Έναν χρόνο μετά τον θάνατο της μητέρας της Σίντνεϊ Πρέσκοτ, μια συμμαθήτριά της βρίσκεται φρικτά δολοφονημένη. Η ίδια η Σίντνεϊ γίνεται ο στόχος του κατά συρροή δολοφόνου με τη μάσκα και τη μαύρη στολή, ενώ μια δημοσιογράφος είναι αποφασισμένη να λύσει το μυστήριο πίσω από την ταυτότητα του δολοφόνου για τα δικά της οφέλη.
Σκηνοθεσία:
Wes Craven
Κύριοι Ρόλοι:
Neve Campbell … Sidney Prescott
David Arquette … βοηθός σερίφη Dwight ‘Dewey’ Riley
Courteney Cox … Gale Weathers
Skeet Ulrich … Billy Loomis
Matthew Lillard … Stu Macher
Rose McGowan … Tatum Riley
Jamie Kennedy … Randy Meeks
W. Earl Brown … Kenny Jones
Joseph Whipp … σερίφης Burke
Drew Barrymore … Casey Becker
Liev Schreiber … Cotton Weary
Lynn McRee … Maureen Roberts Prescott
Henry Winkler … διευθυντής Arthur Himbry
Frances Lee McCain … Κα Riley
Wes Craven … Fred
Linda Blair … ρεπόρτερ
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Kevin Williamson
Παραγωγή: Cathy Konrad, Cary Woods
Μουσική: Marco Beltrami
Φωτογραφία: Mark Irwin
Μοντάζ: Patrick Lussier
Σκηνικά: Bruce Alan Miller
Κοστούμια: Cynthia Bergstrom
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Scream
- Ελληνικός Τίτλος: Κραυγή Αγωνίας
- Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Scream
Άμεσοι Σύνδεσμοι
Παραλειπόμενα
- Το Scream άνοιξε μεγάλη κουβέντα στην εποχή του, αφού ενώ τοποθετείται στη μακρά λίστα δημοφιλών θρίλερ, προτάσσει μια νέα σειρά από δικά του κλισέ τρόμου, παίζοντας και με τα ήδη υπάρχοντα.
- Δανείστηκε την έμπνευση του από την αληθινή περίπτωση του σίριαλ-κίλερ Danny Rolling, γνωστού ως Gainesville Ripper.
- Ο αρχικός τίτλος, ελέω παρωδίας του είδους, ήταν Scary Movie, αλλά άλλαξε από τους παραγωγούς αδελφούς Weinstein της Dimension Films, λίγο πριν τελειώσουν τα γυρίσματα. “Παρέμεινε” όμως στην παρωδία του 2000.
- Όταν πρωτοεμφανίστηκε το σενάριο στην αγορά, τον Ιούνιο του 1995, δεν υπήρχε κανένας που να έκανε κίνηση να το αγοράσει. Κι όμως, μέσα σε ελάχιστες ημέρες έγινε το μήλο της έριδος ανάμεσα σε μεγάλα στούντιο όπως τα: Paramount Pictures, Universal Pictures και Morgan Creek Productions.
- Πριν καταλήξουν στον Craven, ανάμεσα στα ονόματα που ήταν υποψήφια για τη σκηνοθεσία, ήταν οι: Robert Rodriguez, Danny Boyle, George A. Romero και Sam Raimi.
- Η Alicia Witt και η Brittany Murphy πέρασαν από οντισιόν για τον ρόλο της Σίντνι. Μέχρι ελάχιστο χρόνο πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα, ήταν να τον ερμηνεύσει η Drew Barrymore. Προβλήματα όμως στον προγραμματισμό της δεν την άφησαν, αλλά από επιμονή της παρέμεινε στο κλασικό μικρό της ρόλο.
- Για τον ρόλο της Γκέιλ δοκιμάστηκαν η Brooke Shields και η Janeane Garofalo.
- Η φωνή του Ghostface ανήκει στον Roger L. Jackson, έναν ηθοποιό εξειδικευμένο σε παρόμοιους ρόλους, όπου επιλέχτηκε μετά από αρκετές βδομάδες κάστινγκ, κι ενώ είχαν αρχίσει τα γυρίσματα.
- Η Linda Blair, το πάλαι ποτέ κοριτσάκι του Εξορκιστή, έχει ένα πέρασμα ως ρεπόρτερ.
- Τα εισιτήρια που έκοψε το φιλμ ήταν μονάχα η αρχή για την cult φήμη του. Συνολικά έβγαλε 173 εκατομμύρια δολάρια, κι ενώ κόστισε μόνο 15.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 19/5/2019
Υπάρχουν ταινίες που κυριολεκτικά φέρνουν τούμπα ένα κομμάτι του σινεμά. Στην προκειμένη, η Κραυγή Αγωνίας άλλαξε τα στάνταρ των ταινιών τρόμου, και δη του νεανικο-εμπορικού, σε ένα σημείο που αυτός είχε βαλτώσει επικίνδυνα. Και δεν το κατάφερε αυτό μέσω κάποιας υψηλής ποιότητας, ο ίδιος ο Craven ήταν εξίσου καλός ή και καλύτερος στον Εφιάλτη στον Δρόμο με τις Λεύκες, αλλά εν μέσω ενός παιχνιδιού με τους κανόνες του είδους. Ένα τέλος εποχής που καλωσόρισε μαζί και ολόκληρη τη νέα νοοτροπία της νεανικής ψυχαγωγικής ταινίας, που πλέον έχασε για πάντα την αθωότητα της.
Κι όμως, όλα έγιναν προς καλό. Τα ήθη είχαν από έτσι κι αλλιώς αλλάξει, και οι καιροί που το σινεμά φοβόταν να δώσει «ώριμο» προϊόν στη νεολαία είχαν περατωθεί. Στην ταινία έχουμε ένα ιδιότυπο μωσαϊκό χαρακτήρων, που ελάχιστα θυμίζουν την παραδοσιακή εικόνα, την οποία κι εκφράζει ολομόναχη η Σίντνι. Η ηρωίδα θα ωριμάσει απότομα, ερχόμενη σε τριβή με τον είτε παράλογο, είτε συμφεροντολογικό τρόπο σκέψης των γύρω της. Ακόμα και η δολοφονία δεν κάνει πλέον αναφορά στους γνωστούς ψυχοπαθητικούς κανόνες, αλλά γίνεται καθαρά για τον χαβαλέ του όλου θέματος. Μήπως έκτοτε έχουμε συνηθίσει σε αυτού του τύπου την ψυχοπάθεια; Είναι μακριά από αυτά που έχουν συμβεί στα αμερικανικά σχολεία;
Ο σκηνοθέτης παίζει τόσο με αυτό τον χαβαλέ, όσο όμως και με το μυστήριο. Έχει στα χέρια του ένα σενάριο που κρύβει επιμελώς την επόμενη σκηνή του (πόσο μάλλον το φινάλε του), για να την παραδώσει ως καινό κλισέ στο είδος. Παρόλα αυτά, υπάρχει απανταχού η παράδοση του Carpenter και γενικά όλων εκείνων των φοβερών στιγμών του είδους από τη δεκαετία του 1970 ως και τις Λεύκες. Δεν θα γινόταν τίποτα ομαλά, αν δεν αποδίδονταν τιμές σε εκείνους τους πρωτοπόρους, ακόμα κι εν είδει παρωδίας. Βέβαια, εδώ πέφτουν οι συγκρίσεις, κι ενώ η γενιά Χ μπορεί να λάτρεψε περισσότερο το Scream από οτιδήποτε προηγούμενο, η αλήθεια είναι ότι δεν έχει το ιδιαίτερο βάρος και βάθος εκείνων. Έτσι, δεν είναι δυνατόν να επικροτεί κάποιος απόλυτα το δημιουργικό «θράσος» του Kevin Williamson, όσο ορίτζιναλ και πετυχημένο κι αν είναι. Ούτως ή άλλως, τόσο εκείνα θα παρέμεναν κλασικά και δίχως το Scream, όσο και το δεύτερο δεν θα μπορούσε να υπάρξει εκ του μηδενός.
Καθαρά ψυχαγωγικά, η ταινία χτυπάει διάνα. Είναι το φιλμ που θα δεις ξανά και ξανά με την παρέα σου κάποιο βράδι στον καναπέ με πίτσες, συνδυάζοντας τον τρόμο με τον παρεΐστικο χαβαλέ. Ζωντανοί χαρακτήρες, καλό γκορ, αγωνία για το παρακάτω, ακμαίο μυστήριο, επιμελές σπάσιμο σοβαρότητας. Αυτό είναι το Scream και θα ανήκει πάντα σε περίοπτη θέση στην ιστορία του νεανικού τρομο-σινεμά, ακόμα κι αν κανείς πλέον δεν νιώθει την ανάγκη να σκεφτεί το τι αλλαγές επέφερε στα βράδια μας…
Βαθμολογία: