Αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση σαν τους άλλους Ghostface. Μετά από τους φόνους της επανεμφάνισης στο Ghostface, οι τέσσερις επιζήσαντες αφήνουν το Γούντσμπορο και ξεκινούν ένα νέο κεφάλαιο της ζωής του στη Νέα Υόρκη. Όμως, οι αδελφές Σαμάνθα και Τάρα, και οι δίδυμοι Τσαντ και Μίντι δεν είναι οι μόνοι που πήραν την ίδια ακριβώς διαδρομή για τη μεγαλούπολη…
Σκηνοθεσία:
Matt Bettinelli-Olpin
Tyler Gillett
Κύριοι Ρόλοι:
Melissa Barrera … Sam Carpenter
Courteney Cox … Gale Weathers
Jenna Ortega … Tara Carpenter
Hayden Panettiere … Kirby Reed
Jasmin Savoy Brown … Mindy Meeks-Martin
Mason Gooding … Chad Meeks-Martin
Dermot Mulroney … ντετέκτιβ Bailey
Samara Weaving … Laura Crane
Tony Revolori … Jason Carvey
Jack Champion … Ethan
Liana Liberato … Quinn Bailey
Devyn Nekoda … Anika
Josh Segarra … Danny Brackett
Henry Czerny … Δρ Christopher Stone
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: James Vanderbilt, Guy Busick
Παραγωγή: Paul Neinstein, William Sherak, James Vanderbilt
Μουσική: Sven Faulconer, Brian Tyler
Φωτογραφία: Brett Jutkiewicz
Μοντάζ: Jay Prychidny
Σκηνικά: Michele Laliberte
Κοστούμια: Avery Plewes
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Scream VI
- Ελληνικός Τίτλος: Scream VI
- Εναλλακτικός Τίτλος: Scream 6
Άμεσοι Σύνδεσμοι
Σεναριακή Πηγή
- Σενάριο (χαρακτήρες): Κραυγή Αγωνίας του Kevin Williamson.
Παραλειπόμενα
- Ανεπίσημα για κάποιους αυτό είναι ουσιαστικά ένα Scream II, αφού το Scream του 2022 ήταν εν μέρει και reboot, δίχως πια τη συμμετοχή των Wes Craven και Kevin Williamson.
- Πρώτο Scream δίχως την παρουσία της Neve Campbell, που ανακοίνωσε πως δεν είπε το ναι λόγω χαμηλής οικονομικής προσφοράς (θεώρησε, μεταξύ άλλων, ότι εάν ήταν άντρας, δεν θα ήταν τόσο χαμηλή). Ανάμεσα σε αυτούς που δήλωσαν υποστήριξη στην απόφαση της ήταν οι: David Arquette, Emma Roberts, Sarah Michelle Gellar, Matthew Lillard και Jamie Kennedy.
- Ομοίως είναι το πρώτο δίχως τον David Arquette, με την Courteney Cox και τη φωνητική συμμετοχή του Roger L. Jackson (η φωνή του Ghostface) να παραμένουν οι μόνες σταθερές του καστ και στις 6 ταινίες.
- Πρώτο Scream με γυρίσματα εκτός ΗΠΑ (εξολοκλήρου στο Μόντρεαλ) και μεγαλύτερο ως τώρα σε διάρκεια. Είναι και αυτό που σπάει έναν από τους κανόνες της σειράς, όντας το πρώτο που ο Ghostface χρησιμοποιεί όπλο φορώντας τη μάσκα.
- Η Hayden Panittere επανεμφανίζεται μετά το τέταρτο κεφάλαιο, αλλά κυρίως είναι η πρώτη της ταινία μετά το 2016. Σύμφωνα με τον Kevin Williamson, υπήρξε ένα μεγάλο διάστημα που η ηθοποιός χάθηκε κυριολεκτικά. Δεν είχε πλέον ατζέντη και κανείς δεν γνώριζε πού έμενε ή κάποια μέσο επικοινωνίας μαζί της (από τα στούντιο τουλάχιστον).
- Γυρίστηκε με ψηφιακές κάμερες Arri Alexa Mini cameras, και έγινε το πρώτο στη σειρά δίχως καθόλου αναμορφικούς φακούς.
- Κοστίζοντας 35 εκατομμύρια δολάρια, εισέπραξε 169, και έγινε το πιο εμπορικό της σειράς για τις ΗΠΑ.
- Ο Christopher Landon ανακοινώθηκε ως σκηνοθέτης ενός 7ου κεφαλαίου, αλλά τίποτα δεν πήγε όπως έπρεπε, και δεν άργησε να γνωστοποιήσει την αποχώρηση του.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Η Demi Lovato ερμηνεύει για την ταινία το Still Alive, και οι Mike Shinoda και Kailee Morgue το In My Head.
Κριτικός: Ορέστης Μαλτέζος
Έκδοση Κειμένου: 8/3/2023
Αν κάτι ξεχωρίζει τα “Scream” από τις υπόλοιπες σειρές ταινιών σλάσερ είναι πως διατηρούν ένα σταθερό ποιοτικό επίπεδο με μικρές μόνο διακυμάνσεις. Παρότι μοιραία έχει χαθεί η πρωτοτυπία της πρώτης ταινίας που όρισε τη -χαρακτηρισμένη ως meta- αυτογνωσία ότι το μυστήριο ακολουθεί τους εκάστοτε φιλμικούς κανόνες, το όλο ενδιαφέρον και η ίντριγκα προέρχονται ακριβώς από το πώς κάθε κεφάλαιο χειρίζεται αυτές τις διαφοροποιήσεις των tropes.
…Τα οποία tropes αποδεικνύονται κάθε φορά ικανοποιητική αφορμή για νέες ιστορίες, αφού παρότι ο Ghostface είναι απλώς μία μάσκα που καλύπτει την ταυτότητα εναλλασσόμενων δολοφόνων, κανένας τιμονιέρης των ταινιών δεν επιχείρησε να ξεφύγει από αυτό το σταθερό μοτίβο. Και είναι μάλλον ικανοποιητικό ότι τα “Scream” επιλέγουν να διατηρήσουν αυτή την ασφάλεια στον θεατή, αφού ποιο άλλο σλάσερ μπορεί να καυχηθεί ότι διαθέτει και το στοιχείο του whodunnit;
Θα χαρακτήριζα σοφή κίνηση και όχι ατολμία αυτή την εμμονή στα πυρηνικά στοιχεία, όπως η σταθερή επανεμφάνιση των legacy χαρακτήρων (όπως χαρακτηρίζονται εδώ) και το γεγονός ότι έπρεπε να φτάσουμε στην έκτη ταινία για να φύγει η δράση από το Γούντσμπορο -αστειευόμενος θα μπορούσα να προσθέσω στην ταινία τον υπότιτλο “Ghostface Takes Manhattan”. Όπως και στις προηγούμενες ταινίες, δεν υπάρχει κάτι σε επίπεδο ιστορίας που κάνει την ουσιαστική ανατροπή, αλλά έχει ενδιαφέρον να εξετάσουμε πώς επηρεάζει την ταινία η θέση της στο νούμερο 6 της σειράς.
Βρισκόμαστε στο 2023, και όπως μας πληροφορεί η σκηνή όπου η σινε-ειδικός αναλύει τους κανόνες του παιχνιδιού, οι χαρακτήρες κινούνται στο ταμπλό ενός franchise, που εν ολίγοις σημαίνει ότι δεν υπάρχουν δικλείδες ασφαλείας. Ως προέκταση αυτού, το franchise ως κινηματογραφικό στοιχείο οριοθετήθηκε μέσα στην Gen Z, στην οποία ανήκουν οι χαρακτήρες της ταινίας και οι όροι του αντικατοπτρίζουν τους όρους λειτουργίας των ίδιων στη ζωή. Με τους κανόνες να αντιμετωπίζονται σαν ένα παλαιό και συντηρητικό στεγανό που δεν χωράει τη σύγχρονη ελευθερία στην τέχνη και κατ’ επέκταση την ελευθερία της προσωπικής έκφρασης στην κοινωνία, στο μυαλό των χαρακτήρων αυτό μεταφράζεται σαν την απόλυτη ελευθερία. Οι δημιουργοί της ταινίας όμως αποδεικνύονται πιο φειδωλοί και με πολύ καλό λόγο: ξέρουν πώς να χειρίζονται τη φόρμα. Και όπως παίζουν το παιχνίδι της Gen Z, με τον ίδιο τρόπο την επικρίνουν εκεί που χρειάζεται.
Ακόμα και το γεγονός ότι η διάρκεια της ταινίας είναι ελάχιστα μεγαλύτερη από τις προηγούμενες, ήταν για μένα από την αρχή ένα επίφοβο στοιχείο. Και διόλου τυχαία, αφιερώνεται πολύς χρόνος για να ξεδιπλωθεί ένα διαπροσωπικό δράμα μηδαμινού ενδιαφέροντος παρά το πείσμα των χαρακτήρων ότι αξίζει να ασχοληθούμε ως θεατές μαζί τους. Το εμπορικό σινεμά άργησε πάρα πολύ να διευρύνει τους κοινωνικούς ορίζοντές του και ισχύει ότι ποτέ τα Scream δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν ενδιαφέροντες χαρακτήρες, αλλά είναι εξίσου απογοητευτικό ότι οι δημιουργοί του “Scream 6” αφήνουν στην άκρη την πλοκή για να δηλώσουν ότι οι άχρωμοι ήρωές του έχουν αυτόματα δραματικό περιεχόμενο επειδή απλώς δεν είναι cis λευκοί άντρες.
Πρακτικό παράδειγμα αποτελεί το soundtrack όπου κάθε φορά που πεθαίνει κάποιος εξ αυτών, η μουσική αποκτά μια ανόητη βαρύγδουπη διάσταση ώστε να νομίζεις ότι αντί για ένα άχρωμο κολεγιόπαιδο πέθανε η Τόσκα. Και σαν βασικό και αναμενόμενο στοιχείο της σειράς, από τη στιγμή που βγει η μάσκα του Ghostface, οι ερμηνείες παίρνουν αυτόματα την κατιούσα, σε βαθμό που πραγματικά αναρωτιέμαι αν έχει μετατραπεί σε στιλ.
Όπως οι δολοφόνοι του “Scream 5” αποδείχθηκαν τοξικοί φαν του πρωτότυπου που δεν τους άρεσαν οι αλλαγές της τελευταίας ταινίας (το meta στοιχείο σε όλο του το μεγαλείο), έτσι κι εδώ η αποκάλυψη ότι οι δολοφόνοι βάζουν τη μάσκα του Ghostface επειδή υπερασπίζονται εμμονικά τα διαδικτυακά fake-news, δείχνει ότι οι δημιουργοί δεν βρίσκονται εκτός τόπου και χρόνου. Τα “Scream” γνωρίζουν τη θέση τους στον κοινωνικό χωροχρόνο και είναι το στοιχείο που ενδεχομένως θα τους χαρίσει διαχρονικότητα. Άλλωστε, μπορεί να μην είσαι πάντα καρφωμένος στην οθόνη, αλλά από τη στιγμή που βγει το μαχαίρι τα ξεχνάς όλα και πορώνεσαι. Αν αναλογιστούμε όμως την εισαγωγική σκηνή του “Scream 2” με την πρεμιέρα του Stab, μήπως τελικά αυτό ήθελαν ανέκαθεν οι δημιουργοί να μας προσφέρουν;
Βαθμολογία: