Οι ήρωες είναι δύο ανήλικα παιδιά. Εργάζονται ως λούστροι παπουτσιών, κι έχουν ως όνειρο να αποκτήσουν ένα άλογο. Η επιθυμία τους αγγίζει την πραγματικότητα, όταν ο αδερφός ενός εκ των δύο προσφέρει στα παιδιά εύκολα, αλλά μάλλον όχι και τόσο νόμιμα, χρήματα. Με αποτέλεσμα οι δύο πρωταγωνιστές να οδηγηθούν σε φυλακές ανηλίκων, όπου οι συνθήκες και οι καταστάσεις αντιστρέφουν την προγενέστερη φιλία σε αντιπαλότητα και εχθρότητα.
Σκηνοθεσία:
Vittorio De Sica
Κύριοι Ρόλοι:
Franco Interlenghi … Pasquale Maggi
Rinaldo Smordoni … Giuseppe Filippucci
Annielo Mele … Raffaele
Bruno Ortensi … Arcangeli
Emilio Cigoli … Staffera
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Sergio Amidei, Adolfo Franci, Cesare Giulio Viola, Cesare Zavattini
Παραγωγή: Paolo William Tamburella
Μουσική: Alessandro Cicognini
Φωτογραφία: Anchise Brizzi
Μοντάζ: Niccolo Lazzari
Σκηνικά: Ivo Battelli, Giulio Lombardozzi
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Sciuscia
- Ελληνικός Τίτλος: Σούσια
- Διεθνής Τίτλος: Shoeshine
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Shoe Shine
- Εναλλακτικός Τίτλος: Λούστρο Παπουτσιών [επανέκδοσης]
Κύριες Διακρίσεις
- Τιμητικό Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας. Υποψήφιο για αυθεντικό σενάριο.
Παραλειπόμενα
- Ο τίτλος είναι μια παραφορά της προφοράς της αγγλικής λέξης Shoe Shine στα ναπολιτανικά.
- Κλασικό δείγμα νεορεαλιστικού κινηματογράφου εν τη γενέσει του, και πρώτη διεθνής επιτυχία για τον Vittorio De Sica.
- Πρώτη επαφή με το σινεμά για τους δύο μικρούς πρωταγωνιστές. Κι ενώ ο Rinaldo Smordoni δεν είχε καμία συνέχεια στον χώρο, για τον Franco Interlenghi ακολούθησε μια επιτυχημένη καριέρα.
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 11/7/2023
Τίποτα δεν έδειχνε πως ένας γοητευτικός πρωταγωνιστής ελαφρών κωμωδιών του ιταλικού σινεμά της δεκαετίας του 1920, θα εξελισσόταν σε πρωτεργάτη του νεορεαλισμού και κινηματογραφικό δημιουργό μεγάλου βεληνεκούς. Ο όμορφος ναπολιτάνος Vittorio De Sica εργάστηκε στη νιότη του ως υπάλληλος, προκειμένου να στηρίξει οικονομικά τη φτωχή οικογένειά του και μετέπειτα ως ηθοποιός παίζοντας συνολικά σε 155 ταινίες! Από το 1940 πέρασε και πίσω από την κάμερα, με συνολικό έργο 36 ταινιών. Τα πρώτα του έργα («Maddalena, Zero in Condotta» (Διαγωγή Μηδέν, 1940), «Teresa Venerdì» (Τερέσα Βενέρντι, 1941) και «Un Garibaldino al Convento» (1942)), εντάσσονται στο πνεύμα των ελαφρών, συναισθηματικών δραματικών κωμωδιών.
Ωστόσο το δημιουργικό του προφίλ άλλαξε ριζικά όταν το 1942 γνώρισε τον Cesare Zavattini, τον σεναριογράφο που αποτέλεσε ένα από τα κεντρικά πρόσωπα του νεορεαλισμού, κύριο εκπρόσωπο των μαρξιστικών ιδεών του κινήματος. Ο De Sica μαζί με τους Rossellini και Visconti άρχισαν να διερευνούν τις δυνατότητες παραγωγής πιο ανθρωπιστικών ταινιών, που κατέγραφαν τη σκληρή πραγματικότητα που αντιμετώπιζαν οι συμπατριώτες τους με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι ταινίες του κινήματος είχαν μη επαγγελματίες ηθοποιούς και γυρίστηκαν όχι σε στούντιο, αλλά στους δρόμους της Ρώμης.
Στην πρώτη συνεργασία του με τον Zavattini, «I Bambini ci Guardano» (Κατηγορώ τους Γονείς μου, 1944), ο De Sica εισήλθε στον χώρο του κοινωνικού προβληματισμού, και το 1946 γύρισε την πρώτη καθαρά νεορεαλιστική ταινία του, «Λούστρο Παπουτσιών». Και εάν το “Ρώμη, Ανοχύρωτη Πόλη” (1945) του Rosselini έθεσε τα θεμέλια για την αναγέννηση του ιταλικού κινηματογράφου μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το «Λούστρο Παπουτσιών» του De Sica θα του έδινε την ώθηση που θα του επέτρεπε να ανθίσει τις επόμενες δεκαετίες, εγκαθιδρύοντας τον νεορεαλισμό και επαναπροσδιορίζοντας τον ρόλο του σκηνοθέτη ως δημιουργού. Τα βρώμικα σοκάκια των φτωχογειτονιών και οι πενιχρές συνθήκες διαβίωσης στη μεταπολεμική Ιταλία μπορούσαν να φανούν στις κινηματογραφικές οθόνες σε όλο τον κόσμο. Η διεθνής εικόνα του νέου κινήματος στεφανώθηκε από την ποίηση που αναδύθηκε από τα ερείπια, και από τον ασυνήθιστο αφηγηματικό ρυθμό: λιτό αλλά ακριβή, γραμμικό αλλά οξύ.
Ο ιταλικός τίτλος της ταινίας, «Sciuscià» προφέρεται «shu-sha» και είναι μια ναπολιτάνικη παραφθορά της αγγλικής λέξης «Shoeshine» που φώναζαν οι μικροί λούστροι για να προσελκύσουν πελάτες στην Ιταλία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη ρημαγμένη από τον πόλεμο Ρώμη, δυο αγόρια, ο Giuseppe (Rinaldo Smordoni) και ο Pasquale (Franco Interlenghi), επιβιώνουν παρενοχλώντας αμερικανούς στρατιώτες για να τους αποσπάσουν μερικές λιρέτες καθαρίζοντας τις μπότες τους. Παρά τη ζοφερή περιρρέουσα ατμόσφαιρα, αυτά τα παιδιά εξακολουθούν να έχουν αθώα όνειρα και ελπίδες και εξοικονομούν τα κέρδη τους για να αγοράσουν ένα όμορφο λευκό άλογο (ένας συμβολισμός για τη φυγή από τη σκλαβιά και τη φτώχεια). Όταν ο αδερφός του Giuseppe τούς μπλέκει σε ένα σχέδιο μαύρης αγοράς, καταφέρνουν να αγοράσουν το άλογο των ονείρων τους και αρνούνται να το αφήσουν από τα μάτια τους, φθάνοντας στο σημείο να κοιμηθούν στο στάβλο μαζί του. Ωστόσο η χαρά τους είναι βραχύβια, καθώς συλλαμβάνονται για κλοπή και κλείνονται σε αναμορφωτήριο, όπου πρέπει να υποστούν τις κακοποιήσεις βίαιων και ανήθικων νεαρών και βάναυσων φρουρών. Η φιλία τους διακόπτεται από τον σκληρό χωρισμό τους σε διαφορετικά κελιά, που τους οδηγεί σε νέες γνωριμίες. Ο μικρότερος δραπετεύει ακολουθώντας έναν νέο του φίλο κατά τη διάρκεια πυρκαγιάς ενώ προβαλλόταν μια ταινία. Ο μεγαλύτερος, νιώθοντας προδομένος, τον κυνηγά ζητώντας εκδίκηση -με τραγικές συνέπειες.
Είναι ενδιαφέρον να συγκρίνουμε την προσέγγιση του De Sica με αυτή των συγχρόνων νεορεαλιστών του (Visconti, Rosselini, De Santis). Ενώ τα θέματά του είναι ζοφερά -ανεργία, φτώχεια, έλλειψη στέγης-, υπάρχει μια πιο απαλή προσέγγιση στον ρεαλισμό του, μια αίσθηση λεπτής ειρωνείας και ποίησης. Αυτό φαίνεται κυρίως στη φωτογραφία, η οποία είναι πολύ πιο εκλεπτυσμένη, πιο καλλιτεχνική -συχνά με χρήση του οπίσθιου φωτισμού-, πολύ λιγότερο ωμή, δίνοντας στις ταινίες μια αίσθηση παραμυθιού. Στο «Λούστρο Παπουτσιών» ο De Sica χρησιμοποιεί αυτή την προσέγγιση για να τονίσει την ομορφιά της παιδικής αθωότητας, στις απαλές εναρκτήριες σεκάνς της ταινίας. Χρειάζεται λίγος χρόνος για να μπορέσει η βαρβαρότητα του κόσμου των ενηλίκων να συντρίψει αυτή την αίσθηση παιδικής αισιοδοξίας, αλλά όταν το κάνει, ο αντίκτυπος είναι ακόμη πιο αισθητός. Μεγάλο μέρος της δύναμης στον κινηματογράφο τού De Sica πηγάζει από τον τρόπο με τον οποίο ο σκηνοθέτης καταφέρνει να μεταφέρει τη δύναμη του ανθρώπινου πνεύματος, την ικανότητα για ελπίδα και φαντασία στις πιο ζοφερές και άθλιες καταστάσεις.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του De Sica είναι ότι δεν κάνει καταδικαστικές δηλώσεις, δεν αναλώνεται σε «παιχνίδι ευθυνών». Οι χαρακτήρες του δεν είναι θύματα κακών πράξεων άλλων ατόμων ή της κοινωνίας, αλλά ενός σκληρού συνδυασμού περιστάσεων. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος άφησε την Ιταλία, όπως και μεγάλο μέρος της ηπειρωτικής Ευρώπης, σε ερείπια, με μια κατεστραμμένη οικονομία, μαζική ανεργία και δρόμους γεμάτους με άστεγα, βρέφη χωρίς γονείς. Σε αυτό το κοινωνικό πλαίσιο, ποιος θα μπορούσε να καταδικάσει ένα παιδί επειδή ενεργούσε ως μεσολαβητής στη μαύρη αγορά ή έναν άνδρα που έκλεψε για να εμποδίσει την οικογένειά του να πεθάνει από την πείνα; Ακόμη και οι «προφανείς» κακοί της ταινίας -οι απατεώνες που οδηγούν τα αγόρια στη φυλακή ή οι αξιωματικοί της φυλακής (δόλιοι, βίαιοι, επιρρεπείς στη δωροδοκία)- παρουσιάζονται με συγχωρητικό φως και όχι ως η πραγματική αιτία της τραγωδίας.
Το «Λούστρο Παπουτσιών» ήταν η ταινία που αποκάλυψε καλύτερα από κάθε άλλη την εικόνα μιας κατεστραμμένης χώρας -της μεταπολεμικής Ιταλίας. Η δημιουργική ώθηση για τους De Sica-Zavattini προήλθε από το ηθικό τους καθήκον να αποκαλύψουν τη σκληρή καθημερινότητα των εγκαταλελειμμένων παιδιών, την αθλιότητα του σωφρονιστικού συστήματος και σε οικουμενική κλίμακα το βάναυσο αναπόφευκτο της απώλειας της αθωότητας.
Βαθμολογία: