Η νεαρή Ρόζμαρι έχει παντρευτεί έναν ηθοποιό που πασχίζει να κάνει καριέρα. Μετακομίζουν μαζί στο νέο τους διαμέρισμα, σε ένα επιβλητικό παλαιό κτήριο στη Νέα Υόρκη. Η Ρόζμαρι θέλει να κάνει παιδί αλλά ο άντρας της, ο Γκάι, θέλει να περιμένει μέχρι να καταφέρει να προχωρήσει στη δουλειά του. Στο μεταξύ, γνωρίζονται με τους γείτονες, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, τη Μίνι και τον Ρόμαν. Η Ρόζμαρι βρίσκει τους γείτονες πολύ πιεστικά φιλικούς, αλλά ο Γκάι αρχίζει να τους επισκέπτεται όλο και πιο συχνά. Σύντομα, ο Γκάι έχει την ευκαιρία να παίξει στο θέατρο, όταν ένας συνάδελφός του τυφλώνεται ξαφνικά, και αμέσως μετά συμφωνεί με τη Ρόζμαρι να κάνουν παιδί. Η καριέρα του Γκάι δείχνει να έχει εκτοξευτεί μυστηριωδώς, καθώς οι σημαντικοί ρόλοι αρχίζουν να διαδέχονται ο ένας τον άλλον. Εκείνη αρχίζει να υποψιάζεται ότι κάτι περίεργο συμβαίνει. Αφού μένει έγκυος, σε μια βραδιά που συνοδευόταν από περίεργες παραισθήσεις, αρχίζει να ερευνά για τους ύποπτους γείτονες. Κι ενώ περνάει από το στάδιο στα όρια της παραφροσύνης με τη λογική, η αλήθεια που θα ανακαλύψει την έσχατη στιγμή θα είναι πολύ σκληρή.

Σκηνοθεσία:

Roman Polanski

Κύριοι Ρόλοι:

Mia Farrow … Rosemary Woodhouse

John Cassavetes … Guy Woodhouse

Ruth Gordon … Minnie Castevet

Sidney Blackmer … Roman Castevet/Steven Marcato

Maurice Evans … Hutch

Ralph Bellamy … Δρ Abraham Sapirstein

Charles Grodin … Δρ Hill

Patsy Kelly … Laura-Louise

Elisha Cook Jr. … Κα Nicklas

Tony Curtis … Donald Baumgart (φωνή)

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Roman Polanski

Παραγωγή: William Castle

Μουσική: Krzysztof Komeda

Φωτογραφία: William A. Fraker

Μοντάζ: Sam O’Steen, Bob Wyman

Σκηνικά: Richard Sylbert

Κοστούμια: Anthea Sylbert

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Rosemary’s Baby
  • Ελληνικός Τίτλος: Το Μωρό της Ρόζμαρι
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Το Μωρό της Ρόζμαρυ

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: Rosemary’s Baby του Ira Levin.

Κύριες Διακρίσεις

  • Όσκαρ δεύτερου γυναικείου ρόλου (Ruth Gordon). Υποψήφιο για διασκευασμένο σενάριο.
  • Χρυσή Σφαίρα δεύτερου γυναικείου ρόλου (Ruth Gordon). Υποψήφιο για πρώτο γυναικείο ρόλο (Mia Farrow) σε δράμα, σενάριο και μουσική.
  • Υποψήφιο για Bafta πρώτου γυναικείου ρόλου (Mia Farrow).

Παραλειπόμενα

  • Ο William Castle ζήτησε τα δικαιώματα του βιβλίου του 1967 πριν καν αυτό βγει στα βιβλιοπωλεία. Η Paramount Pictures αναγνώρισε την εμπορική δυναμική του, αλλά ο Castle είχε φήμη για b-movie ταινίες τρόμου, ούτως ώστε δεν τον ήθελαν και για τη σκηνοθεσία.
  • Ο Robert Evans της Paramount θαύμαζε τη δουλειά του Polanski επί της Ευρώπης, και ήλπιζε να γίνει αυτό το αμερικανικό του ντεμπούτο. Γνωρίζοντας ότι ήταν λάτρης του σκι, του έστειλε το ανάλογο σενάριο του Downhill Racer μαζί όμως με το χειρόγραφο του βιβλίου. Ο πολωνός δημιουργός διάβασε τη Ρόζμαρι ακατάπαυστα μέσα σε ένα βράδυ, και το πρωί τηλεφώνησε ότι αυτό ήθελε να αναλάβει.
  • Σχεδόν κάθε γραμμή διαλόγου προέρχεται από το βιβλίο του Ira Levin, από το οποίο γενικά λίγα άλλαξε ο Polanski.
  • Ο Πολωνός είχε κατά νου είτε την Tuesday Weld είτε τη μνηστή του, Sharon Tate, για τον κεντρικό ρόλο. Αλλά μια και το μυθιστόρημα ακόμα δεν είχε αποκτήσει φήμη, χρειάστηκε ένα μεγαλύτερο όνομα. Η Mia Farrow δεν είχε κάνει κάτι ιδιαίτερο στο σινεμά, αλλά ήταν ήδη γνωστή από τον ρόλο της στο τηλεοπτικό Peyton Place και τον γάμο της με τον Frank Sinatra. Ήταν βέβαια πολύ “κοκαλιάρα” για αυτό που έψαχνε, αλλά συμφώνησε να την πάρει.
  • Ο Sinatra ενοχλήθηκε πολύ που η σύζυγος του πήρε τον ρόλο, μια και της είχε ξεκαθαρίσει να ξεχάσει την καριέρα της μετά τον γάμο, και της έστειλε με δικηγόρο τα χαρτιά διαζυγίου, κατά τα μέσα των γυρισμάτων. Ο δικηγόρος του της τα παρουσίασε μπροστά σε όλο το επιτελείο και τους συμπρωταγωνιστές της. Εκείνη άμεσα ζήτησε από τον Robert Evans να την αφήσει να αποχωρίσει, αλλά εκείνος της αντιπαρέβαλε πλάνα με την ερμηνεία της, και την πιθανότητα να βρεθεί στα Όσκαρ.
  • Ο Robert Redford ήταν η πρώτη επιλογή για τον Γκάι, αλλά αρνήθηκε. Πριν ο σκηνοθέτης προτείνει τον John Cassavetes, στα υπόψιν ήταν και ο Jack Nicholson.
  • Όταν η Farrow τηλεφωνεί τον Ντόναλντ Μπόμγκαρτ που τυφλώθηκε για να πάρει ο άντρας της τη δουλειά, αγνοούσε ποιος ηθοποιός θα δάνειζε τη φωνή του στον χαρακτήρα. Ήταν όμως ο Tony Curtis, κι έτσι βγήκε αυτό το φυσικό ξάφνιασμα που ήθελε ο Polanski από τη σκηνή.
  • Κινηματογραφικό ντεμπούτο για τον Charles Grodin.
  • Την πρεμιέρα ακολούθησε μια μόδα με ταινίες πάνω στη μαύρη μαγεία και τον σατανισμό.
  • Το μπάτζετ ήταν στα 3,2 εκατομμύρια δολάρια, αλλά οι εισπράξεις στα 33,4 (μόνο στις ΗΠΑ).
  • Το 1976 βγήκε μια τηλεταινία με τίτλο Look What’s Happened to Rosemary’s Baby, όπου η Ruth Gordon επαναλαμβάνει τον ρόλο της. Το 2014, ακολούθησε μια ομώνυμη μίνι σειρά τεσσάρων επεισοδίων, όπου μεταφέρει την ίδια δράση στο Παρίσι, και πρωταγωνιστεί η Zoe Saldana. Σκηνοθέτρια είναι η Agnieszka Holland.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Το νανούρισμα με τίτλο Sleep Safe and Warm που ακούγεται στην εισαγωγή, ερμηνεύεται από τη Mia Farrow, και είναι αυθεντική σύνθεση του Krzysztof Komeda.

Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος

Έκδοση Κειμένου: 12/6/2011

Μόνο τα Chinatown και Rosemary`s Baby θα αρκούσαν για να κατατάξουν τον Roman Polanski στη λίστα των κορυφαίων σκηνοθετών. Και τα δυο είναι ταινίες που τις βλέπω και τις ξαναβλέπω όλα αυτά τα χρόνια εισπράττοντας την ίδια απόλαυση της τέχνης τους πάντα.

Ο Polanski δεν θέτει εδώ ένα μυστήριο ως σκοπό αλλά ως μέσο. Καθώς εξελίσσεται η ιστορία αντιλαμβανόμαστε σε κάθε βήμα το τι συμβαίνει. Ούτε καν το τέλος επιφυλάσσει κάποια ανατροπή. Τι είναι, λοιπόν, αυτό που μας συναρπάζει; Θα έλεγα ότι σε τελευταία ανάλυση είναι το πώς μια ανώμαλη κατάσταση υπεισέρχεται άδηλα μέσα στην καθημερινότητα και καμουφλάρεται ως τέτοια – ως καθημερινότητα, δηλαδή. Είναι κάτι που οι άνθρωποι βιώνουμε σε πολλά πεδία της ζωής μας, πολλές φορές και με διαφορετικούς τρόπους. Είναι οι στρεβλές καταστάσεις μετά από μια σχέση φιλική, ερωτική ή επαγγελματική που στο τέλος μάς κάνουν να αναρωτηθούμε: μα καλά, πώς ξεκίνησε όλο αυτό, πώς έφτασα έως εδώ; Βήμα-βήμα φαινόταν εντάξει. Ενώ πρόκειται για μια περίπτωση σατανισμού, στην επιφάνεια βλέπουμε ένα ανέμελο, απλό ζευγάρι με μόνο πρόβλημα την επαγγελματική ανέλιξη του επίδοξου ηθοποιού συζύγου και ένα γηραιό ζευγάρι περίεργων συνταξιούχων όπου ο γέρος είναι κοσμογυρισμένος κι έχει άποψη για τα πάντα και η γριά είναι μια παρδαλή κλασική αμερικάνα με το μακιγιάζ, τα βραχιόλια, τα φακιόλια, την πάρλα και την κουτσομπολίστικη περιέργεια στο φουλ. Οι γέροι έχουν πλάκα, είναι γραφικοί κι έτσι τους αντιλαμβάνονται αρχικά η Ρόζμαρι και ο Γκάι. Αργότερα, η Ρόζμαρι θα νοιώσει την σταδιακή εισβολή στην ζωή τους μέσα από μια χαριτωμένα καταπιεστική συμπεριφορά άτυπων υποψήφιων «παππούδων» για το «εγγόνι» που κυοφορείται.

Το χιούμορ κρατάει αντίστιξη με το σασπένς μέχρι την τελευταία σκηνή του έργου. Μάλιστα, θα λέγαμε ότι το σασπένς τίθεται στην υπηρεσία του χιούμορ. Από την μια, ακούμε απόηχους από συγκεχυμένες ψαλμωδίες, σε ένα πλάνο φαίνονται μόνο οι καπνοί του τσιγάρου από το σημείο του καθιστικού όπου ο γέρο Κάστεβετ μιλάει με τον Ρίτσι για πρώτη φορά… για ποιο πράγμα άραγε; …ή μαθαίνουμε ότι ο τάδε ηθοποιός τυφλώθηκε, οπότε ο Γκάι θα πάρει τον ρόλο. Από την άλλη, η γριά Κάστεβετ (η Ruth Gordon στον, οσκαρικό, ρόλο της ζωής της) ταΐζει τους πάντες και τρώει σα βλάχα, ρωτάει για την τιμή της πολυθρόνας, υστεριάζει με λεκέδες στα χαλιά, ή την ώρα της μαύρης τελετής μιλάει χωρίς τελετουργικό ύφος σαν να δίνει οδηγίες στα αλάνια για το πώς θα κλέψουν ένα ποδήλατο. Ύστερα, πάλι, ενώ η Ρόζμαρι προσπαθεί να διαφύγει όταν έχει καταλάβει την πλεκτάνη, βλέπουμε στο βάθος του πλάνου τους συνωμότες να ακροβολίζονται πίσω από την πλάτη της με αλαφρά πηδηματάκια σαν να πρόκειται για καμώματα Τομ και Τζέρι. Είναι, όμως, απλά χιούμορ;

Σε μια κριτική του, ο Roger Ebert αναρωτιέται γιατί σε όλα τα θρίλερ μεταφυσικού μυστηρίου, την υπόθεση εναντίον των δαιμόνων την αναλαμβάνουν οι καθολικοί και ποτέ οι πρεσβυτεριανοί ή επισκοπικοί ή οι βαπτιστές κ.λπ. Ως Αμερικανός, δεν αντιλαμβάνεται ότι από όλα τα χριστιανικά δόγματα μόνο η Ορθοδοξία και ο Καθολικισμός είναι μυστηριακά, έχοντας καταγωγή από τον αρχαίο παγανισμό – αυτό δηλώνει και η παρουσία ενός Έλληνα στο πάρτι της γέννησης στο τέλος, έστω κι αν προέκυψε πιθανά λόγω Κασαβέτη. Η επενέργεια του Διαβόλου είναι αντιθετικά αντίστοιχη της επενέργειας του Αγίου Πνεύματος στα Επτά Μυστήρια και στα θαύματα. Ενώ τα αμερικανικά δόγματα που είναι παρακλάδια των προτεσταντισμού είναι απλές θεωρίες. Τραγουδάμε, προσευχόμαστε, πιστεύουμε, αυτά. Αφήνοντας την Ορθοδοξία κατά μέρος γιατί είναι κομμάτι άγνωστη στο Νέο Κόσμο, απομένει ο Καθολικισμός να πηγαίνει χέρι-χέρι με τον σατανισμό. Είναι ένα δίπολο που το ένα μέλος έχει ανάγκη το άλλο. Το ένα δίνει λόγο ύπαρξης στο άλλο. «Μην αμαρτάνεις» σημαίνει ακριβώς το ανάποδο: «αμάρτησε για να μπορώ να σε συγχωρήσω». Το δέος για το Θεό ενισχύεται από το δέος για τον Σατανά. Αν, όμως, μετατρέψεις τον σατανισμό σε καλαμπουρτζίδικη ζαβολιά, ακυρώνεις ταυτόχρονα και το κύρος τής θρησκείας. Αυτό ακριβώς κάνει ο πανέξυπνος Polanski. Το φιλμ είναι ένα μεγάλο καλαμπούρι πάνω στο μεταφυσικό θέατρο που επικαλύπτει το κοινωνικό. Και εδώ υπεισέρχεται και η εκκλησία της Μεταρρύθμισης πάνω στην οποία έχει στηριχθεί ο καπιταλισμός, το αμερικανικό όνειρο. Παραδοσιακά, όπως λέει ο Χριστός στο Ευαγγέλιο, «είναι ευκολότερο να περάσει μια καμήλα από το κεφάλι της βελόνας, παρά ο πλούσιος να εισέλθει στην βασιλεία των ουρανών». Ωστόσο, οι Διαμαρτυρόμενοι κατάφεραν να αναστρέψουν τη ρήση και να φτάσουν στο αντίθετο συμπέρασμα, ότι ο πλουτισμός είναι απόδειξη της ευλογίας του θεού – το αμερικάνικο δολάριο γράφει «In God We Trust»…

Ναι, αλλά ο πλουτισμός γίνεται όταν εκμεταλλεύεται κανείς, με θεμιτά και συνήθως αθέμιτα μέσα, τους άλλους. Πώς ευλογεί κάτι τέτοιο ο Θεός; …απλά αφήνει τη βρώμικη δουλειά στον διάβολο! Δεν το λέω εγώ, έτσι προκύπτει από κοινωνικο-οινονομικό-πολιτική σκοπιά. Κατά έναν τρόπο, ο Γκάι της ιστορίας μας θέλει να προκόψει ως ηθοποιός, είναι κατά βάθος καλό παιδί αλλά η πιάτσα τόσο δύσβατη… Εντάξει, ο Θεός θέλει την προκοπή του αλλά θα την αναλάβουν οι … σατανιστές. Εν ολίγοις, έχουμε μια μεγάλη φάρσα, προτεσταντική στο κοινωνικό επίπεδο, που όμως έχει ανάγκη από το «καθολικό vs σατανικό» θέατρο σε δραματουργικό επίπεδο.

Έτσι, η Ρόζμαρι (άψογη η Mia Farrow) είναι μια καλή κοπέλα, μεγαλωμένη σε καθολική σχολή καλογραιών, με μια σύγχρονη βεβαίως συμπεριφορά. Όχι θεούσα αλλά κατά έναν τρόπο αφελής, new-age χαρακτήρας – είμαστε στα 1960, «κάνε έρωτα όχι πόλεμο» κ.λπ. – άρα κατάλληλη ως αγνή, για να κυοφορήσει το ανίερο πνεύμα, μια άλλη Μαρία. Στο όνειρο που βλέπει, ο καλός της φίλος Χατς είναι στην προκυμαία και εκείνη τον καλεί στο πάρτι πάνω στο κότερο. «Δεν γίνεται», της λέει, «η πρόσκληση είναι μόνο για καθολικούς». Πρέπει, λοιπόν, να σηκώσει τον δικό της ανάποδο σταυρό μέσα στους κόλπους της Παράδοσης.

Εντέλει, ο Polanski με το πρόσχημα του θρίλερ οργανώνει υπόγεια μια διαολεμένη σάτιρα της ηθικής της αμερικάνικης κοινωνίας. Με φρασεολογία καφενείου, είναι σαν να λέμε: «το θέμα είναι να πιάσεις την καλή». Κι όταν γεράσεις (η παρέα των Κάσταβετ είναι γερουσία, όπως είναι συνήθως ένα εκκλησίασμα), τότε βρίσκεις και κάτι να πιστεύεις, Θεό ή διάολο ή πιθανά και τα δυο…

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

29 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *