Τη δεκαετία του 1990, μια νεαρή ανύπαντρη μητέρα μεταναστεύει με τον μικρό της γιο από την Κορέα στον Καναδά, σε μια προσπάθεια να του χαρίσει μια καλύτερη ζωή από αυτήν που άφησε πίσω. Καθώς πασχίζουν να προσαρμοστούν στα ειδυλλιακά «λευκά» προάστια, θα έρθουν αντιμέτωποι με το ρατσισμό σε κάθε τους βήμα.

Σκηνοθεσία:

Anthony Shim

Κύριοι Ρόλοι:

Choi Seung-yoon … So-Young

Ethan Hwang … Dong-Hyun

Dohyun Noel Hwang … Child Dong-Hyun

Anthony Shim … Simon

Hunter Dillon … Harry

Jerina Son … Mi-Sun

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Anthony Shim

Παραγωγή: Bryan Demore, Anthony Shim, Rebecca Steele

Μουσική: Andrew Yong Hoon Lee

Φωτογραφία: Christopher Lew

Μοντάζ: Anthony Shim

Σκηνικά: Louisa Birkin

Κοστούμια: Lovisa Drever

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Riceboy Sleeps
  • Ελληνικός Τίτλος: Σχιστά Μάτια

Κύριες Διακρίσεις

  • Βραβείο ταινιών πλατφόρμας στο φεστιβάλ του Τορόντο.
  • Καλύτερη καναδική ταινία στο φεστιβάλ του Βανκούβερ.
  • Ειδική μνεία στο φεστιβάλ Αθηνών.
  • Βραβείο σεναρίου στα εθνικά βραβεία του Καναδά. Υποψήφιο σε ακόμα 5 κατηγορίες, μεταξύ αυτών και καλύτερης ταινίας.

Παραλειπόμενα

  • Ο Anthony Shim επέλεξε να κάνει τα γυρίσματα στα μέρη που έζησε παιδί, αλλά κι αυτά της Κορέας είναι από το χωριό από το οποίο κατάγεται. Το σενάριο άλλωστε εμπεριέχει κάποια αυτοβιογραφικά στοιχεία.
  • Όπως ο σκηνοθέτης αποκάλυψε, ο τίτλος προήλθε από ένα μουσικό άλμπουμ του Jon Thor Birgisson, κάτι που προέκυψε από το γεγονός ότι όταν γράφει ένα σενάριο πάντα ακούει μουσική.
  • Οι σκηνές του Καναδά είναι σε κάδρο 1.33:1, ενώ αυτές της Κορέας σε 1.78:1.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 4/10/2023

Εύκολα παραλληλίζει κανείς το συγκεκριμένο φιλμ με το «Minari», ως ακόμη μια κατάθεση ψυχής ενός ασιατικής καταγωγής μετανάστη που αισθάνεται το ειδικό βάρος των ριζών του αλλά που επιθυμεί να γίνει και παραγωγικό μέλος του τωρινού τόπου του, συγκριτικά όμως στις λεπτομέρειες μάλλον κερδίζει ο Anthony Shim. Και αυτό όχι μόνο γιατί παίρνει το θάρρος να επεξεργαστεί πιο πολύπλοκα και αμφίσημα συναισθήματα, αλλά κι επειδή έχει μια αυξημένη ευαισθησία ως προς το πώς να συνθέσει εικόνες καλλιτεχνίζουσες και με συμβολική δύναμη.

Ως ένας κινηματογραφιστής που στοχάζεται πάνω σε βιώματα του παρελθόντος κι έχοντας αποκτήσει με το πέρασμα του χρόνου συγκεκριμένες συσσωρευμένες πεποιθήσεις, φιλτράρει την εποχή της δεκαετίας του 1990 υπό ένα σύγχρονο πρίσμα που αναδεικνύει τις προβληματικές διαστάσεις της (από την κανονικοποίηση της σεξουαλικής παρενόχλησης στον εργασιακό χώρο μέχρι την κουλτούρα της τοξικής αρρενωπότητας ως κανόνα στις φιλίες μεταξύ εφήβων). Αλλά πέραν αυτής της αναθεωρητικής ματιάς, ο Shim αποτυπώνει άψογα και τη μετέωρη αίσθηση του μετανάστη, όντας εξ ορισμού σε μειονεκτική θέση, έρμαιο των μηχανισμών του κράτους υποδοχής και της ευρύτερης νοοτροπίας των πολιτών του, καθώς και την κρίση ταυτότητας που προκύπτει μέσα από την απόπειρα ένταξης σε νέα πλαίσια. Ταυτόχρονα θίγει εμμέσως κάποια πολύ ενδιαφέροντα ερωτήματα, όπως το κατά πόσον αυτό που αποκαλείται πολιτισμικό χάσμα προέρχεται από έναν λανθάνοντα συντηρητισμό των κουλτουρών που αναγκάζονται να συνυπάρξουν μεταξύ τους, καθώς η καθεμία προσπαθεί να επιβληθεί στην άλλη (καθιστώντας σαφές πάντως πως αυτή που πλειοψηφικά επικρατεί εντός ενός χώρου, λόγω θέσης, έχει την μεγαλύτερη ευθύνη για το πώς ρυθμίζονται οι σχέσεις ανάμεσά τους).

Η σχέση ανάμεσα σε μητέρα και γιο που αποτελεί έναν από τους θεματικούς πυρήνες του σεναρίου είναι ιδιαίτερα τρυφερή και με εντάσεις που βγάζουν εκτός κάδρου ένα ενδεχόμενο πρόβλημα στρογγυλέματος των γωνιών. Είναι αλήθεια ότι στο συγκεκριμένο πεδίο κάποιες μεταφορές ίσως να φαντάζουν υπερβολικά προφανείς (ο μύθος που αφηγείται η So-Young στον Simon), όμως η ειλικρίνεια των σημαντικότερων λεπτομερειών εξασφαλίζει πάντα πως το στήσιμο εκπέμπει γνησιότητα. Ορθώς, το ταξίδι του πρωταγωνιστή προς την ωριμότητα είναι αλληλένδετο με το πώς αντιλαμβάνεται την ίδια τη φιγούρα της μητέρας του, με το πόσο κατανοεί τη δική της διαδρομή προς τη διαμόρφωση ενός χαρακτήρα που περνάει μέσα και από προσωπικές τραγωδίες, κάποιες εκ των οποίων αγγίζουν έμμεσα και τον ίδιο.

Η τεχνική του Shim εντάσσεται στην παράδοση που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια στο ανεξάρτητο σινεμά και που προσπαθεί να αποδώσει παλιότερες δεκαετίες ρεαλιστικά, χωρίς νοσταλγικά «γυαλιά», και με ένα κινηματογραφικό φίλτρο που παραπέμπει κάπως και σε δημιουργίες εκείνης της εποχής (το ύφος μεν είναι διαφορετικό, αλλά η χρωματική παλέτα της φωτογραφίας του Christopher Lew θυμίζει αρκετά τις δουλειές της δεκαετίας του 1990 του Christopher Doyle για τον Wong Kar-wai). Κυρίως όμως είναι μια τεχνική που αναβαθμίζει το ρουτινιάρικο και το καθημερινό σε κάτι σχεδόν λυρικό, είτε αυτό είναι μια παιδική χαρά είτε ένα κορεάτικο πρωινό ανάμεσα σε μάνα και γιο. Και όταν στα τελευταία λεπτά λαμβάνει χώρα μια μετάβαση εξαιρετικά σημαντική για την πλοκή, τότε πραγματοποιείται και μια υπέρβαση στην ομορφιά των εικόνων, που σηματοδοτεί και το τελικό στάδιο της ατομικής πορείας του ήρωα εντός της αφήγησης.

Τόσο ο Ethan Hwang όσο και ο Dohyun Noel Hwang υποδυόμενοι τον Dong-Hyun σε διαφορετικές ηλικίες ο καθένας τους «ντύνουν» τον ρόλο τους με ποικιλία συναισθημάτων, με τον πρώτο να έχει βέβαια δυσκολότερη αποστολή λόγω εφηβικού πλαισίου αναφοράς την οποία φέρνει εις πέρας χάρη στην εξαιρετικά πειστική του σταδιακή αλλαγή. Την παράσταση όμως κλέβει η Choi Seung-yoon, σε μια διαρκή εσωτερική πάλη ανάμεσα στην εσωστρεφή και την εκδηλωτική πλευρά της, στην ανάγκη της ηρωίδας της να προσαρμοστεί και στην ανάγκη της να διατηρήσει μέσα της τα στοιχεία, πολιτισμικά και μη, που την προσδιορίζουν. Αποφεύγει την οσκαρικής κοπής παγίδα της μητέρας που λειτουργεί ανά πάσα στιγμή ως αποκούμπι τονίζοντας τις πτυχές της που δεν εμπίπτουν στη γονεϊκή της ιδιότητα και είναι ταυτόχρονα προσγειωμένη και συγκινητική.

Πολλές οι υποσχέσεις αυτού του ντεμπούτου για το πώς θα πορευτεί στη συνέχεια ο Shim, το οποίο είναι φορτισμένο, με αρκετή συμπυκνωμένη σοφία στις διαπιστώσεις και στα νοήματα που συνδέονται με τη συνθήκη που περιγράφει κι αισθητική εκλεπτυσμένη σε βαθμό τέτοιο που όχι απλά καλύπτει έναν προϋπολογισμό που ενδεχομένως να μην είναι ιδιαίτερα υψηλός, αλλά προσφέρει και γνήσια απόλαυση για το μάτι. Είναι μια εμπειρία γενναιόδωρη για τον θεατή που έχει τις «κεραίες» του σηκωμένες.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

7 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *