
Η Αγία Maud
- Saint Maud
- 2019
- Μ. Βρετανία
- Αγγλικά, Ουαλικά
- Θρίλερ, Σινεφίλ, Τρόμου
Η νεαρή Μοντ αναλαμβάνει να φροντίζει ως προσωπική νοσοκόμα την Αμάντα, μια αποσυρμένη χορεύτρια που μάχεται με τον καρκίνο. Η Μοντ όμως δεν είναι μια συνηθισμένη νοσοκόμα, μια και πιστεύει ότι μιλάει με τον Θεό, και πως αποστολή της τώρα είναι να σώσει την ψυχή της Αμάντα.
Σκηνοθεσία:
Rose Glass
Κύριοι Ρόλοι:
Morfydd Clark … Maud
Jennifer Ehle … Amanda Kohl
Lily Knight … Joy
Lily Frazer … Carol
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Rose Glass
Παραγωγή: Andrea Cornwell, Oliver Kassman
Μουσική: Adam Janota Bzowski
Φωτογραφία: Ben Fordesman
Μοντάζ: Mark Towns
Σκηνικά: Paulina Rzeszowska
Κοστούμια: Tina Kalivas
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Saint Maud
- Ελληνικός Τίτλος: Η Αγία Maud
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Bafta καλύτερης βρετανικής ταινίας και βρετανικού δημιουργικού ντεμπούτου.
- Ειδική μνεία στο φεστιβάλ Λονδίνου.
Παραλειπόμενα
- Μετά από τέσσερις ταινίες μικρού μήκους, αυτό είναι το κινηματογραφικό ντεμπούτο της Rose Glass.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 22/2/2021
Η Rose Glass κάνει κινηματογραφικό ντεμπούτο με ένα θέμα που έχει πλέον χορτάσει ο ευρωπαίος σινεφίλ να βλέπει καθ’ όλη την τελευταία δεκαετία. Είναι αυτό το μετά-Polanski ψυχολογικό θρίλερ, που ο πήχης του έχει ανέβει ακριβώς λόγω του γεγονότος της υπερ-αναπαραγωγής του. Τι προσφέρει η Glass σε αυτό; Απλά μια σεβαστή εκδοχή του.
Το κεντρικό θέμα του φιλμ αφορά την άμεση συγγένεια της θρησκοληψίας με την παραφροσύνη. Η δημιουργός δεν επιλέγει να το τραβήξει τόσο ώστε να το κατατάξει στο είδος του τρόμου, ενώ αντίθετα κάνει προσεκτικές κινήσεις ώστε να μην παρουσιάσει κάτι τραβηγμένο που η υπερβολή του θα το κατέτασσε καν στον χώρο του cult. Είναι μια ξεκάθαρη ψυχολογική σπουδή πάνω σε ένα ζήτημα που λογικά έχει απασχολήσει μύρια ψυχιάτρους, φέροντας χαρακτηριστικά που παρατηρούνται συχνότατα σε αυτές τις περιπτώσεις.
Όμως, η Glass έχει μεν μελετήσει καλά ώστε η περίπτωση της ηρωίδας της να φέρει εκείνα τα στοιχεία που δεν «αεροβατούν», αλλά δεν έχει να της προσφέρει αυτή τη μοναδικότητα που απαιτεί η τέχνη για να ξεχωρίσει. Το «σωστό» στην τέχνη δεν είναι ο κυριότερος γνώμονας για να έρθει το θεμιτό αποτέλεσμα, μια και η ίδια η φύση της τέχνης είναι άναρχη, επιζητεί το «παραστράτημα» για να αναπνεύσει. Ιδίως στον χώρο του θρίλερ, αυτό που προέχει είναι να ταιριάξεις το υλικό σου με κάτι που θα προσφέρει συγκινήσεις, ρίγος. Κι εκεί η Βρετανίδα έχει να αντιπροσφέρει μονάχα ένα απώτερο και στιγμιαίο φινάλε, ενώ ενδιάμεσα έχει μικρο-σοκ που όμως θα ικανοποιήσουν μονάχα μη μπουχτισμένους από το είδος.
Η Morfydd Clark είναι ένα καλό πρόσωπο για να κουβαλήσει τον σταυρό της Ιωάννας της Λωραίνης, αλλά το σενάριο δεν της προσφέρει εσωτερική διαμάχη για το κάτι παραπάνω. Την υποδέχεται ήδη «τελειωμένη» και παραδομένη στην παράνοια, δίχως μάλιστα να μπαίνει στη διαδικασία να μας δώσει κάποιες πληροφορίες για τα όσα την έφεραν ως εδώ. Είναι σαν να παρακολουθείς έναν αγώνα δρόμου, βλέποντας μόνο τα τελευταία μέτρα. Έτσι, πέρα από κάποια καθολικά συμπτώματα που θα διακρίνει κάποιος που ήδη έχει εμπειρία από το πέρασμα σε σκοτεινά μονοπάτια του εγκεφάλου, δεν προσφέρεται ούτε η μυθοπλαστική ολοκλήρωση αυτής της «βόλτας», ούτε αυτές οι λεπτομέρειες που θα μπορούσε να κρατήσει κανείς ως φυλακτό για την αποφυγή κάτι παρόμοιου. Κι όμως, η συμμετοχή της θεσπέσιας Jennifer Ehle θα μπορούσε να βοηθήσει τα μέγιστα σε έναν διάλογο που θα έφερνε στο φως αυτά που ο χαρακτήρας της κεντρικής ηρωίδας μάς κρύβει εμμονικά.
Η Glass παραδίδει εντέλει ένα φιλμ που δεν θα αγνοήσεις σινεφιλικά, αλλά ούτε θα ακυρώσεις επί της ουσίας του. Απλά μοιάζει σαν ένα μικρού μήκους πόνημα που βρήκε τρόπους να απλωθεί στη μιάμιση ώρα… αλλά αυτοί οι τρόποι δεν δικαιολογούν το γιατί χρειάστηκε να το πράξει εξαρχής όλο αυτό.
Βαθμολογία: