Η ταινία ακολουθεί το μεγαλειώδες ταξίδι της μεταμόρφωσης του Ρέτζιναλντ Ντουάιτ, από ντροπαλό πιανίστα στον παγκόσμιο σταρ Έλτον Τζον. Πρόκειται για την ιστορία του πώς ένα αγόρι από μια μικρή πόλη γίνεται μία από τις πιο εμβληματικές φιγούρες της μουσικής και της ποπ κουλτούρας γενικότερα.
Σκηνοθεσία:
Dexter Fletcher
Κύριοι Ρόλοι:
Taron Egerton … Elton John
Jamie Bell … Bernie Taupin
Richard Madden … John Reid
Bryce Dallas Howard … Sheila Eileen
Stephen Graham … Dick James
Jason Pennycooke … Wilson
Charlie Rowe … Ray Williams
Gemma Jones … Ivy
Steven Mackintosh … Stanley
Tate Donovan … Doug Weston
Celinde Schoenmaker … Renate
Ophelia Lovibond … Arabella
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Lee Hall
Παραγωγή: Adam Bohling, David Furnish, David Reid, Matthew Vaughn
Μουσική: Matthew Margeson
Φωτογραφία: George Richmond
Μοντάζ: Chris Dickens
Σκηνικά: Marcus Rowland
Κοστούμια: Julian Day
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Rocketman
- Ελληνικός Τίτλος: Rocketman
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ τραγουδιού (I’m Gonna Love Me Again).
- Χρυσή Σφαίρα πρώτου αντρικού ρόλου (Taron Egerton) σε κωμωδία/μιούζικαλ, και τραγουδιού (I’m Gonna Love Me Again). Υποψήφιο για καλύτερη ταινία (κωμωδία/μιούζικαλ).
- Υποψήφιο για Bafta καλύτερης βρετανικής ταινίας, πρώτου αντρικού ρόλου (Taron Egerton), ήχου και μακιγιάζ/κομμώσεων.
Παραλειπόμενα
- Ως σχέδιο ανακοινώθηκε το 2012, οπότε και το δούλευε ο ίδιος ο Elton John, ονομάζοντας και τον Justin Timberlake ως αυτόν που θα τον ερμηνεύσει. Το 2013, προσλήφθηκε ο Michael Gracey για τη σκηνοθεσία, μαζί με τον Tom Hardy για τον πρώτο ρόλο. Εκείνη τη στιγμή, αναμένονταν τα γυρίσματα να ξεκινήσουν το Φθινόπωρο του 2014. Τίποτα όμως δεν συνέβη μέχρι και το 2017 (με τους James McAvoy, Daniel Radcliffe να ακούγονται για τον πρώτο ρόλο), οπότε είχαμε και το τελικό καστ.
- Ο Elton John προέτρεψε τον Taron Egerton να μην τον κοπιάρει τόσο πολύ, αλλά να παρουσιάσει μια δική του εκδοχή του χαρακτήρα.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Το σάουντρακ περιέχει 22 τραγούδια του Elton John, ερμηνευμένα από το καστ. Επιπλέον, υπάρχει κι ένα καινούργιο, το (I’m Gonna) Love Me Again, γραμμένο από τον ίδιον, με ερμηνευτές τους Taron Egerton και Elton John.
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 29/4/2019
Το 1983, ο Elton John κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Too Low for Zero» τραγουδώντας με εύγλωττο συμβολισμό «I’m Still Standing». Εκτός από την αναγέννηση του μετά από μια περίοδο στασιμότητας, ήταν και μια επιστροφή στις ρίζες του και μια εμφάνιση λιγότερο φανταχτερή εντός και εκτός σκηνής. Καθαρός και νηφάλιος για πρώτη φορά μετά από χρόνια, ο John ήταν σε θέση να επικεντρωθεί στη μουσική παρά στις περισπασμούς του. Το «Rocketman» αποτελεί μια ημι-βιογραφική ταινία για τον θρυλικό τραγουδοποιό του glam-rock από τις πρώτες στιγμές του μπροστά από ένα πιάνο μέχρι την αναζωπύρωση του μύθου του στα μέσα της δεκαετίας του 1980.
Ο Reginald Dwight είναι ένα ήρεμο παιδί που μεγαλώνει στη Μ. Βρετανία, λαχταράει την αγάπη του πατέρα του, ενός αυστηρού ανθρώπου που ποτέ δεν καταφέρνει να οικοδομήσει μια συναισθηματική σχέση με το παιδί του. Αντ’ αυτού, ο Reginald βρίσκει την κλίση του στο οικογενειακό πιάνο, όπου εμφανίζει μια εκπληκτική ικανότητα για μουσικό μιμητισμό που τον οδηγεί με υποτροφία στη Βασιλική Μουσική Ακαδημία. Από εκεί προσγειώνεται ως πιανίστας σε μπαρ, στη συνέχεια στη δική του μπάντα, αλλά μια τυχαία συνάντηση με τον στιχουργό Bernie Taupin τον μετονομάζει σε Elton John και τον οδηγεί στις αχανείς σκηνές των ροκ συναυλιών με τη χαρακτηριστική φαντασμαγορική παρουσία του.
Το φιλμ παρουσιάζεται κυρίως σε αναδρομή, με τον Elton John (Taron Egerton) στα μέσα της δεκαετίας του 1980 να κοιτάζει πίσω στη ζωή του μέσα σε μια κλινική αποκατάστασης. Η ταινία εκτείνεται σε μια περίοδο περίπου 30 ετών, επικεντρώνεται σε πολλά από τα ψηλά και τα χαμηλά σημεία της ζωής του τραγουδιστή, ενώ χρησιμοποιεί περίπου 20 επιτυχίες του John, κυρίως από τη δεκαετία του 1970. Στο επίκεντρο βρίσκονται η διαρκώς διαστρεβλωμένη σχέση με τους γονείς του, η μακροχρόνια φιλία του με τον στιχουργό Bernie Taupin (Jamie Bell), η καταστροφική σχέση του με τον εραστή/μάνατζερ John Reid (Richard Madden) και η καταβύθιση του σε μια άβυσσο από φάρμακα και αλκοόλ.
Ο σκηνοθέτης Dexter Fletcher επέλεξε μια διαφορετική κατεύθυνση από αυτήν που υιοθετήθηκε στο «Bohemian Rhapsody». Άλλωστε στην τελευταία ο Fletcher δεν είχε ποτέ τον πλήρη δημιουργικό έλεγχο, αφού ανέλαβε να αντικαταστήσει τον αρχικό σκηνοθέτη Bryan Singer. Αντί λοιπόν να επιλέξει μια παραδοσιακή βιογραφική αφήγηση με μουσικά ιντερλούδια, στο «Rocketman» χρησιμοποιεί τα μουσικά μέρη ως ευκαιρίες για σουρεαλιστικές πτήσεις φαντασίας και έντονες συναισθηματικές στιγμές γεμάτες απεγνωσμένη τρέλα. Σε μια αξιομνημόνευτη σκηνή κατά τη διάρκεια του ‘Crocodile Rock,’ που ερμήνευσε ζωντανά στο Troubadour το 1970, ο John και ολόκληρο το ακροατήριο του αιωρούνται πάνω από το πάτωμα. Τα τραγούδια διευκολύνουν και τις μεταβατικές σκηνές, με τον John να τα ξεκινάει σε μια εποχή και με μια φορεσιά, και να τελειώνει σε μια διαφορετική φάση της ζωής του.
Οι περισσότεροι από τους ηθοποιούς είναι πειστικοί στους ρόλους τους, αλλά ξεχωρίζουν τόσο ο Egerton όσο και ο Bell, ο πρώτος για την ικανότητά του να απεικονίζει τη φρενίτιδα αλλά και την κατάθλιψη του τραγουδοποιού, και ο τελευταίος για την εξαίρετη απόδοση του ως υποτονικός, ήσυχος και στοχαστικός στιχουργός. Όσο για την Bryce Dallas Howard, πετυχαίνει μια δεξιοτεχνική και μαγευτική απεικόνιση της μητέρας του Elton John.
Το Rocketman σίγουρα δεν είναι αριστούργημα και ίσως δεν θα ενθουσιάσει εκείνους που αρέσκονται στις κλασικές βιογραφίες. Ίσως μάλιστα κάποιοι θεατές να ενοχληθούν από τη ρεαλιστική απεικόνιση των ερωτικών προτιμήσεων και της χρήσης ουσιών του μεγάλου τραγουδοποιού. Επίσης, ενώ η ταινία διαθέτει ένα καθηλωτικό και καταιγιστικό ξεκίνημα, στο δεύτερο μισό ο αφηγηματικός ρυθμός πέφτει και το φινάλε είναι μάλλον άτονο.
Η ταινία πιθανότατα θα εκτιμηθεί περισσότερο από εκείνους που μεγάλωσαν με τις επιτυχίες του John κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970. Ωστόσο, είναι πολύ διασκεδαστική και για τους νεότερους θεατές, χάρη στο συχνά αλλόκοτο και παραληρηματικό μουσικό υπερθέαμα της.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Δημήτρης Κωνσταντίνου-Hautecoeur
Έκδοση Κειμένου: 31/5/2019
Αντικαταστάτης του Bryan Singer μετά την απόλυση του τελευταίου από το «Bohemian Rhapsody», ο Dexter Fletcher πέρασε μέσω εκείνης της εμπειρίας από μια καλή οντισιόν πάνω στη μουσική βιογραφία, η οποία εδώ φαίνεται να αποδίδει καρπούς. Το «Rocketman» έρχεται να μας εκπλήξει, όντας όχι μόνο μια εγκυκλοπαιδικά ενδιαφέρουσα βιογραφία του ποπ σταρ Elton John, αλλά, ταυτόχρονα, μια ουσιώδης μελέτη χαρακτήρα κι ένα φαντασμαγορικό μιούζικαλ, όπου ο ρεαλισμός σφιχταγκαλιάζεται με τη γκλίτερ κινηματογραφική μαγεία. Φαντασία και πραγματικότητα, αφήγηση και τραγούδι μπλέκονται ευρηματικά, με τα hit του John να βρίσκουν αφηγηματικές αφορμές για να εισβάλουν στην ιστορία, να σπάσουν τον ρεαλισμό και να κουμπώσουν σαν παζλ στη συναισθηματική εξέλιξη του χαρακτήρα.
Παράλληλα, το φιλμ δεν φοβάται να αντιμετωπίσει τον ήρωά του χωρίς ταμπού, δεν εξωραΐζει τη δόξα του ούτε αγιογραφεί (εντελώς) τη μουσική διαδρομή του. Το ομοφυλοφιλικό σεξ και τα ναρκωτικά δεν αποσιωπούνται όπως στο «Bohemian Rhapsody», ενώ η αντιπαραβολή της επαγγελματικής επιτυχίας με την προσωπική παρακμή αποτυπώνεται εύστοχα και με σκηνοθετική έμπνευση. Εννοείται, βεβαίως, πως μιλάμε πάντα για mainstream θέαμα που στοχεύει στην αισιόδοξη, feelgood επίγευση, κι έτσι η διάθεση δεν βαραίνει ποτέ στ’ αλήθεια, οι θεματικές δεν γίνονται ποτέ πραγματικά σκοτεινές. Δηλαδή, θα ακούσουμε επανειλημμένα για εθισμό στο σεξ, το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, μα σπάνια θα γίνουμε όντως μάρτυρες αυτού του ψυχοσωματικού ξεπεσμού. Παρόλα αυτά, η επιτυχία του φιλμ είναι ότι μας δίνει να καταλάβουμε εις βάθος τις ρίζες του εν λόγω ξεπεσμού, κοιτάζοντας τον John με ψυχαναλυτική ευαισθησία (διόλου τυχαία η φυσιογνωμική ομοιότητα συζύγου Celinde Schoenmaker και μητέρας Bryce Dallas Howard), γεγονός πολύ σπουδαιότερο από μια προκλητική απεικόνιση σεξ και σκληρών ναρκωτικών. Το μικρό παιδί που κάποτε ήταν ο Elton John παραμένει καθ’ όλη τη διάρκεια διακριτό πίσω απ’ το μάτια του (εξαιρετικού -ποιος θα το περίμενε, μετά από μερικές αξιοπρεπέστατες αλλά άνευ δραματικού βάρους action ερμηνείες;) Taron Egerton, ενώ πίσω από τα αχανή πλήθη ενθουσιωδών ακροατών δεν παύει ποτέ να αχνοφαίνεται το επικριτικό κι αδιάφορο βλέμμα δύο γονιών χωρίς κατανόηση.
Η ομολογουμένως εύκολη από δραματουργικής άποψης κατάληξη οδηγεί το φιλμ στην αναμενόμενη νότα αισιοδοξίας, λυτρώνοντας τον ήρωά του από την αμαρτία και προσφέροντάς του την αναπόφευκτη, τελικώς αγιογραφική κάθαρση. Αυτός είναι κι ο λόγος που το φιλμ δεν ξεφεύγει από το πλαίσιο μιας -πολύ καλής- ακαδημαϊκής βιογραφίας, μα, ταυτόχρονα, ο συναισθηματικός αντίκτυπος της πραγματικά δυνατής θέασης κάνει μια τέτοια κατάληξη να μοιάζει θεμιτή κι αναγκαία. Γιατί ό,τι παρακολουθούμε δεν είναι απλώς μια εξειδικευμένη, εγκυκλοπαιδική μουσική βιογραφία, αλλά και μια ευαίσθητη, πανανθρώπινη ιστορία προσωπικών παθών, ανασφαλειών και μάχης με τον εαυτό μας. Κι ακόμα κι αν δεν έχεις ιδέα ποιος είναι στην πραγματικότητα ο τραγουδιστής Elton John, θα βρεις και πάλι ένα βαθύ σημείο ταύτισης με τον ομώνυμο κινηματογραφικό χαρακτήρα.
Βαθμολογία: