Στο Γουέστ Εντ του Λονδίνου της δεκαετίας του 1950, τα σχέδια για την κινηματογραφική μεταφορά ενός επιτυχημένου θεατρικού έργου διακόπτονται απότομα όταν ένα βασικό μέλος του συνεργείου δολοφονείται. Όταν ο αποτραβηγμένος από τον κόσμο επιθεωρητής Στόπαρντ και η πρόθυμη αρχάρια αστυφύλακας Στόκερ αναλαμβάνουν την υπόθεση, βρίσκονται μπλεγμένοι σε ένα αινιγματικό παιχνίδι υπόπτων, ερευνώντας τη μυστηριώδη ανθρωποκτονία με δικό τους κίνδυνο.

Σκηνοθεσία:

Tom George

Κύριοι Ρόλοι:

Sam Rockwell … επιθεωρητής Stoppard

Saoirse Ronan … χωροφύλακας Stalker

Adrien Brody … Leo Kopernick

Ruth Wilson … Petula Spencer

Reece Shearsmith … John Woolf

Harris Dickinson … Richard ‘Dickie’ Attenborough

David Oyelowo … Mervyn Cocker-Norris

Charlie Cooper … Dennis Corrigan

Shirley Henderson … Agatha Christie

Pippa Bennett-Warner … Ann Saville

Pearl Chanda … Sheila Sim

Sian Clifford … Edana Romney

Jacob Fortune-Lloyd … Gio

Angus Wright … υπαστυνόμος Bakewell

Paul Chahidi … Κος Fellowes

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Mark Chappell

Παραγωγή: Gina Carter, Damian Jones

Μουσική: Daniel Pemberton

Φωτογραφία: Jamie Ramsay

Μοντάζ: Gary Dollner, Peter Lambert

Σκηνικά: Amanda McArthur

Κοστούμια: Odile Dicks-Mireaux

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: See How They Run
  • Ελληνικός Τίτλος: Κοίτα τους Πώς Τρέχουν

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Bafta καλύτερης βρετανικής ταινίας.

Παραλειπόμενα

  • Πρώτη κινηματογραφική επαφή για τον “τηλεοπτικό” Tom George.
  • Το 2016 ήταν η 20th Century Fox που είχε στα χέρια της τον σχεδιασμό της ταινίας, και οι βασικές επιλογές για το καστ ήταν οι Hugh Grant και Keira Knightley. Μετά την εξαγορά του στούντιο από την Disney, το σχέδιο εγκαταλείφθηκε.
  • Ο τίτλος προέρχεται από στοίχο του φολκ τραγουδιού Three Blind Mice, και είχε πρώτα χρησιμοποιηθεί ως τίτλος θεατρικής κωμωδίας από τον Philip King το 1944. Τόσο αυτό όσο και η κινηματογραφική του διασκευή το 1955, δεν φέρουν περαιτέρω κοινά στοιχεία με την εν λόγω ταινία πέρα του τίτλου.
  • Ο Sam Rockwell αναζητούσε τον τρόπο ερμηνείας του χαρακτήρα του, και τον βρήκε παρακολουθώντας τον Peter Sellers ως επιθεωρητή Κλουζό.
  • Η Saoirse Ronan ήταν η μόνη που πήρε την άδεια να μιλάει με την ιρλανδική προφορά της και όχι με εγγλέζικη όπως οι υπόλοιποι, μια και ο σκηνοθέτης δεν έδινε ιδιαίτερη βάση στον ρεαλισμό.
  • Αρκετοί από τους χαρακτήρες παραπέμπουν σε διάσημα θεατρικά έργα ή στην Agatha Christie.

Κριτικός: Ορέστης Μαλτέζος

Έκδοση Κειμένου: 10/10/2022

Θέλω να δηλώσω εξαρχής πως είμαι λάτρης των ταινιών whodunit, ακόμα κι όταν αυτές δεν ανταποκρίνονται σε ποιότητα κινηματογραφική. Τα θέλγητρά τους είναι εύλογα: ξέρεις από την αρχή τι θα παρακολουθήσεις, η εξέλιξή τους είναι τακτοποιημένη και στρωτή, και κλείνουν πάντα με την αποκάλυψη και το περίπλοκο σχέδιο δράσης του δολοφόνου. Παρότι ταγμένος φαν του είδους ακόμα και στις πιο αδύναμες στιγμές του, η μόνη έκπληξη που μου επιφύλασσε το «Κοίτα τους Πώς Τρέχουν» ήταν η απόλυτη έλλειψη ενδιαφέροντος που μου προκάλεσε…

Τα ταμεία έχουν αποδείξει πως είναι μια καλή περίοδος για επαναπροσδιορισμένα whodunit που δεν βασίζονται απλώς σε μια αριστοτεχνική σκηνοθεσία όπως παλιά για να πετύχουν, αλλά ταράζουν τα νερά γράφοντας εκ νέου ιστορία. Αναφέρομαι φυσικά στο «Στα Μαχαίρια» του Rian Johnson που ανέτρεψε σεναριακά τα κλισέ του είδους, και στις διασκευές της Αγκάθα Κρίστι του Kenneth Branagh, που επιχείρησε σκηνοθετικά να απομακρύνει το μυστήριο ως σημείο εστίασης. Ακόμα και η τηλεόραση με το «Only Murders in the Building» κατάφερε να πετύχει στην ανανέωση, αντίθετα όμως εδώ ο Tom George επιλέγει να βάλει το whodunit μυστήριο να συμπορευτεί με την κωμωδία, με το ένα στοιχείο να παρασέρνει το άλλο σαν βαρίδι, οδηγώντας το όλον στον πάτο.

Και τα δύο στοιχεία στη χρήση τους αποδεικνύονται προβληματικά. Από την πλευρά του whodunit, έναν χαρακτηρισμό με τον οποίο η ταινία αυτοπροσδιορίζεται πολλές φορές μέσα σε κάθε σκηνή, δημιουργεί από την αρχή γερά θεμέλια πλοκής, τα οποία είναι ενδιαφέροντα: ένα whodunit μέσα σε ένα whodunit, καθώς ο φόνος διαπράττεται στα πλαίσια της θεατρικής παράστασης του έργου «Η Ποντικοπαγίδα» που ασφαλώς… είναι ένα whodunit. Αν σας κούρασε η επανάληψη της λέξης whodunit, φανταστείτε πώς θα νιώσετε αν δείτε την ταινία! Ο Tom George χρησιμοποιεί ένα σωρό οπτικούς τρόπους για να κρατήσει το ενδιαφέρον των θεατών, από μονταζιακές πινελιές τύπου split-screen μέχρι μια σουρεαλιστική σκηνή ονείρου, ενώ ανά φάσεις προσθέτει και λίγη φάρσα ή νουάρ για να τονώσει την κωμωδία. Μόνο που κι από αυτή την πλευρά, δεν υπάρχει ούτε αρκετό χιούμορ ούτε κάτι πνευματώδες πέρα από ηθοποιούς που διασχίζουν την οθόνη με ρούχα εποχής. Πολλά και χτυπητά ρούχα εποχής…

Αν από τη μία υπάρχει η σαφής ένδειξη ότι πρόκειται για ένα γλυκανάλατα ρομαντικό γράμμα προς το είδος, από την άλλη η ταινία βρίθει από αστεϊσμούς που στήνουν σωστό κατηγορητήριο απέναντί του, και οι δημιουργοί δεν κάνουν ποτέ σαφές σε ποια πλευρά ανήκουν, θεωρώντας λανθασμένα ότι αυτή η συνύπαρξη ωφελεί το κωμικό στοιχείο. Αντιθέτως επιδεικνύει μια κουτοπονηριά που κρατά τον θεατή σε απόσταση. Κάπου μέσα στην ταινία υπάρχει και μια επίκριση για το ίδιο το Χόλιγουντ, αλλά είναι τόσο στομωμένη σαν μαχαίρι που δεν κόβει ούτε βούτυρο.

Ένας ευχάριστος αντιπερισπασμός, αν και όχι ιδιαίτερα αξιομνημόνευτος, είναι το εντυπωσιακό καστ που έχει συγκεντρωθεί εδώ, με όλους τους ηθοποιούς να επιστρατεύουν βρετανικές προφορές πηχτές σαν τη λονδρέζικη ομίχλη. Πρωτεργάτες είναι ο Sam Rockwell ως ο αλκοολικός ντετέκτιβ με το ατσάλινο βλέμμα, και η Saoirse Ronan ως η σχολαστική μαθητευόμενη. Σε ανάλογους χαρακτηρισμούς πέφτει και το υπόλοιπο καστ, που κατορθώνει όμως να διασκεδάζει και να μην τους αντιμετωπίζει σαν στερεότυπα. Είναι ομολογουμένως απολαυστικό να βλέπεις τον David Oyelowo σε μια ανέμελη ερμηνεία ενός παθιασμένου σεναριογράφου, και την κόντρα του με τον γοητευτικά ανυπόφορο Adrien Brody, όπως και τη Ronan να κάνει κωμωδία στην πιο επιτυχημένη ερμηνεία της ταινίας. Το φινάλε περιέχει και την ίδια την Αγκάθα Κρίστι σαν χαρακτήρα σε μια σκηνοθετικά κατασκευασμένη γκροτέσκα ερμηνεία από τη Shirley Henderson, για την οποία δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα θετικό.

Είναι μια ταινία που λατρεύει να στηλιτεύει τις ίδιες της τις συμβάσεις τη στιγμή που τις ενσωματώνει, με στόχο την κωμική ανάδειξη αλλά αποτέλεσμα τον άβολο μορφασμό. Κι αν τραβάει στα όρια της γελοιότητας τα βρετανικά χαρακτηριστικά των παλιών σειρών “Poirot” και “Marple”, δεν μπορεί παρά μόνο στο ελάχιστο να επιδείξει την ίδια αποτελεσματικότητα.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

12 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *