Η 14χρονη Έλε Μάργια ανήκει στη φυλή των Σάμι, που ζουν εκτρέφοντας ταράνδους. Βρισκόμαστε στη δεκαετία του 1930, κι ο ρατσισμός καλά κρατεί. Έτσι, στο οικοτροφείο της κάνουν βιολογικές εξετάσεις που μετρούν το πότε μπορεί ένας ιθαγενής να εισαχθεί στην κοινωνία των λευκών. Η Έλε Μάργια αρχίζει να ονειρεύεται μια άλλη ζωή. Αλλά για να καταφέρει να ζήσει το όνειρό της, πρέπει να γίνει κάποια άλλη και να σπάσει όλους τους δεσμούς με την οικογένεια και την κουλτούρα της.
Σκηνοθεσία:
Amanda Kernell
Κύριοι Ρόλοι:
Lene Cecilia Sparrok … Elle Marja
Mia Erika Sparrok … Njenna
Olle Sarri … Olle
Anne Biret Somby … Sanna
Hanna Alstrom … η δασκάλα
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Amanda Kernell
Παραγωγή: Lars Lindstrom
Μουσική: Kristian Eidnes Andersen
Φωτογραφία: Sophia Olsson
Μοντάζ: Anders Skov
Σκηνικά: Olle Remaeus
Κοστούμια: Viktoria Mattila, Sara Svonni
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Sameblod
- Ελληνικός Τίτλος: Η Καταγωγή των Σάμι
- Διεθνής Τίτλος: Sami Blood
Σεναριακή Πηγή
- Σενάριο: Stoerre Vaerie της Amanda Kernell.
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο Lux και καλύτερου ντεμπούτου στο τμήμα Μέρες Βενετίας στο φεστιβάλ Βενετίας.
- 4 βραβεία στα Guldbagge, τα εθνικά βραβεία της Σουηδίας. Υποψήφιο για ακόμα 4 κατηγορίες, μεταξύ αυτών και καλύτερης ταινίας.
- Βραβείο ανθρώπινων αξιών στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
- Ειδικό βραβείο επιτροπής και γυναικείας ερμηνείας (Lene Cecilia Sparrok) στο φεστιβάλ του Τόκιο.
Παραλειπόμενα
- Μεγάλου μήκους ντεμπούτο για την Amanda Kernell.
- Η Amanda Kernell είχε πρωτοσχεδιάσει την ιστορία της Έλε για τη μικρού μήκους ταινία της του 2015 με τίτλο Stoerre Vaerie. Εκεί βλέπουμε την ηρωίδα μονάχα σε μεγάλη ηλικία.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 1/5/2018
Οι ιστορίες ενηλικίωσης είναι ένα αγαπημένο κινηματογραφικό θέμα, τόσο πολύ στο βαθμό που έχει σχεδόν κορεστεί, καταλήγοντας σε ορισμένες περιπτώσεις τα φιλμ που ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία να είναι συνταγής, επομένως οι σεναριακές εκπλήξεις να είναι ελάχιστες. Όμως ακόμη κι όταν δεν υπάρχει μεγάλη πρωτοτυπία, μια ταινία που ανήκει στο «κλαμπ» αυτό μπορεί να ξεχωρίσει μέσω της αυθεντικότητας στην καταγραφή των βιωμάτων του χαρακτήρα που προχωρεί στο δρόμο προς την ωρίμανση, μέσω ερμηνειών με ειδικό βάρος ή μιας κινηματογράφησης που συναρπάζει.
Το “Sameblod”, αν και ασχολείται με το ρατσισμό εναντίον των Λαπώνων, ένα θέμα που κακώς δεν είχε θιχτεί στο σινεμά ευρέως, στην πραγματικότητα έχει, με την εξαίρεση ενός μεγάλου χρονικού άλματος στο ξεκίνημα και στο κλείσιμο του φιλμ, μια αρκετά παραδοσιακή δομή ενός φιλμ που μιλάει για την ενηλικίωση. Σίγουρα, όπως γίνεται με κάθε ταινία, δεν έχει ειπωθεί ποτέ ακριβώς η ίδια ιστορία προηγουμένως, αλλά ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται σταδιακά στο σενάριο ο χαρακτήρας και τα όνειρα της ηρωίδας που κάποια στιγμή θα συγκρουστούν με ένα καταπιεστικό περιβάλλον, τα τραυματικά γεγονότα που τη σημαδεύουν, οι διαψεύσεις και η εσωτερική αλλαγή που έρχεται από αυτές δεν είναι κάτι που δεν έχει ξαναγίνει. Και όμως, πρόκειται για ένα υπέροχο και άκρως λειτουργικό ντεμπούτο μεγάλου μήκους για τη σκηνοθέτιδά του για πολλούς λόγους.
Πέραν της αναγκαιότητας της ύπαρξης ενός φιλμ για τα δεινά των Σάμι που επιτέλους καλύφθηκε, έστω κι αν τα δραματουργικά ευρήματα που παρουσιάζονται δεν εξερευνούν νέο έδαφος (η διαδρομή της πρωταγωνίστριας που ξεκινάει από την απέχθεια για την ταυτότητά της έχει τις ρίζες της από την εποχή του κλασικού “Imitation of Life”), αυτά που κάνουν το “Sameblod” να ξεχωρίζει είναι η μεγάλη συναισθηματική του δύναμη, που επιτυγχάνεται δίχως να εκβιάζεται ούτε για μια στιγμή η συγκίνηση και το δάκρυ μέσω μεγάλων εξάρσεων, κάτι που ξέρει να παίζει στα δάχτυλα ο καλός ευρωπαϊκός κινηματογράφος, αλλά και η εξαιρετικά ποιητική κι αιθέρια κινηματογράφηση, που χρωστάει πολλά και στο φυσικό τοπίο, το οποίο όμως ο φακός της Kernell δεν καταχράται. Αυτό το τελευταίο στοιχείο είναι μια διόλου ευκαταφρόνητη «μαγκιά» από μέρους της: ένας λιγότερο έμπειρος σκηνοθέτης θα μπορούσε εύκολα να παρασυρθεί από το τόσο ιδιαίτερο περιβάλλον γύρω του και να ξεχάσει την εστίαση στο ανθρώπινο που αποτελεί και την ουσία. Εδώ τηρείται μια θαυμάσια ισορροπία μεταξύ των γενικών, των μεσαίων και των κοντινών πλάνων, χωρίς να καπελώνει το ένα το άλλο, που σε μια τέτοια περίπτωση τα μεν θα αποστασιοποιούσαν το θεατή από τους ήρωες, τα δε θα παρήγαγαν κλειστοφοβία και θα ακύρωναν τη σημασία του τοπίου για τις ανάγκες της ιστορίας.
Πιθανόν το τελικό αποτέλεσμα να έχανε λίγο αν δεν είχε στο τιμόνι του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα τη νεαρή Lene Cecilia Sparrok, η οποία έχει μια απαράμιλλη φυσικότητα στο ρόλο της: έχει όση εκφραστικότητα πρέπει για να πείσει και να πλάσει μια ηρωίδα με τους δικούς της μανιερισμούς και συμπεριφορές, όμως διακατέχεται και από μια εγκράτεια που ταιριάζει με το νεαρό και «άγουρο» της ηλικίας της. Κάποιες αστοχίες υπάρχουν που αφαιρούν πόντους, όπως για παράδειγμα το πόσο εύκολα η πρωταγωνίστρια φτάνει στη συνειδητοποίηση του φινάλε, δίνει την εντύπωση ενός υπερβολικά βιαστικού κλεισίματος που όσο κι αν ταιριάζει με τη φιλοσοφία της ταινίας φαντάζει κάπως βεβιασμένο, σαν να μην προκύπτει απολύτως φυσικά. Γενικά όμως μπροστά στη δύναμη της αφήγησης, στην υπέροχη αντίθεση μεταξύ της τρυφερότητας και της αγριότητας που υπάρχουν σε ίσες ποσότητες και στην αγάπη που διακατέχει την Kernell για την ηρωίδα της, δύσκολα μπορεί να μην παραδεχθεί κάποιος τη στιβαρότητα όλης της δραματικής κατασκευής.
Μένει να αποδειχθεί αν αυτή η θαυμάσια δουλειά είναι αρχή μιας αναλόγως ενδιαφέρουσας σκηνοθετικής καριέρας, αν και τα δείγματα εδώ υποδηλώνουν σαφώς και άποψη και γνώση του αντικειμένου.
Βαθμολογία: