπίτι του στις ΗΠΑ. Ο Visconti δεν έκανε κάτι για να τον μεταπείσει, χρησιμοποιώντας στις τελευταίες σκηνές έναν σωσία του με “πονηρά” πλάνα που έκρυβαν το πρόσωπο.
  • Στα αγγλικά κυκλοφόρησε μια περικομμένη εκδοχή των 94ων λεπτών, όπου είχε τίτλο The Wanton Countess. Σε αυτήν είχαν προσθέσει διάλογο οι Tennessee Williams και Paul Bowles.
  • Η ψηφιακή αποκατάσταση της ταινίας έγινε το 2011 από τη The Criterion Collection. Στο DVD και το Blu-ray περιλαμβάνονταν και η αγγλόφωνη εκδοχή που ήταν ήδη σπάνια.
  • Ο Tinto Brass διάβασε τη νουβέλα και ένιωσε πως ο Visconti την αδίκησε. Έτσι, το 2002 κυκλοφόρησε τη δική του εκδοχή, με τίτλο Senso ’45. Σε αυτήν πρωταγωνιστεί η Anna Galiena, ενώ στη χώρα μας προβλήθηκε κατευθείαν στη μικρή οθόνη.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Στην ηχητική μπάντα ακούμε Giuseppe Verdi και κομμάτι της 7ης Συμφωνίας του Anton Bruckner. Η διασκευή τους για την ταινία έφερε την επιμέλεια του Nino Rota.

Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 6/2/2021

Ο Visconti  παρέμεινε μέχρι τότε σχετικά σταθερός στη νεορεαλιστική παράδοση, αλλά μόνο επειδή η οπτική του ήταν πολυπρισματική, δεν παγίωσε τη δέσμευσή του με το συγκεκριμένο ρεύμα. Το 1954 εξοργίζει τους αυστηρούς νεορεαλιστές με αφορμή  το “Senso”, την προσαρμογή του στο μυθιστόρημα του Camillo Boito.

Βρισκόμαστε στα 1866 στη Βενετία, και ο Visconti ριζώνει την ταινία του οπτικά στον κόσμο του μελοδράματος, μέσω της εισαγωγικής σεκάνς στο θέατρο «La Fenice». Στη σκηνή παίζεται το «Trovatore» του Βέρντι, και οι αυστριακές δυνάμεις κατοχής  βρίσκονται σε αυστηρά θεατρική και εθνική γειτνίαση με τους πικραμένους ιταλούς εθνικιστές. Η σύγκρουση προσωποποιείται από τον αυστριακό αξιωματικό Franz Mahler (όμορφος και γοητευτικός με έναν απίστευτο τρόπο ο Farley Granger) από τη μία πλευρά και τον βενετσιάνο μαρκήσιο Ussoni (ο Massimo Girotti του “Ossessione”) από την άλλη. Ανάμεσα στις αντιτιθέμενες πλευρές, οι οποίες αντιμάχονται τόσο για την εθνική πίστη όσο και για τη ρομαντική αφοσίωση, υπάρχει η κοντέσα Livia Serpieri (μια εκπάγλου καλλονής Alida Valli) που θα ερωτευθεί τον αυστριακό αξιωματικό.

Σε αυτή την εποχή της επαναστατικής αναταραχής, όπου το ρίσκο ενός παράνομου ρομάντζου ενισχύεται από τον πόλεμο, η δύναμη του “Senso” εξαρτάται από τα παράλληλα θέματα προδοσίας και υστερίας. Δρώντας μέσα σε ένα περιβάλλον επιτηδευμένης συμπεριφοράς και στάσης, η Valli παρουσιάζει ιδιαίτερα αξιοσημείωτη εμβέλεια, ενσαρκώνοντας μια γυναίκα σε συνεχή εναλλαγή συναισθημάτων μεταξύ εκδίκησης, ευπάθειας και ερωτικής εμμονής. Ο ρομαντισμός που αναδύεται συνιστά τον συναισθηματικό πυρήνα της ταινίας, αλλά αυτό που έσπρωξε τον Visconti στα όρια της τέχνης του είναι η σαρωτική τοιχογραφία μιας ιστορικής περιόδου της Ιταλίας, και ιδίως η αριστουργηματική χρήση του χρώματος, το οποίο μεταλλάσσεται μέσα στο ίδιο πλάνο σηματοδοτώντας τις αλλαγές στην ψυχολογική κατάσταση των ηρώων. Οι διευθυντές φωτογραφίας Robert Krasker και G.R. Aldo (ο τελευταίος έχασε τη ζωή του κατά τη διάρκεια της παραγωγής) με τον οπερατέρ Giuseppe Rotunno συνεισφέρουν τα μέγιστα σε αυτή την ευδιάκριτη οπτική στροφή στην καριέρα του Visconti, καθιστώντας το “Senso” μια μελωδική σύνθεση οπτικού μεγαλείου και άνθησης των αισθήσεων.

Το “Senso” μπορεί να υπερηφανεύεται για την καθηλωτικά διακοσμημένη ατμόσφαιρα, την τελειότητα της σκηνοθεσίας, τη διακριτική ιστορικο-κοινωνική κριτική, τη συγκλονιστική ενσάρκωση της έκπτωσης των τραγικών ηρώων που μεγεθύνεται με την ένταση του μελοδράματος. Ωστόσο, οι μονολιθικοί υπερασπιστές του αμιγούς νεορεαλισμού κατηγόρησαν του Visconti για δραστική μετάλλαξη και προδοσία του συγκεκριμένου ρεύματος, προς όφελος ενός καλλιγραφικού κλασικισμού. Αλήθεια πόσο μικρόψυχη αντιμετώπιση απέναντι σε ένα τέτοιο μεγαλειώδες έργο τέχνης! Αλλά αυτό ήταν μόνο μέρος της διαμάχης για την ταινία, η οποία ξεκίνησε όταν η Ingrid Bergman και ο Marlon Brando που προτιμούσε ο Visconti για τους βασικούς ρόλους απορρίφθηκαν από τους παραγωγούς, και συνεχίστηκε όταν το αρχικό φινάλε του Visconti απαγορεύτηκε από ιταλούς λογοκριτές, οι οποίοι αντιτάχθηκαν σε μια αρνητική απεικόνιση των στρατιωτικών του έθνους. Επιπλέον, σε μια δυστυχώς κοινή ρουτίνα για τις ταινίες του, οι διεθνείς εκδοχές του “Senso” ανακλήθηκαν και κυκλοφόρησαν με αλλαγμένους, συχνά παραπλανητικούς τίτλους. Στην Ελλάδα παίχτηκε με τον επιεικώς αστείο τίτλο «Έτσι Τελείωσε μια Μεγάλη Αγάπη», ενώ η αμερικανική εκδοχή, που μετονομάστηκε ως “The Wanton Countess”,  περιείχε νέους διαλόγους γραμμένους από τους Tennessee Williams και Paul Bowles.

Στην τελική του αποτίμηση το “Senso” κρατά κορυφαία θέση ανάμεσα στα μεγάλα αριστουργήματα του ευρωπαϊκού σινεμά, καθώς ισορροπεί θαυμαστά ανάμεσα σε πολλά δίπολα: σοφιστικέ και λαϊκό, όπερα και καθαρό σινεμά, μελόδραμα και υπαρξισμός, κλασικισμός και χρωματικός πειραματισμός, ρομαντισμός και παρακμή, έρωτας και προδοσία, ιδανικό και πραγματικό. Και πάνω από όλα, το φιλμ στεφανώνεται από ένα συνταρακτικό, ανεπανάληπτο φινάλε, με τη Λίβια να περιπλανιέται μέσα στη νύχτα ανάμεσα σε μεθυσμένους στρατιώτες στα πρόθυρα της τρέλας, με τη σκιά της να την καταδιώκει στα ατέλειωτα τείχη της Βερόνα, καθώς έχει προδώσει και τον έρωτά της και την πατρίδα της. Δύστυχη και μεγαλειώδης Alida Valli!

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

12 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *