Το 2000, η γηραιά Τζόαν Στάνλεϊ αντιμετωπίζει την κατηγορία της βρετανίδας κατασκόπου, που έδωσε το κλειδί της ατομικής βόμβας στους Σοβιετικούς. Καλείται, λοιπόν, να αποκαλύψει στην αστυνομία την εξαιρετικά περιπετειώδη ζωή της και να απολογηθεί για τον έρωτα της με έναν σοβιετικό κατάσκοπο. Η ιστορία της μας ταξιδεύει στο 1938, μια περίοδο που όλα στην ανθρωπότητα ήταν ρευστά.

Σκηνοθεσία:

Trevor Nunn

Κύριοι Ρόλοι:

Sophie Cookson … Joan Elizabeth Stanley (νεαρή)

Judi Dench … Joan Elizabeth Stanley

Tom Hughes … Leo Galich

Tereza Srbova … Sonya Galich

Stephen Campbell Moore … Max Davis

Ben Miles … Nick

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Lindsay Shapero

Παραγωγή: David Parfitt

Μουσική: George Fenton

Φωτογραφία: Zac Nicholson

Μοντάζ: Kristina Hetherington

Σκηνικά: Cristina Casali

Κοστούμια: Charlotte Walter

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Red Joan
  • Ελληνικός Τίτλος: Η Κόκκινη Τζόαν

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: Red Joan της Jennie Rooney.

Παραλειπόμενα

  • Βασίζεται ελαφρώς στη ζωή της Melita Norwood (1912-2005), που έδρασε κατά τις δεκαετίες του 1940 και του 1950.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 16/7/2019

Βετεράνος και κατά βάσει θεατρικός, ο Trevor Nunn αδυνατεί να μας παρουσιάσει μια ορθή εκδοχή μιας ιστορίας που θα μπορούσε εύκολα να μας ιντριγκάρει. Και αυτή του η αποτυχία έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι τα γεγονότα που μας παραθέτει δεν «δένουν». Εάν ήμουν επιθεωρητής της αστυνομίας, θα με συγχωρούσε η γλυκιά Κόκκινη Τζόαν, αλλά θα την πίεζα μήπως και πάρω μια κατάθεση που να βγάζει νόημα, ακόμα κι αυτό ήταν εντέλει πολύ προσγειωμένο για να έχει δραματουργικό ενδιαφέρον…

Βέβαια, ως προς αυτό που επιλέξαμε προς έλεγχο στην εισαγωγή, την πρώτη ευθύνη έχει σίγουρα το μυθιστόρημα της Jennie Rooney, έστω κι αν η ευθύνη βαραίνει εξίσου αυτόν που επιλέγει να το μεταφέρει. Κοιτάει ένα βαρύ θέμα υπό σκοπιά γυναικείας ψυχολογίας, αλλά επί της ουσίας υποβιβάζει αυτή την ψυχολογία σε αφέλεια. Κανείς δεν θα αμφισβητήσει ότι τα καίρια σημεία έλαβαν χώρα, άλλωστε και το βιβλίο βασίζεται με τη σειρά του σε πραγματικό πρόσωπο, αλλά αυτό που εμείς παρακολουθούμε δεν είναι το χρονικό μιας γυναίκας που πήρε μόνης της μια πανανθρώπινη απόφαση που δικαιώθηκε, αλλά μια φτηνή δικαιολογία μιας γυναίκας που δεν ξέρει πώς να δικαιολογήσει τα νεανικά της καμώματα. Ως προς αυτό, λείπει όλο αυτό το κρίσιμο μέσο διάστημα της ζωής της, όπου θα μπορούσαμε να πληροφορηθούμε για το αν αυτή η γυναίκα ωρίμασε μέσα σε τύψεις, πόσο τα κρίσιμα εκείνα σημεία επηρέασαν την ίδια αλλά και τη συμπεριφορά της με τους γύρω της. Εν ολίγοις, ρίχνει μια όμορφη και μεγαλόστομη δικαιολογία, και ο χαρακτήρας της εμμένει κρυμμένος πίσω από τις εξιστορήσεις των νιάτων της. Κυριότερα όλων, χάνεται κάθε ευκαιρία να αναχθεί η αφήγηση της γυναίκας αυτής σε ένα παιχνίδι εκδοχών και μυστηρίου, ακόμα κι αν επέλεγε να άφηνε μετέωρο τον θεατή να δώσει τις δικές του απαντήσεις.

Υπάρχουν όμως κι άλλα σημεία προς έλεγχο, πριν δούμε τα όσα θετικά παρέχονται εδώ. Έχουμε καταρχάς ένα ακόμα κλασικό παράδειγμα παρείσφρησης της τηλεοπτικής φόρμας στη μεγάλη οθόνη. Είναι απελπιστικό το πόση επιμονή έχει ο σκηνοθέτης σε «μικρά» πλάνα, και το πόσο αποφεύγει τα πανοραμικά και τα εξωτερικά γυρίσματα. Λογικά λόγω της θεατρικής του παιδείας, αναλώνει σχεδόν όλο το φιλμ πάνω στα πρόσωπα των ηθοποιών, ενώ ο ρυθμός είναι επίπεδος και πιο δραματικός από ό,τι θα προδίκαζε ακόμα κι ένα κατασκοπικό δράμα. Μαζί, ο ρόλος των περιφερειακών χαρακτήρων που θα προσέδιδαν ένα θριλερικό εύρος στο έργο, υποβιβάζονται σε σύντομα «μπασίματα», κι ενώ εύκολα θα ανακάτευαν την τράπουλα της κατασκοπικής ίντριγκας.

Μιλήσαμε όμως πριν και για θετικά, ήρθε η ώρα τους προς αναφορά. Ο Nunn έχει έλεγχο επί των ηθοποιών του, και κάνει ορθό ταίριασμα ρόλων-ερμηνειών. Στο ελάχιστο που απολαμβάνουμε την Judi Dench, τη φανταζόμαστε εύκολα ως Sophie Cookson στα νιάτα της. Η τελευταία, δε, αρπάζει για τα καλά την ευκαιρία που δεν της είχε δοθεί ως σήμερα, για μια χαμηλόφωνη αλλά συνετή εμφάνιση, που ο θεατής εύκολα θα εκτιμήσει. Προσδίδει κι ένα κύρος στην αφήγηση, μην ξεπέφτοντας σε υπερβολές κι εκρήξεις άνευ σημασίας. Κι επειδή η ταινία την ακολουθεί κατά πόδας, αυτό χαρίζει στο φιλμ μια συμπαθητική όσο και ζυγισμένη ροή, από τη στιγμή που -κακώς- το έργο δεν θα επιλέξει ποτέ να ακολουθήσει έναν πιο θριλερικό και «ζωηρό» δρόμο.

Εάν το πετύχετε με μια χαλαρή ψυχολογία, το φιλμ του Trevor Nunn είναι ικανό να σας αφήσει μια συμπαθητική χροιά. Είναι όμως σαν έναν καινούργιο φίλο που γνωρίζετε, και που χωρίς να το έχετε ακόμα καταλάβει, μπλοφάρει για το αληθινό του ποιόν. Έτσι, εάν μπείτε σε διερευνητική διαδικασία επί όλων όσων βλέπετε, κάτι λογικό μια και μιλάμε για κατασκοπία, φοβάμαι ότι θα απογοητευτείτε τόσο λόγω του ασθενικού σε λογική σεναρίου, όσο και της τηλεοπτικής-θεατρικής λογικής φιλμαρίσματος. Έτσι, η ουσιώδης απορία που μένει εδώ δεν είναι εάν μια γυναίκα είναι ικανή για μεγάλες αποφάσεις (αυτό θα έπρεπε στην εποχή μας να θεωρείται ήδη αυτονόητο), αλλά αν η συγκεκριμένη ταινία πείθει αληθινά για τον χρόνο που της αφιερώνουμε σε μια σκοτεινή αίθουσα.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

13 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *