Έχοντας καθηλωθεί στο διαμέρισμά του εξαιτίας ενός σπασμένου ποδιού, ένας φωτορεπόρτερ παρακολουθεί μονότονα τους γείτονες από το παράθυρό του. Ξαφνικά, θα γίνει αυτόπτης μάρτυρας ενός φόνου στην ακριβώς απέναντι πολυκατοικία, και θα προσπαθήσει να εξιχνιάσει το έγκλημα με τη βοήθεια της αρραβωνιαστικιάς και της νοσοκόμας του, αγνοώντας τους κινδύνους που ελλοχεύουν.
Σκηνοθεσία:
Alfred Hitchcock
Κύριοι Ρόλοι:
James Stewart … L.B. ‘Jeff’ Jefferies
Grace Kelly … Lisa Carol Fremont
Wendell Corey … ντετέκτιβ Thomas ‘Tom’ J. Doyle
Thelma Ritter … Stella
Raymond Burr … Lars Thorwald
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: John Michael Hayes
Παραγωγή: Alfred Hitchcock
Μουσική: Franz Waxman
Φωτογραφία: Robert Burks
Μοντάζ: George Tomasini
Σκηνικά: J. McMillan Johnson, Hal Pereira
Κοστούμια: Edith Head
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Rear Window
- Ελληνικός Τίτλος: Σιωπηλός Μάρτυς [αυθεντικός]
- Εναλλακτικός Τίτλος: Alfred Hitchcock’s Rear Window
- Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Σιωπηλός Μάρτυρας
Σεναριακή Πηγή
- Διήγημα: It Had to Be Murder του Cornell Woolrich.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ σκηνοθεσίας, διασκευασμένου σεναρίου, φωτογραφία και ήχου.
- Υποψήφιο για Bafta καλύτερης ταινίας από οποιαδήποτε προέλευση.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας.
Παραλειπόμενα
- Για την ταινία κατασκευάστηκε το μεγαλύτερο εσωτερικό πλατό των Paramount Studios για την εποχή του, κάτι για το οποίο χρειάστηκαν 6 βδομάδες. Χαρακτηριστική είναι η δημιουργία ολόκληρου συστήματος αποχέτευσης, ώστε να φεύγει το νερό στη σκηνή της βροχής. Μεγάλη προσοχή δόθηκε και στο τμήμα της ηχοληψίας, ώστε οι ήχοι να βγαίνουν από -σχεδόν- παντού φυσικοί. Επί αυτού του λόγου, το διαμέρισμα του Τζεφ είναι σε επίπεδο ισογείου.
- Το κάμεο του Alfred Hitchcock είναι μέσα από το κιάλι, μια και θα τον δούμε στο δωμάτιο του συνθέτη, όπου ρυθμίζει ένα ρολόι.
- Ο Hitchcock προσέλαβε τον ηθοποιό Raymond Burr να παίξει τον κακό, επειδή του θύμιζε πολύ τον παραγωγό David O. Selznick που είχε αντιπάθεια.
- Η ερωτική σχέση ανάμεσα στον πολεμικό φωτορεπόρτερ Robert Capa και την Ingrid Bergman λέγεται ότι ήταν η αφορμή για τη συγγραφή του επιμέρους ερωτικού ρομάντζου στην ταινία. Το αρχικό διήγημα του 1942 από τον Cornell Woolrich δεν είχε καθόλου love-story.
- Η Grace Kelly αρνούνταν να φαίνεται να καπνίζει σε ταινία, κάτι που “έσπασε” για μόνο μία φορά εδώ.
- Από τις πλέον εμπορικές ταινίες του μαιτρ του σασπένς, και μαζί η πιο εμπορική της χρονιάς της.
- Το 1998 διασκευάστηκε σε ομότιτλη τηλεταινία, με πρωταγωνιστές του Christopher Reeve, Daryl Hannah και Robert Forster.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Ο Franz Waxman ανακυκλώνει μουσικά θέματα από παλιότερες ταινίες του, στην τελευταία του συνεργασία με τον Hitchcock. Ανάμεσα σε αυτές τα: Για μια Θέση στον Ήλιο και Στον Δρόμο των Ελεφάντων. Τα μόνα αυθεντικά του θέματα είναι στους τίτλους αρχής και τέλους, αλλά και στο πιανιστικό μοτίβο Lisa.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 26/3/2009
Ποιος είναι αυτός ο Σιωπηλός Μάρτυρας τού τόσο ταιριαστού ελληνικού τίτλου; Με απλή φροϋδική μελέτη θα δούμε τον σύγχρονο θεατή της τηλεόρασης στο πρόσωπο του James Stewart, που αραχτός σε μια πολυθρόνα κατασκοπεύει τους “γείτονες” του με κιάλι. Τότε ο δημιουργός έβλεπε την αυξανόμενη δύναμη του τηλεοπτικού κουτιού και βλέποντας πως δεν είναι τίποτα περισσότερο από επέκταση του «οπτικού κουτσομπολιού», έκανε το πολύ εύστοχο σχόλιο του.
Ο ήρωας μπορεί να είναι άντρας, αλλά η αναπηρία και η καθήλωση του τον εξομοιώνει με τη γυναίκα. Είναι φανερή η κριτική διάθεση του Hitchcock έναντι της γυναικείας φύσης, και μάλιστα κριτικάρει και τον θεσμό του γάμου. Ο ήρωας αποφεύγει να νυμφευτεί την αγαπημένη του, και όσα παρακολουθεί στο απέναντι κτήριο συνηγορούν σε αυτό. Συζυγικοί καβγάδες, άστατες σχέσεις, βαρετά γεράματα κ.α. Η Grace Kelly στη χαρακτηριστική τελευταία σκηνή και αφού η «ανδροπρεπής» συμπεριφορά της έχει κάνει τον ήρωα πιο προσκολλημένο πάνω της, ανοίγει ένα περιοδικό μόδας, χαρακτηριστικό θηλυκής αφέλειας.
Πιο συνοπτικά, έχουμε υψηλότατο σασπένς, ακούραστη αφήγηση, στιλάτη σκηνοθεσία και ένα από τα αριστουργήματα του Alfred Hitchcock που δεν βαριόμαστε να βλέπουμε ξανά και ξανά. Πέρα από την αυξανόμενη αγωνία και το θρίλερ που σε σημεία κόβει ανάσα, γίνεται έντονη και «ύπουλη» κριτική επί του ανθρώπου-θεατή και του θεσμού του γάμου, σατιρίζοντας ελαφρά τον ρόλο της συζύγου (είναι πλέον γνωστή η σχέση του μαιτρ με το αντίθετο του φύλο). Ο James Stewart ερμηνεύει καλύτερα καθηλωμένος κι από όρθιος, και η Grace Kelly βρίσκεται στην πιο όμορφη φάση της ζωής της. Τι; Δεν το έχετε δει ακόμα; Εσείς θα χάσετε…
Βαθμολογία:
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 28/6/2024
Στο πέρασμα του χρόνου, τα «Rear Window» (1954), «Vertigo» (1958) και «Psycho» (1960) έχουν αποκρυσταλλωθεί ως τα κορυφαία έργα της μεγάλης καριέρας του Alfred Hitchcock. Λαμπρά κατασκευασμένο, τολμηρά πρωτότυπο και συνάμα άκρως διασκεδαστικό, το «Rear Window» είναι η ταινία που καθιέρωσε τον βρετανό δημιουργό ως πραγματικό μάστορα της 7ης Τέχνης.
Το σενάριο του John Michael Hayes βασίστηκε στο διήγημα «It Had to Be Murder» του Cornell Woolrich (γνωστού και ως William Irish), ενός δημοφιλούς αμερικανού συγγραφέα θρίλερ, του οποίου τα μυθιστορήματα διασκευάζονταν συχνά για τον κινηματογράφο («Mississippi Mermaid», 1969).
Το πλαίσιο της ιστορίας είναι απλό: ο φωτορεπόρτερ LB Jeffries (James Stewart), καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι με σπασμένο πόδι, περνά τις μέρες του «κατασκοπεύοντας» με τον φακό της μηχανής του όλους τους γείτονες από το παράθυρό του. Δέχεται τακτικές επισκέψεις από τη νοσοκόμα του, Stella (Thelma Ritter), και την όμορφη αρραβωνιαστικιά του, Lisa Fremond (Grace Kelly). Η σχέση του μαζί της είναι δύσκολη: ο Jeff την κατηγορεί για την έλλειψη όρεξης για περιπέτειες και αποφεύγει να την παντρευτεί. Ένα βράδυ, ακούει μια κραυγή από το απέναντι διαμέρισμα και βλέπει τον γείτονά του, Lars Thorwald (Raymond Burr), να βγαίνει κουβαλώντας μια βαριά βαλίτσα. Τον υποπτεύεται ότι σκότωσε τη γυναίκα του και εκμυστηρεύεται τις υποψίες του σε έναν φίλο του ντετέκτιβ, τον Doyle (Wendel Corey). Όμως ο Doyle τις θεωρεί προϊόν της υπερβολικά ενεργητικής φαντασίας του Jeff…
Αν και στην επιφάνειά του το «Rear Window» φαίνεται σαν θρίλερ με μυστήριο δολοφονίας, κατά βάθος είναι μια μετα-ταινία που διερευνά την οντολογική ηδονοβλεψία του κινηματογραφικού θεάματος. Πρόκειται για έναν πνευματώδη και βαθιά ειρωνικό στοχασμό για το βλέμμα, άρα για τον κινηματογράφο, για τη γοητεία της κοινής εικόνας που επιδρά στο συλλογικά ασυνείδητο. Η παρακολούθηση οποιουδήποτε κινηματογραφικού έργου είναι εγγενώς μια ηδονοβλεπτική εμπειρία, που τροφοδοτεί τις δικές μας βαθιές επιθυμίες να παρακολουθούμε άλλους, χωρίς φόβο ότι θα μας παρακολουθήσουν, προκειμένου να ζήσουμε τις εμπειρίες τους, ενώ δεν μοιραζόμαστε τίποτα από τον σωματικό ή συναισθηματικό πόνο τους. Και νοιώθουμε τον ψυχαναγκασμό να συνεχίσουμε να παρακολουθούμε, μαγεμένοι από τη δική μας περιέργεια και μια νοσηρή επιθυμία να δούμε κάτι που θα μας διασκεδάσει, θα μας σοκάρει ή ενδεχομένως θα μας προκαλέσει αποτροπιασμό, με την ασφάλεια ότι αν οι εικόνες γίνουν αφόρητες, μπορούμε απλώς να αποστρέψουμε το βλέμμα μας και να επιστρέψουμε στον δικό μας ασφαλή μικρόκοσμο.
Σε ένα δεύτερο θεματικό επίπεδο, η ταινία εξετάζει το πρόβλημα της σχέσης άνδρα-γυναίκας, ιδιαίτερα τη φαινομενική ασυμβατότητα των δύο φύλων στη σύγχρονη, ατομικιστική κοινωνία μας, και καταγράφει, μέσα από τους κατοίκους του κτιρίου, τις διαφορετικές πτυχές της αγάπης: πάθος, ζήλια, μοναξιά, μίσος.
Αν και ο Jeff ελκύεται από τη Lisa, συναισθηματικά και σωματικά φοβάται τις συνέπειες της ένωσής τους και αυτοί οι φόβοι τροφοδοτούνται από αυτό που βλέπει από τα παράθυρα των γειτόνων του: την αρχική ευφορία των νιόπαντρων, την πλήξη ενός ηλικιωμένου ζευγαριού, τους συνεχείς καυγάδες ενός άλλου. Ίσως λοιπόν το βασικό κίνητρο για την εμμονή του Jeff με τον εικαζόμενο φόνο είναι η ανάγκη να αποδείξει στον εαυτό του την τοξικότητα του γάμου, ώστε να πειστεί να μην παντρευτεί τη Lisa.
Παράλληλα η ταινία εκφράζει και ένα καταθλιπτικό σχόλιο για τον τρόπο με τον οποίο η αστικοποίηση οδήγησε σε μια κατακερματισμένη κοινωνία και σε κατάρρευση του κοινοτικού πνεύματος. Οι άνθρωποι μπορεί να ζουν πιο κοντά από ποτέ, αλλά είναι επίσης πιο αποστασιοποιημένοι από ποτέ. Άντρες και γυναίκες ζουν μόνοι τους ή σε ζευγάρια στα κελιά τους, χωρίς να επικοινωνούν ποτέ με τους γείτονές τους, καθένας έγκλειστος στη δική του μικρή φυλακή. Μόνο για ένα σύντομο διάστημα, μετά τον θάνατο ενός συμπαθούς ζώου, υπάρχει κάποια αναλαμπή κοινωνικής συνοχής γύρω από την αυλή. Αλλά αυτή η στιγμή ξεχνιέται γρήγορα και οι πόρτες κλείνουν ξανά η μια μετά την άλλη.
Από στιλιστική άποψη ο Hitchcock συνεχίζει τα αφηγηματικά του πειράματα, με την κάμερα να δείχνει μόνο αυτό που μπορεί να δει ο πρωταγωνιστής, ώστε να ταυτίσει τον θεατή με τον ρόλο. Όσο για το ιδιοφυές μοντάζ, υιοθετεί τη θεωρία του σοβιετικού σκηνοθέτη και θεωρητικού του κινηματογράφου Lev Kuleshov (1899-1970), σύμφωνα με την οποία η σύνθεση δύο διαφορετικών λήψεων δημιουργεί ένα εννοιολογικό μήνυμα που απουσιάζει από τις μεμονωμένες λήψεις. «Ας πάρουμε ένα κοντινό πλάνο του James Stewart. Κοιτάζει από το παράθυρο και βλέπει να κατεβάζουν στην αυλή ένα σκυλάκι μέσα σε καλάθι. Ξαναγυρίζουμε στον Stewart, χαμογελάει. Τώρα, αντί για το μικρό σκυλάκι, δείχνουμε ένα γυμνό κορίτσι να στριφογυρίζει μπροστά στο ανοιχτό της παράθυρο. Ξαναβάζουμε το ίδιο κοντινό πλάνο του Stewart που χαμογελά, και τώρα μας φαίνεται παλιάνθρωπος!», εξηγεί ο «master του σασπένς» στην περίφημη συνέντευξή του στον Truffaut.
Το «Rear Window» είναι η απόλυτη σινεφίλ ταινία, με τον Stewart να είναι ο «θεατής» και η πρόσοψη του κτιρίου του η «οθόνη» της αίθουσας προβολής. Ο Jeff είναι τόσο συνεπαρμένος και γοητευμένος από αυτό που βλέπει, που ξεχνά να φάει, να μιλήσει, ακόμη και να προσέξει την πανέμορφη Lisa, που μάταια τον περικυκλώνει. Να σημειωθεί ότι υπάρχει μια πολύ φεμινιστική (για το 1954) αντιστροφή του ανδρικού και του γυναικείου ρόλου στην ταινία. Ο άνδρας είναι καθηλωμένος στο αναπηρικό του καροτσάκι, άρα παθητικός, ενώ ο γυναικείος χαρακτήρας είναι ενεργός και είναι αυτός που τελικά λύνει το μυστήριο. Και μόνο όταν η Lisa εμπλακεί σε μια επικίνδυνη περιπέτεια μέσα στο «οπτικό πεδίο», δηλαδή στην «οθόνη» του Jeff, αυτός θα γοητευτεί από αυτήν και θα γίνει επιτέλους μέρος του κόσμου του.
Στο «Rear Window», η ηδονοβλεψία του Jeff, αν και σε κάποιο βαθμό μπορεί να δικαιολογηθεί ως επαγρύπνηση για το μέγιστο δημόσιο καλό, είναι ηθικά κατακριτέα. Όμως ο Hitchcock δεν τον αφήνει ατιμώρητο για το «έγκλημά» του. Εμείς, ωστόσο, οι θεατές της ταινίας παραμένουμε ασφαλείς μέσα στην αίθουσα προβολής, αφήνοντας τον Jeff να πληρώνει και για τις δικές μας ηδονοβλεπτικές «αμαρτίες».
Βαθμολογία:
ΑΕΛΑΡΑ ρε, και δεν είμαι καλά!!!