
Η Φρεντί, μια νεαρή Γαλλίδα ασιατικής καταγωγής, ταξιδεύει κρυφά από τη μητέρα της στη Νότια Κορέα για να συναντήσει τους βιολογικούς γονείς της. Αυτό που δεν γνωρίζει είναι πως βάσει της νομοθεσίας πρέπει να δώσουν και οι δύο τη συγκατάθεσή τους γι’ αυτή τη συνάντηση, αλλιώς το ταξίδι της δεν έχει νόημα.
Σκηνοθεσία:
Davy Chou
Κύριοι Ρόλοι:
Park Ji-Min … Frederique ‘Freddie’ Benoit
Oh Kwang-rok … ο βιολογικός πατέρας
Guka Han … Tena
Kim Sun-young … η βιολογική θεία
Louis-Do de Lencquesaing … Andre
Yoann Zimmer … Maxime
Cho-woo Choi … η βιολογική μητέρα
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Davy Chou
Παραγωγή: Katia Khazak, Charlotte Vincent
Μουσική: Jeremie Arcache, Christophe Musset
Φωτογραφία: Thomas Favel
Μοντάζ: Dounia Sichov
Σκηνικά: Chi-youl Choi, Bo-Kyung Sin
Κοστούμια: Claire Dubien, Choong-Yun Yi
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Retour a Seoul
- Ελληνικός Τίτλος: Επιστροφή στη Σεούλ
- Διεθνής Τίτλος: Return to Seoul
Κύριες Διακρίσεις
- Χρυσή Αθηνά στο φεστιβάλ Αθηνών.
- Καλύτερη ταινία στο διεθνές τμήμα του φεστιβάλ του Μπέλφαστ.
- Συμμετοχή στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα του φεστιβάλ Κανών.
- Υποψήφιο για σκηνοθεσία, δεύτερο αντρικό ρόλο (Oh Kwang-rok), πρωτοεμφανιζόμενη ηθοποιό (Park Ji-Min), μουσική, μοντάζ και ήχο στα Ασιατικά Βραβεία.
- Επίσημη πρόταση της Καμπότζης για το ξενόγλωσσο Όσκαρ. Βρέθηκε στις 15 τελικές επιλαχούσες.
Παραλειπόμενα
- Ο Davy Chou εμπνεύστηκε το στόρι του από μια παρόμοια εμπειρία που είχε μια φίλη του. Το 2011, είχε ταξιδέψει μαζί του ως την Κορέα, για τα γυρίσματα της πρώτης του ταινίας, ώστε να συναντήσει τον βιολογικό της πατέρα και τη γιαγιά της. Χρειάστηκε όμως πρώτα να μελετήσει για καιρό την κορεατική κουλτούρα σε σχέση με τις υιοθεσίες.
- Η Park Ji-Min ήρθε συστημένη από κοινό γνωστό σε συνάντηση με τον σκηνοθέτη, και η αύρα που του έβγαλε ήταν ικανή για της δώσει τον πρώτο της κινηματογραφικό ρόλο.
- Τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν σε 6 εβδομάδες, μοιρασμένα ανάμεσα σε Νότια Κορέα και Ρουμανία.
- Ενώ οικονομικά η ταινία στηρίχτηκε εν πρώτοις σε γαλλικά κεφάλαια, και εν συνεχεία σε γερμανικά και βελγικά, ο δημιουργός προτίμησε να υποβληθεί για το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας από τη χώρα καταγωγής του, την Καμπότζη. Έγινε έτσι η πρώτη πρόταση για το εν λόγω βραβείο της Καμπότζης που δεν μιλάει την τοπική γλώσσα των Χμερ.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Jeremie Arcache και Christophe Musset έγραψαν κι ερμήνευσαν για την ταινία και το τραγούδι Anybody.
Κριτικός: Ορέστης Μαλτέζος
Έκδοση Κειμένου: 6/5/2023
Η νέα ταινία του Ντέιβι Τσου διατηρεί καθ’ όλη τη διάρκειά της την προσπάθεια να αναδείξει μια θεματική πολιτισμικής ταυτότητας, καθώς ακολουθεί την πρωταγωνίστριά της σε ένα αναπόφευκτο ταξίδι εσωτερικής εξερεύνησης. Ξεκινά με τη Φρεντί, μια νεαρή Γαλλίδα που βρίσκεται στη Σεούλ για διακοπές, αλλά σύντομα ανακαλύπτουμε ότι πίσω από αυτό το ταξίδι κρύβεται μια απόπειρα να ανακαλύψει τους βιολογικούς της γονείς. Παρά την επιφανειακή της άρνηση να το παραδεχτεί, η διαδικασία αυτή αποτελεί αυτοσκοπό για την παρουσία της στη Σεούλ, και η ταινία στηρίζεται πάνω στην παρατήρηση των συμπεριφορών της Φρεντί που αποτελούν μια παραπλανητική εξωτερίκευση της τρικυμιώδους άρνησης να αναγνωρίσει μια βαθιά επιθυμία από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει.
Έχοντας σαν γνώμονα την παρατήρηση παρά την ευθεία ανάλυση, ο Τσου αξιοποιεί μια σειρά από ανθρώπινες συμπεριφορές για να φέρει στο προσκήνιο τον ρόλο που παίζει για έναν άνθρωπο η καταγωγή του, αλλά και τις θεωρητικές απόψεις της εποχής μας γύρω από την αναγνώριση και τον σεβασμό για κουλτούρες διαφορετικές από τη δική μας. Παρότι η Φρεντί θεωρείται αδιαμφισβήτητα Γαλλίδα, με συνέπεια οι γύρω της αναφέρονται στα -όπως τα αποκαλούν- κορεάτικα χαρακτηριστικά της, ενώ η ίδια έρχεται αντιμέτωπη με ένα σύνολο χαρακτήρων εναλλακτικής νοοτροπίας και απόψεων.
Η διαφοροποίηση αυτή τονίζεται αρχικά μέσω της αντιπαράθεσής της με την Τίνα, μια πράα Κορεάτισσα με σεβασμό στις παραδόσεις και τις κοινωνικές επιταγές, την ώρα που η Φρεντί επιτηδευμένα και με προκλητική διάθεση τις απορρίπτει. Στην πορεία, η βιολογική της οικογένεια τής ανοίγει διάπλατα την αγκαλιά, ανίκανη όμως να κατανοήσει την κοινωνική της ανατροφή, επιζητώντας να την εντάξει στις δικές τους αξίες. Μοιραία εγείρεται το ερώτημα αν μπορεί μια ανεξάρτητη γυναίκα να βρει νόημα σε μια κοινωνία που βάζει μπροστά το συνολικό καθήκον, αλλά και τι κέρδος μπορεί να έχει αυτή η κοινωνία από εκείνη. Και αφού η επιθυμία της Φρεντί να ανακαλύψει τις ρίζες της αποτελεί εμφανώς κάτι πιο βαθύ από απλή περιέργεια, τι περιμένει η ίδια να ανακαλύψει για τον εαυτό της;
Η ταινία δεν φιλοδοξεί να δώσει απαντήσεις, και τα απρόσμενα χρονικά άλματα στην πλοκή δείχνουν ότι μια κρίση ταυτότητας δεν επιλύεται εν μία νυκτί και ότι η εξέλιξη ενός ανθρώπου στη συμπεριφορά και την προβολή του δεν σταματά ποτέ. Οι πληροφορίες γύρω από την κοινωνική τάξη, την οικονομική κατάσταση και τις ικανότητες της Φρεντί δεν ξεπερνούν ποτέ τις απλές υπόνοιες, αποφεύγοντας συστηματικά να μας τη συστήσει σαν χαρακτήρα. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την πρόθεση της ταινίας να αφηγηθεί μια τόσο καθαρά ανθρωποκεντρική ιστορία, με τις συγκρούσεις που παρουσιάζει να αποτελούν μια ευθεία μεταφορά για την εσωτερική αποδιοργάνωση της Φρεντί.
Οι σκηνές όπου η Φρεντί έρχεται αντιμέτωπη με τους βιολογικούς της γονείς είναι οι πιο όμορφες και παρουσιάζονται με ευαισθησία, ειλικρίνεια και επίγνωση για το τι διακυβεύεται. Και είναι αυτό το παιχνίδι συμπεριφοράς μεταξύ της έκθεσης αλλά και της προστασίας της προσωπικότητας του ατόμου που κάνει την ταινία να εκφράσει την ευγένεια γύρω από το νοηματικό σκεπτικό της.
Βαθμολογία: