
Μια Δεύτερη Ευκαιρία
- Second Act
- 2018
- ΗΠΑ
- Αγγλικά
- Αισθηματική, Κομεντί
- 03 Ιανουαρίου 2019
Η 40χρονη Μάγια είναι μια ιδιοκτήτρια καταστήματος λιανικής πώλησης που παλεύει με τα απωθημένα και τα ανεκπλήρωτα όνειρά της. Μέχρι που αποκτά την ευκαιρία να αλλάξει τρόπο ζωής και να αποδείξει στους γιάπηδες της Madison Avenue ότι το «σχολείο της ζωής» έχει την ίδια αξία με τα ακριβά κολέγια, και πως ποτέ δεν είναι αργά για μια δεύτερη ευκαιρία.
Σκηνοθεσία:
Peter Segal
Κύριοι Ρόλοι:
Jennifer Lopez … Maya DaVilla
Vanessa Hudgens … Zoe Clarke
Milo Ventimiglia … Trey
Leah Remini … Joan
Treat Williams … Anderson Clarke
Charlyne Yi … Ariana Ng
Annaleigh Ashford … Hildy Ostrander
David Foley … Felix Herman
Dan Bucatinsky … Arthur Coyle
Freddie Stroma … Ron Ebsen
Alan Aisenberg … Chase
Larry Miller … Weiskopf
Michael Boatman … Edward Taylor
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Justin Zackham, Elaine Goldsmith-Thomas
Παραγωγή: Elaine Goldsmith-Thomas, Jennifer Lopez, Benny Medina, Justin Zackham
Μουσική: Michael Andrews
Φωτογραφία: Ueli Steiger
Μοντάζ: Jason Gourson
Σκηνικά: Richard Hoover
Κοστούμια: Molly Rogers
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Second Act
- Ελληνικός Τίτλος: Μια Δεύτερη Ευκαιρία
Παραλειπόμενα
- Ο πρώτος ρόλος προορίζονταν στις αρχές για την Julia Roberts.
- Ολόκληρη η ταινία γυρίστηκε εντός της Νέας Υόρκης.
- Αρχικά ήταν να βγει τον Νοέμβριο του 2018, αλλά τον Σεπτέμβριο οι δοκιμαστές προβολές πήγαν πολύ καλά και η ταινία επιλέχτηκε για τον Δεκέμβριο που είναι πιο εμπορικός μήνας.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Η Sia έγραψε για την ταινία το Limitless, το οποίο ερμηνεύεται από τη Lopez.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 2/1/2019
Όχι ότι περίμενε ποτέ κανείς το κάτι παραπάνω από έναν σκηνοθέτη σε σταθερή συνεργασία με τον Adam Sandler, αλλά το να φτάσει κανείς να αναπολεί μετά αναστεναγμών τις μούτες του Jack Nicholson στις «Ασκήσεις Ηρεμίας» παρακολουθώντας αυτό το φιλμ μάλλον δεν αποτελεί ακριβώς σημάδι βελτίωσης! Για να λέγονται όλα με ακρίβεια, ο δρόμος δεν είναι από την αρχή θεόστραβος: στο πρώτο μισάωρο περίπου επικρατεί ένα συμπαθές κλίμα χαμηλότονης κομεντί της καθημερινότητας, που ακόμη κι αν στηρίζεται σε δοκιμασμένα κλισέ ποτέ δεν ξεπέφτει στη φτήνια, με την Jennifer Lopez να τηρεί αξιοπρεπή στάνταρ πρωταγωνίστριας του είδους ενώ η Leah Remini σιγοντάρει αποτελεσματικά στο πλάι της. Δυστυχώς όσο ξεδιπλώνεται η πλοκή τα πράγματα χειροτερεύουν αισθητά. Εκεί που ένα τεμπέλικο σεναριακό εύρημα πετάει από το παράθυρο τον έστω φιλτραρισμένο με μπόλικη χρυσόσκονη και υποτυπώδη ρεαλισμό που μέχρι πρότινος υπήρχε προκειμένου να προωθηθεί σε έναν συγκεκριμένο προσανατολισμό η εξέλιξη της ιστορίας, ξαφνικά έρχεται κι ένα δεύτερο, πολύ σοβαρότερο χτύπημα που εκσφενδονίζει το σύνολο στην στρατόσφαιρα της τηλενουβέλας που «τσιγκλάει» χειρότερα από τη στιγμή που αντιμετωπίζεται ως μια ακόμη υποπλοκή για να προσθέσει δραματουργική νοστιμιά και όχι ως ένα συγκλονιστικό συμβάν με σημαντικό αντίκτυπο όπως θα έπρεπε. Από αυτό το σημείο κι έπειτα είναι πολύ δύσκολο να πάρει κανείς τα δρώμενα στα σοβαρά ή να επενδύσει πραγματικά το ενδιαφέρον του σε αυτά, ειδικά αν ληφθεί υπόψιν ότι η όλη σεναριακή κατασκευή παίρνει την κατεύθυνση μιας ενοχλητικά εξωπραγματικής φαντασίωσης που λειτουργεί πατροναριστικά στη μερίδα του κοινού στην οποία κυρίως απευθύνεται.
Υπάρχουν κι άλλα ενοχλητικά προβλήματα, ένα εκ των οποίων αποτελεί το πόσο αναλώσιμοι και δίχως αυτονομία είναι σχεδόν όλοι οι δευτερεύοντες χαρακτήρες. Ανεξαρτήτως ερμηνειών (οι οποίες και αυτές με την προαναφερθείσα εξαίρεση της Remini είναι στην πλειοψηφία τους κάτω του μετρίου), όλα τα πρόσωπα μοιάζει να υπάρχουν για να περιστρέφονται γύρω από την κεντρική ηρωίδα, να την αναδεικνύουν και να διαμορφώνουν την πορεία της προς την ολοκλήρωση. Φυσικά ο μικρόκοσμος του φιλμ δεν θα ήταν ολοκληρωμένος αν έλειπαν οι εκνευριστικοί στοκ χαρακτήρες που βρίσκονται στις περισσότερες χολιγουντιανές κομεντί συνταγής (η ιδιόρρυθμη κι εσωστρεφής κοπέλα που λειτουργεί ως κωμική ανάπαυλα, η πατρική φιγούρα που εκπέμπει σεβασμό και η ενθαρρυντική φιλενάδα που τα λέει «χύμα» μεταξύ άλλων). Τελικά η όλη εμπειρία οδηγεί σε έναν ιδιαίτερο τύπο ψυχαγωγίας που βασίζεται στο να καταμετρήσει ο πιο περπατημένος θεατής πόσα κλισέ του είδους παρελαύνουν κατά τη διάρκεια του φιλμ μήπως περάσει πιο ευχάριστα η ώρα. Δυστυχώς και το χιούμορ, πέραν του ότι τις περισσότερες φορές είναι σαχλό, δεν βρίσκεται και στην απαραίτητη δοσολογία ώστε να καταστήσει το αποτέλεσμα τουλάχιστον πιο υποφερτό.
Η μεγαλύτερη αχίλλειος πτέρνα που μαστίζει το σύνολο είναι μάλλον η έλλειψη ειλικρίνειας που το χαρακτηρίζει. Η κατηγορία στην οποία ανήκει το «Μια Δεύτερη Ευκαιρία» είναι αρκετά παρεξηγημένη: στα καλά της παραδείγματα, ακόμη κι όταν αυτά διέπονται από ένα λούσο και μια ωραιοποίηση που αναπόφευκτα αποστασιοποιεί, μπορεί κανείς να βρει με ευκολία καταστάσεις που αγγίζουν με απρόσμενη ακρίβεια την ευρύτερη ανθρώπινη εμπειρία και ψυχοσύνθεση. Εδώ ούτε κατά διάνοια προσεγγίζεται κάτι τέτοιο. Η όλη ατμόσφαιρα εκπέμπει κάτι το οιονεί πλαστικοποιημένο, αναδίδει μια μπαγιάτικη μυρωδιά από τη συλλογή των αναχρονιστικών κλισέ που συσσωρεύει όσο κλιμακώνεται η πλοκή. Λίγα πράγματα βρίσκονται εδώ για να διασώσουν την παρτίδα από το ολοκληρωτικό φιάσκο και σίγουρα δεν αρκούν για να αναστρέψουν την αίσθηση που αποκομίζεται από την τελική εικόνα. Σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις είναι που πρέπει να ειπωθεί ένα ευχαριστώ στο αμερικάνικο ανεξάρτητο κινηματογραφικό κύκλωμα που διασώζει τα προσχήματα κι ευτυχώς έχει διαμορφώσει και κάποιες καλώς εννοούμενες μόδες όσον αφορά τη σύγχρονη κομεντί που ακολουθούνται συχνά και σε ταινίες που απευθύνονται σε μεγαλύτερη μερίδα κοινού, καθώς και μία συγγνώμη που αυτή η αναγνώριση γίνεται σπανιότερα από όσο θα έπρεπε…
Βαθμολογία: