Η Ραμόνα έχει μόλις μετακομίσει στην Μαδρίτη με το αγόρι της, τον Νίκο, με σκοπό να αρχίσει μια νέα ζωή από το μηδέν: θέλει να γίνει ηθοποιός, μητέρα και να ζήσει στο “Lavapies”, μία από τις πιο ιστορικές γειτονιές της Μαδρίτης. Μια μέρα πριν την πρώτη της ακρόαση γνωρίζει έναν μεγαλύτερο άντρα, τον Μπρούνο, με τον οποίο νιώθει κατευθείαν μια πολύ δυνατή έλξη. Παρόλα αυτά, τρομαγμένη από το πώς αισθάνεται, το βάζει στα πόδια. Την επόμενη μέρα την περιμένει όμως μια έκπληξη… φτάνοντας στην ακρόαση ανακαλύπτει ότι ο Μπρούνο είναι ο σκηνοθέτης που πρέπει να συναντήσει. Η ευκαιρία είναι πολύ μεγάλη για να την προσπεράσει, και με την προτροπή του Νίκο αποφασίζει να την αρπάξει.

Σκηνοθεσία:

Andrea Bagney

Κύριοι Ρόλοι:

Lourdes Hernandez … Ramona

Bruno Lastra … Bruno

Francesco Carril … Nico

Agustin Mateo … Pancho

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Andrea Bagney

Παραγωγή: Sergio Uguet de Resayre

Φωτογραφία: Pol Orpinell

Μοντάζ: Pablo Barce

Σκηνικά: Carmen Main

Κοστούμια: Unai De Mateos, Raquel Menendez

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Ramona
  • Ελληνικός Τίτλος: Ραμόνα

Κύριες Διακρίσεις

  • Βραβείο σεναρίου στο φεστιβάλ Ρώμης.

Παραλειπόμενα

  • Κινηματογραφικό ντεμπούτο για την Andrea Bagney.
  • Η ταινία είναι ασπρόμαυρη, εκτός από τα σημεία που η κεντρική ηρωίδα -ως επίδοξη ηθοποιός- είναι μπροστά από την κάμερα.

Κριτικός: Ορέστης Μαλτέζος

Έκδοση Κειμένου: 18/7/2023

Η “Ραμόνα” είναι μια ισπανική ρομαντική κωμωδία, από αυτές που σε πρώτο επίπεδο φαίνονται να σπάνε τις νόρμες του είδους. Στην πραγματικότητα, δεν τις αγνοούν καθόλου, απλώς τις χειρίζονται με έναν τρόπο αυτές υπηρετούν το καλλιτεχνικό όραμα και όχι το ανάποδο. Και αν το πιάσουμε σαν ιστορία, είναι υπερβολικά απλή.

Η Ραμόνα είναι μια κοπέλα γύρω στα 28 που ζει στη Μαδρίτη με το αγόρι της, τον Νίκο, και μια μέρα σε ένα καφέ πιάνει την κουβέντα με έναν άγνωστο, με τον οποίο υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη χημεία και η μοίρα τα φέρνει έτσι ώστε αυτός να είναι σκηνοθέτης και αυτή στην παρούσα φάση να θέλει να γίνει ηθοποιός.

Σαν στιλ, μου θύμισε έντονα από νωρίς το “Frances Ha” της Greta Gerwig, στην πορεία διέκρινα και άλλες ομοιότητες με ταινίες δημιουργών, υπάρχει μια ατμόσφαιρα και ένας ρυθμός που συναντάς στον Αλμοδόβαρ και οι υψηλές συζητήσεις των κομεντί του Γούντι Άλεν με τη διαφορά ότι οι χαρακτήρες δεν είναι διανοούμενοι, και είναι το τελευταίο πράγμα που θέλουν να είναι, αλλά πολύ απλοί άνθρωποι. Αυτά τα στοιχεία δεν υπάρχουν ούτε σαν μίμηση ούτε σαν αναφορές, η Αντρέα Μπάγκνι κάνει σινεμά δικό της και αυτό είναι η μεγαλύτερη γοητεία στη “Ραμόνα”. Οι ιδέες που βάζει μπροστά χωρίς να είναι σπουδαίες σαν σκέψη λειτουργούν εντυπωσιακά. Η ταινία είναι ασπρόμαυρη με εξαίρεση κάποια σημεία συγκεκριμένα όπου βλέπουμε το πλάνο της κάμερας που βιντεοσκοπεί τη Ραμόνα την ώρα που κάνει οντισιόν, πρόβα ή γύρισμα όπου το πλάνο εκεί είναι έγχρωμο και εκεί γίνεται πιο φανερό το πόσο προσεγμένη είναι συνολικά η καλλιτεχνική διεύθυνση της ταινίας.

Δεν τη χάρηκα, για να πω την αλήθεια, και νομίζω ότι έχει να κάνει με τις προσδοκίες που μου έχει δημιουργήσει το Χόλιγουντ, αχ αυτό το Χόλιγουντ, σε σχέση τους χαρακτήρες που υπάρχουν σε μια κομεντί. Η Ραμόνα είναι μια υπερβολικά δυναμική γυναίκα που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί της, ζει εντελώς αυτόνομα και ελεύθερα, τα ενδιαφέροντα και οι απόψεις της μπορεί να αλλάζουν από τη μια στιγμή στην άλλη, οι αντιδράσεις της στους άλλους συχνά φαίνονται αλλοπρόσαλλες γιατί δεν μπαίνει ποτέ στη διαδικασία να εξηγήσει κάτι και απλά πράττει. Η Μπάγκνι λοιπόν δημιουργεί ένα ελαττωματικό πορτρέτο της ηρωίδας της, μιας ηρωίδας πολύ μακριά από την εξευγενισμένη παρουσίαση των πρωταγωνιστών των κομεντί. Σε μια τέτοια ταινία η Ραμόνα θα μπορούσε να είναι μόνο η κολλητή της πρωταγωνίστριας, όπου η προσωπικότητά της θα λειτουργούσε κωμικά και τη συναισθηματικο-ερωτική της ζωή θα τη χαρακτήριζε απλώς ένα one-night-stand. Στην πραγματικότητα, η Ραμόνα έχει σχέση και θέλει να βρίσκεται σε σχέση, εκείνη τη δεδομένη στιγμή τουλάχιστον.

Και εδώ είναι που η ταινία έχει μια πρωτότυπη οπτική παρότι δεν την απασχολεί πραγματικά: δεν παίρνει θέση και δεν κρίνει την ηρωίδα της, αλλά θα ήθελα πάρα πολύ να άκουγα τους τρεις αυτούς χαρακτήρες να έλεγαν γιατί θέλει να είναι ο ένας μαζί με τον άλλον πέρα από την επιθυμία και την έλξη, πώς θα μπορούσαν να κάνουν ο ένας τον άλλον ευτυχισμένο. Είναι ένα ερώτημα που δεν μου είχε ξαναδημιουργηθεί μέχρι τώρα βλέποντας μια κομεντί, αλλά εδώ οι χαρακτήρες είναι ρεαλιστικοί άνθρωποι του υπαρκτού κόσμου και αυτό το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

9 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *