
Ρεβέκκα
- Rebecca
- 1940
- ΗΠΑ
- Αγγλικά, Γαλλικά
- Αισθηματική, Δραματικό Θρίλερ, Μυστηρίου
Μια δειλή νεαρή Αμερικανίδα, συνοδός μιας πλούσιας κυρίας στο Μόντε Κάρλο, γνωρίζεται με τον πλούσιο αριστοκρατικό βρετανό χήρο Μαξίμ Ντε Γουίντερ, ο οποίος την ερωτεύεται και την παντρεύεται αμέσως. Την οδηγεί στη μεγαλόπρεπη εξοχική του κατοικία, στο Μάντερλι, όπου «βασιλεύει» η αυστηρή οικονόμος κυρία Ντάνβερς, πιστή στη μνήμη της πρώτης κυρίας Ντε Γουίντερ, της Ρεβέκκα. Η νέα γυναίκα αντιμετωπίζει την εχθρότητα και τις παγίδες της κας Ντάνβερς, ενώ ο άντρας της δεν θέλει να μιλάει για το παρελθόν, που μοιάζει μυστηριώδες. Θαρρείς, η Ρεβέκκα στοιχειώνει ακόμα την κατοικία.
Σκηνοθεσία:
Alfred Hitchcock
Κύριοι Ρόλοι:
Joan Fontaine … Κα de Winter
Laurence Olivier … George Fortescue Maximilian ‘Maxim’ de Winter
Judith Anderson … Κα Danvers
George Sanders … Jack Favell
Reginald Denny … Frank Crawley
Gladys Cooper … Beatrice Lacy
C. Aubrey Smith … συνταγματάρχης Julyan
Nigel Bruce … ταγματάρχης Giles Lacy
Florence Bates … Edythe Van Hopper
Edward Fielding … Frith
Leonard Carey … Ben
Leo G. Carroll … Δρ Baker
Lumsden Hare … Κος Tabbs
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Robert E. Sherwood, Joan Harrison, Philip MacDonald, Michael Hogan
Παραγωγή: David O. Selznick
Μουσική: Franz Waxman
Φωτογραφία: George Barnes
Μοντάζ: W. Donn Hayes
Σκηνικά: William Cameron Menzies, Lyle R. Wheeler
Κοστούμια: Irene
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Rebecca
- Ελληνικός Τίτλος: Ρεβέκκα
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Ρεβέκκα (2020)
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Rebecca της Daphne Du Maurier.
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ καλύτερης ταινίας και φωτογραφίας. Υποψήφιο για σκηνοθεσία, πρώτο αντρικό ρόλο (Laurence Olivier), πρώτο γυναικείο ρόλο (Joan Fontaine), δεύτερο γυναικείο ρόλο (Judith Anderson), διασκευασμένο σενάριο, μουσική, μοντάζ, σκηνικά και ειδικά εφέ.
Παραλειπόμενα
- Η πρώτη αμερικανική ταινία του Alfred Hitchcock.
- Ο Selznick αγόρασε τα δικαιώματα του βιβλίου (με 50 χιλιάδες δολάρια) έχοντας σκοπό να γίνει ταινία με την Carole Lombard. Δίπλα της σκόπευε να έχει τον Ronald Colman, αλλά εκείνος απέρριψε την πρόταση φοβούμενος ότι ήταν ταινία προώθησης για τη γυναίκα σταρ.
- Ο Laurence Olivier πίεζε να γίνει συμπρωταγωνίστρια του η Vivien Leigh, με την οποία τότε ήταν ζευγάρι.
- Υποψήφιες για τον ρόλο της Κα Ντε Γουίντερ ήταν και οι: Olivia de Havilland, Loretta Young, Anita Louise και Anne Baxter.
- Από επιμονή του David O. Selznick, η διασκευή του έργου του 1938 έπρεπε να είναι πιστή. Παρόλα αυτά, έγινε μια αλλαγή λόγω του κώδικα λογοκρισίας, που επέμενε πως ένα συζυγικό έγκλημα πρέπει να τιμωρείται. Ακόμα περισσότερο, ο Hitchcock προέβη σε μικρές αλλαγές που άλλαξαν τη γενική αίσθηση καθόσον εκείνος επιθυμούσε.
- Υπήρχαν κόντρες ανάμεσα στον σκηνοθέτη και τον παραγωγό David O. Selznick (ο Hitchcock δεν τον άφηνε να παραβρεθεί στα γυρίσματα, ως απάντηση που ο παραγωγός τον απέκλεισε από το σενάριο), αλλά κι ο Laurence Olivier πρόβαλε αρκετές απαιτήσεις που καθυστέρησαν το έργο της παραγωγής.
- Ο Hitchcock γύρισε όλη την ταινία με σεναριακή σειρά κι έτοιμο μοντάζ, ώστε να μην μπορεί έπειτα ο Selznick να προβεί σε τυχόν νέο μοντάζ. Παρόλα αυτά, ο μεγαλοπαραγωγός παρενέβη σε μεγάλο βαθμό, σε σημείο να βρίσκεται καθ’ όλη τη διαδικασία του μοντάζ παρών και να ηχογραφεί εκ νέου διαλόγους. Είχε όμως προλάβει να γίνει μία προβολή με το έτοιμο μοντάζ του σκηνοθέτη (τη συγκεκριμένη περίοδο η ταινία ήταν επίσημα “στο ράφι”, μια και ο Selznick ήταν απασχολημένος με την πρεμιέρα του Όσα Παίρνει ο Άνεμος), που ακολουθήθηκε από έντονο χειροκρότημα.
- Το 1944, η Edwina Levin MacDonald έκανε μήνυση στο στούντιο και τη συγγραφέα, για τις ομοιότητες που υποστήριζε ότι υπήρχαν ανάμεσα στη Ρεβέκκα και το δικό της βιβλίο, Blind Windows (1927). Το 1948, η μήνυση απορρίφθηκε οριστικά. Ακόμα όμως μια παρόμοια περίπτωση ήταν και με το A Sucessora (1934) της βραζιλιανής Carolina Nabuco. Στην περίπτωση αυτή έγινε ακόμα μεγαλύτερο ζήτημα, αλλά δεν υπήρξε δίκη.
- Μοναδική ταινία του Hitchcock που βραβεύτηκε ποτέ με το Όσκαρ καλύτερης ταινίας. Ο μαιτρ όμως δεν πήρε το αντίστοιχο σκηνοθεσίας, κάτι που δεν συνέβη και ουδέποτε στην καριέρα του.
- Το χαρακτηριστικό κάμεο του Hitchcock είναι προς το φινάλε, όπου τον βλέπουμε να περιμένει έξω από τηλεφωνικό θάλαμο, όπου μέσα τηλεφωνεί ο George Sanders.
- Δεύτερη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία για το 1940. Κόστισε 1,28 εκατομμύρια δολάρια, και έβγαλε 6.
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 30/6/2023
«Χθες το βράδυ ονειρεύτηκα ότι πήγα ξανά στο Manderley»… Το μυθιστόρημα (1938) της Daphne Du Maurier και η ταινία (1940) του Alfred Hitchcock ανοίγουν με την ίδια, γεμάτη μυστήριο, φράση. Η σκηνοθεσία του Hitchcock, εναρμονισμένη με τις υποσχέσεις της εισαγωγής, επιβάλλει αμέσως το παραξένισμα και τη σύγχυση των συναισθημάτων που διατρέχουν όλη την ταινία. Ενώ το voice-over της Joan Fontaine συνεχίζει την περιγραφή του χώρου, η κάμερα τα συνοδεύει διασχίζοντας την πύλη και τα απόκοσμα σοκάκια του Manderley σε μια μετάβαση από την αρχικά φωτεινή και ελεγειακή αύρα σε γοτθική και απειλητική όψη.
Η ντροπαλή νεαρή αφηγήτρια (Joan Fontaine) ερωτεύεται στο Μόντε Κάρλο έναν πλούσιο χήρο, τον Maxim de Winter (Laurence Olivier), ο οποίος της ζητά να τον παντρευτεί και την παίρνει να ζήσει μαζί του στην αρχοντική του κατοικία στο Manderley. Αλλά μόλις φτάνει εκεί, το κορίτσι αναγκάζεται να αντιμετωπίσει την καταπιεστική μνήμη της νεκρής συζύγου, της Rebecca, της οποίας η παρουσία εξακολουθεί να στοιχειώνει ολόκληρο το αρχοντικό. Αυτό τροφοδοτείται κυρίως από την τρομακτική φιγούρα της κυρίας Danvers (Judith Anderson), οικονόμου του Manderley, που συνδέεται με έναν νοσηρό δεσμό πίστης με την αποθανούσα. Όπως και σε πολλά άλλα έργα του Hitchcock, η αίσθηση του κινδύνου είναι πάνω απ’ όλα ψυχολογική, δηλαδή πηγάζει από το μυαλό της πρωταγωνίστριας, βασανισμένης από την πανταχού παρούσα σκιά του φαντάσματος της Ρεβέκκας. Το κεντρικό θέμα της ταινίας είναι η αδυναμία απελευθέρωσης από τα φαντάσματα του παρελθόντος, ένα στοιχείο που ο Hitchcock αργότερα θα επαναλάμβανε με αριστουργηματικό τρόπο στο μνημειώδες «Vertigo» (1958), με μια γυναίκα που πρέπει να πάρει τη θέση κάποιας άλλης.
Η «Ρεβέκκα» αποτελεί το αμερικανικό ντεμπούτο του Hitchcock, μετά από μια σειρά βρετανικών θρίλερ. Με μια απρόσεκτη ματιά μπορεί να φαντάζει παράταιρη μέσα στη φιλμογραφία του master των θρίλερ. Ωστόσο το φιλμ αυτό περιέχει όλα τα βασικά σημεία της ποιητικής του -εμμονή, ενοχή, φόβο, εξαπάτηση, εξουσία-μεταφερμένα σε μια αρρωστημένη, ρομαντική και εφιαλτική ατμόσφαιρα. Είναι ταυτόχρονα ένα τρυφερό γοτθικό ειδύλλιο και μια στοιχειωτική ιστορία φαντασμάτων, αφηγημένη από τη σκοπιά μιας γυναίκας.
Ο χαρακτήρας του τίτλου είναι μια γυναίκα που δεν εμφανίζεται ποτέ στην οθόνη, ούτε καν σε φωτογραφία. Πέθανε πριν καν ανοίξει η ιστορία, κι όμως η παρουσία της εμποτίζει κάθε καρέ της ταινίας. Αυτό το αόρατο φάντασμα αιωρείται πάνω από τη φαινομενικά καταδικασμένη αγάπη μιας αφελούς νεαρής γυναίκας (Joan Fontaine), η οποία δεν κατονομάζεται ποτέ. Τα ονόματα είναι σημαντικά σε αυτή την ταινία και το σενάριο καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποφύγει να δώσει στην ίδια την ηρωίδα ένα όνομα, αλλά και μια σαφώς καθορισμένη ταυτότητα. Αντίθετα ο επιδεικτικός Maxim έχει μια πληθώρα ονομάτων -το πλήρες όνομά του είναι George Fortescue Maximilian de Winter- και το πανταχού παρόν όνομα της Rebecca εμφανίζεται τόσο συχνά σαν να είναι ακόμα ζωντανή.
Το καλά διαρθρωμένο σενάριο των Robert E. Sherwood, Joan Harrison, Philip MacDonald, Michael Hogan χωρίζει τη ταινία σε τρία μέρη -χωρίς να διασπά την ομοιογένεια της-, στα οποία κατά σειρά κυριαρχούν τα συστατικά στοιχεία του ρομαντισμού, του τρόμου και της αστυνομικής ίντριγκας.
Το πρώτο μέρος είναι λαμπερό, ρομαντικό, με πνευματώδες χιούμορ που υποστηρίζει τη χαριτωμένη ερωτική του ίντριγκα, με λεπτές πινελιές παρέκκλισης ως προοικονομία για το μαύρο σύννεφο που έρχεται. Όμως ξαφνικά, το δεύτερο μέρος βυθίζεται σε ένα ρομαντικό σκοτάδι που θυμίζει Edgar Alan Poe, με τον Hitchock να ξεχνά τώρα κάθε σταγόνα χιούμορ. Η κάμερα κινείται ληθαργικά, σε αρμονία με μακρόσυρτα πλάνα, με ρευστές κινήσεις που απεικονίζουν ένα σπίτι που διατηρεί όλες τις οδυνηρές αναμνήσεις του Maxim. Η ακρίβεια των αξεσουάρ και των διακοσμητικών, η ομορφιά των αντιθέσεων, ο τρόπος με τον οποίο η κάμερα αποκαλύπτει τα δωμάτια και τους ενοίκους, μας βυθίζουν σε έναν προθάλαμο θανάτου, όπου ο χρόνος σταμάτησε, με το συμβολικό γράμμα R να βρίσκεται σε κάθε αντικείμενο του σπιτιού και να μαρτυρά την απόκοσμη παρουσία της Rebecca. Η ατσάλινη φιγούρα της κυρίας Danvers, τρομακτικού φύλακα αυτής της κόλασης, εμφανίζεται συστηματικά χωρίς να φαίνεται από πού έρχεται ενώ κινείται σαν αιωρούμενη. Κάθε σκηνή της με τη δύστυχη Fontaine είναι ένα θαύμα ακρίβειας, καθώς η οθόνη κόβεται στα δύο μεταξύ της νοσηρότητας της πρώτης και της αθωότητας της δεύτερης. Έτσι καταλήγουμε στο τρίτο μέρος της αστυνομικής ίντριγκας, που δεν υστερεί σε ενδιαφέρον.
Από αισθητική άποψη, η «Ρεβέκκα» είναι μια τέλεια κατασκευασμένη ταινία: η πεισιθάνατη φωτογραφία του George Barnes με καθηλωτικά παιχνίδια σκιών και φωτός, η σκηνογραφία του Lyle Wheeler, το κομψό μοντάζ του W. Donn Hayes και το σάουντρακ του Franz Waxman που αγκαλιάζει κάθε χειρονομία των χαρακτήρων συμβάλλουν στη δημιουργία μιας σκοτεινής ατμόσφαιρας βουτηγμένης στη νεκροφιλία γύρω από τη ζοφερή έπαυλη.
Η «Ρεβέκκα» είναι μια ταινία παραμυθιού, ψυχανάλυσης, αστυνομικού αινίγματος και τρόμου, με τον θεατή να εμπλέκεται στη θολή και μυστηριώδη ιστορία μέσα από το ανήσυχο βλέμμα της νεαρής γυναίκας. Μια συνεχής όσο και απροσδιόριστη αίσθηση απειλής φορτίζει σαν ηλεκτρικό πεδίο την ατμόσφαιρα της. Άραγε η αληθινή και βαθιά αγάπη θα κατορθώσει να διαλύσει το τοξικό νέφος της νοσηρότητας και της υστερίας;
Βαθμολογία:
Χωρίς διάλειμμα για κατούρημα. Οτιδήποτε κάτω από 5/5 είναι ασέλγια στον παγκόσμιο κινηματογράφο.