Στη δικαστική αίθουσα του Σαιντ-Ομέρ, η νεαρή έγκυος συγγραφέας και καθηγήτρια Ραμά παρακολουθεί τη δίκη της Λορένς Κολί, μιας νεαρής σενεγαλέζας μετανάστριας κατηγορούμενης για τον φόνο της 15μηνης κόρης της, αφού την είχε εγκαταλείψει σε παραλία κατά τη διάρκεια παλίρροιας. Αλλά καθώς η δίκη προχωρά, οι μαρτυρίες της κατηγορούμενης και των μαρτύρων θα αναταράξουν τη συνείδηση της Ραμά, και τη φέρνουν αντιμέτωπη με τον τρόπο που έχουμε μάθει όλοι να κρίνουμε. 

Σκηνοθεσία:

Alice Diop

Κύριοι Ρόλοι:

Kayije Kagame … Rama

Guslagie Malanda … Laurence Coly

Valerie Dreville … η δικαστής

Aurélia Petit … Κα Vaudenay

Xavier Maly … Luc Dumontet

Robert Cantarella … εισαγγελέας

Salimata Kamate … Odile Diatta

Thomas de Pourquery … Adrien

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Amrita David, Alice Diop, Marie N’Diaye

Παραγωγή: Toufik Ayadi, Christophe Barral

Φωτογραφία: Claire Mathon

Μοντάζ: Amrita David

Σκηνικά: Anna Le Mouel

Κοστούμια: Annie Melza Tiburce

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Saint Omer
  • Ελληνικός Τίτλος: Σεντ Ομέρ

Κύριες Διακρίσεις

  • Βραβείο σκηνοθετικού ντεμπούτου στα Cesar. Υποψήφιο για υποσχόμενη ηθοποιό (Guslagie Malanda), σενάριο και φωτογραφία.
  • Υποψήφιο για σκηνοθεσία στα  Ευρωπαϊκά Βραβεία.
  • Καλύτερη ταινία στο φεστιβάλ της Γάνδης.
  • Καλύτερη ταινία στο φεστιβάλ Σεβίλλης.
  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας. Μέγα βραβείο επιτροπής και βραβείο ντεμπούτου (Alice Diop, Toufik Ayadi, Christophe Barral).
  • Επίσημη πρόταση της Γαλλίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ. Βρέθηκε στις 15 τελικές επιλαχούσες.

Παραλειπόμενα

  • Πρωτόλεια ταινία μυθοπλασίας για την ντοκιμαντερίστρια Alice Diop.
  • Το στόρι βασίστηκε στην αληθινή δίκη της Fabienne Kabou το 2016, την οποία και είχε παρακολουθήσει η Diop. Αρχικά είχε ενδιαφερθεί για την κοινή τους καταγωγή από τη Σενεγάλη, αλλά στη συνέχεια παθιάστηκε με την υπόθεση. Ο λόγος που δεν την παρουσίασε ως ντοκιμαντέρ, ήταν επειδή απαγορεύονταν οι κάμερες εντός του δικαστηρίου.
  • Ως επιρροή της, η Diop ανέφερε τη Marguerite Duras και την τραγωδία της Μήδειας.
  • Η Kayije Kagame και η Guslagie Malanga ήταν οι πρώτες με τις οποίες συναντήθηκε η δημιουργός για τους δύο κεντρικούς ρόλους. Εντυπωσιάστηκε τόσο από αυτές, που τις είχε κατά νου γράφοντας το σενάριο. Για την Kagame είναι η πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση, ενώ για τη Malanga μόλις η δεύτερη.

Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος

Έκδοση Κειμένου: 20/4/2023

Στο χαρτί η περίπτωση φαντάζει απλή και συνηθισμένη: μια παιδοκτονία που συντάραξε τη γαλλική κοινή γνώμη πριν περίπου μία δεκαετία μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη για να αποτελέσει την πρώτη ύλη ενός δικαστικού δράματος. Στο Saint Omer, όμως, δεν θα συναντήσουμε τις καθιερωμένες συμβάσεις του είδους, δεν θα εμφανιστούν από το πουθενά μάρτυρες-κλειδιά, τα μέρη της δίκης δεν θα προβούν σε δριμύτατα «κατηγορώ» ή δακρύβρεχτες απολογίες. Οι όποιες απαντήσεις δεν συνδέονται με την ετυμηγορία. Αν αποστολή μιας δίκαιης δίκης είναι η εξεύρεση της αλήθειας και μέσω αυτής μια ορθολογική απόφαση, το χρέος της κινηματογραφικής μεταφοράς της είναι η αναζήτηση μιας άλλης αλήθειας, συναισθηματικής και φευγαλέας, από αυτές που δεν χωρούν δίπλα στο διατακτικό που απαγγέλλει την ποινή που αντιστοιχεί σε ένα αποτρόπαιο έγκλημα.

Η αναζήτηση αυτή απαιτεί αυστηρά κάδρα, τέτοια που να εξασφαλίζουν την απαιτούμενη αφηγηματική απόσταση. Η Ντιόπ, πολύπειρη στο χώρο του κινηματογράφου τεκμηρίωσης, εμπιστεύεται μεγάλης διάρκειας σεκάνς που δομούνται επί τη βάσει μεσαίων κοντινών πλάνων και είναι γεμάτες από ερωταποκρίσεις δικανικής υφής. Οι βασικές της χαρακτήρες βρίσκονται σχεδόν πάντα στο κέντρο του πλάνου όταν μιλούν˙ ιδίως η κατηγορουμένη είναι αυτή που πρέπει να ακουστεί. Χρησιμοποιώντας αυτολεξεί παραθέσεις από τα πρακτικά της δίκης, η δημιουργός προσεγγίζει τον κλινικό τόνο μιας δικαστικής διαδικασίας υπό κινηματογράφηση. Ωστόσο, σύντομα, το κοινό απομακρύνεται από τη θέση του οιονεί ενόρκου και τίθεται σε λειτουργία το αναλυτικό ψυχογράφημα από το οποίο προκύπτει, χωρίς να αφήνεται περιθώριο για συναισθηματικούς τακτικισμούς, ένα παλίμψηστο περιθωριοποίησης, ενοχών και μητρικών αδιεξόδων.

Ο παραλληλισμός των δύο πρωταγωνιστριών κομίζει πολλαπλά οφέλη στην ταινία. Η παρατηρητής, alter ego της δημιουργού, νιώθει πως τελεί σε συνθήκη παράλληλων βίων με την κατηγορουμένη και γνωρίζοντας την τραγική κατάληξη, παραλύει σταδιακά από τον φόβο. Οι αναδρομές στο δικό της παρελθόν, προσεκτικά τοποθετημένες και επικεντρωμένες στην τρικυμιώδη σχέση της με τη μητέρα της, προσδίδουν τον χαρακτήρα της αέναης επανάληψης στα βιώματα των γυναικών, μιας άχρονης διαδικασίας που τις υπερβαίνει. Βέβαια, ο χώρος και ο χρόνος γεμίζει από την Γκουσλαζί Μαλαντά, που παραδίδει στον ρόλο της κατηγορούμενης μητέρας μια σεμιναριακού επιπέδου ερμηνεία, γεμάτη μικροεκφράσεις, αγωνίες που εμφανίζονται με ένα πετάρισμα του βλεφάρου και μια ιδιόμορφη σωματικότητα που άλλοτε της επιτρέπει να ορθώνει το ανάστημά της πάνω από το εδώλιο και άλλοτε να συνθλίβεται από το φορτίο όσων αντιμετωπίζει.

Ο «έξω κόσμος» της ταινίας, χώρος στον οποίο η Ντιόπ καταφεύγει εύσχημα και με οικονομία, είναι ένας κόσμος αόρατων και αδιόρατων λευκών προνομίων, στον οποίο το μαύρο γυναικείο βίωμα ασφυκτιά. Ένας κοινωνικός χώρος δημιουργημένος από λευκούς για λευκούς, ακόμα και αν καμώνεται ότι δεν είναι τέτοιος. Η πολλαπλών επιπέδων αφήγηση της Ντιόπ φωτίζει πολύπλευρα αυτή την εξαντλητική συνθήκη, με τις μικρές λεπτομέρειες που δείχνουν την ποιότητά της ως κινηματογραφίστριας να σφραγίζουν το κείμενο της ταινίας σε ανύποπτα σημεία: είναι η αποτύπωση του διαγενεακού τραύματος μέσα από μια φευγαλέα, φαινομενικά ασήμαντη σκηνή ενός μπολ που δεν πλύθηκε καλά ή μια συνάντηση των βλεμμάτων των μαύρων υποκειμένων εντός της δικαστικής αίθουσας, στιγμές που μαρτυρούν ζηλευτή αφηγηματική δεινότητα.

Σε αυτή τη σύγχρονη «Μήδεια», η Ντιόπ αρνείται πεισματικά να εκπέσει σε κιτρινισμούς και να πάρει θέση για το ειδεχθές του εγκλήματος, το οποίο ούτως ή άλλως αποτελεί μια δοκιμασία για τα αντανακλαστικά του λεγόμενου κοινού περί δικαίου αισθήματος. Το αντιμετωπίζει μάλλον σαν σύμπτωμα μιας εμπεδωμένης και θεσμικής φυλετικής αδικίας, μολονότι ακόμα και αυτή η διατύπωση αδικεί την πολυσχιδή της προσέγγιση. Εντέλει, το Saint Omer είναι κάτι παραπάνω από το αποτέλεσμα της εξαντλητικής προσωπικής έρευνας της δημιουργού του˙ είναι μια τραγωδία που θολώνει τα προκατασκευασμένα μανιχαϊστικά όρια που κατατείνουν στην ανθρωποφαγία, όχι για να αφαιρέσει κάτι από την αποδοκιμασία του φρικτού εγκλήματος, αλλά για να δημιουργήσει μια οπτική που μας καλεί να κοιτάξουμε κατάματα τη θεσμική μας αποτυχία, μαζί με τη βέβαιη απαξία που επιφυλάσσουμε από την αδιατάρακτη σιγουριά της θέσης μας.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

11 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *