Ο Σερίφ, που στα 30 του έχει επιστρέψει στο σπίτι των γονιών του, πασχίζει να περάσει τις εξετάσεις για νοσηλευτής. Την ίδια ώρα, εργάζεται ως σεκιουριτάς για να τα φέρει βόλτα. Ενώ περνά τις γραπτές εξετάσεις, συναντά μια κοπέλα που τον ελκύει, την Τζένι. Στο Μολ όμως όπου εργάζεται, έχει μπελάδες με τους νέους που την αράζουν εκεί. Για να τη γλυτώσει από αυτούς, τους προσφέρει μια κρυφή πληροφορία για διανομή χρημάτων. Κατά τη νύχτα της παράδοσης, όμως, η ζωή του θα μπει σε τεράστιο κίνδυνο.

Σκηνοθεσία:

Marianne Tardieu

Κύριοι Ρόλοι:

Reda Kateb … Cherif Arezki

Adele Exarchopoulos … Jenny

Rashid Debbouze … Dedah

Moussa Mansaly … Abdou

Serge Renko … Claude Gilles

Alexis Loret … ο επιθεωρητής

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Nadine Lamari, Marianne Tardieu

Παραγωγή: Christophe Delsaux, Celine Maugis

Μουσική: Sayem

Φωτογραφία: Jordane Chouzenoux

Μοντάζ: Thomas Marchand

Σκηνικά: Tiphaine Hervo

Κοστούμια: Charlotte Lebourgeois

 

  • Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
  • Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

Αυθεντικός Τίτλος: Qui Vive

Ελληνικός Τίτλος: Σε Επιφυλακή

Διεθνής Τίτλος: Insecure

Παραλειπόμενα

  • Ντεμπούτο για τη Marianne Tardieu, μετά από τρεις μικρού μήκους ταινίες.

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι

Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου

Έκδοση Κειμένου: 22/4/2015

Μικροί άνθρωποι, που ζουν μικρές ζωές, σκοτεινές και μίζερες. Μια διαδρομή που φαντάζει αιώνια, καθώς το λεωφορείο που τους πηγαίνει στη δουλειά, την οποία αναγκάζονται να υφίστανται για να επιβιώσουν, περνά πάντα από τις ίδιες στάσεις, από τα ίδια πανομοιότυπα ασφυκτικά μπλοκ πολυκατοικιών, αντικατοπτρίζοντας πάντοτε την ίδια θλίψη στο πρόσωπο αυτών που κάθονται κοντά στο παράθυρο. Οι οικουμενικές επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης τρυπώνουν στην καρδιά των πολιτών της χαμηλής τάξης, δηλητηριάζοντας την ήδη χαμένη τους αυταξία, καθιστώντας τους ανήμπορους να αντιδράσουν, υπονομεύοντας οποιαδήποτε ανάγκη δημιουργικότητας και φορτώνοντάς τους με βάρη που κάνεις δεν θα μπορούσε να σηκώσει. Οι ικανότητες και τα προτερήματα παραβλέπονται σκόπιμα ή χάνονται, ποδοπατούνται και καταστρέφονται συστηματικά. Γειωμένο όσο τίποτε, το φιλμ της Μαριάν Ταρντιέ, αναζητά τη χαμένη αξιοπρέπεια μέσα στην πνιγηρή ρουτίνα της καθημερινότητας. Παρότι σε μερικές στιγμές μοιάζει να παρεκκλίνει προς την (άστοχη) ηθικολογία, διατηρεί το ευδιάκριτο στίγμα των ευρωπαίων κοινωνικορεαλιστών δημιουργών (η ατμόσφαιρα των Νταρντέν πλανάται στον αέρα), που κατορθώνουν να πνίξουν, εξαφανίζοντας σχεδόν κλειστοφοβικά οποιαδήποτε μικρή αχτίδα οπτιμισμού.

Στο πρόσωπο του Σερίφ (ολοκάθαρα σαρκαστικό το όνομά του) εντυπώνονται η βαθιά ανάγκη του καταπιεσμένου για μια σημαντική ανατροπή στη ζωή, αλλά και η ματαιότητα της συνειδητοποίησης της μοναξιάς αυτών που πραγματικά προσπαθούν για μια “τίμια” αλλαγή των συνθηκών, τη στιγμή που οι περισσότεροι κυνηγούν μανιωδώς μια παράκαμψη. Μετά τη σοκαριστική παρουσία του στο (κατά τα άλλα) στρατευμένο και ανιαρό “Zero Dark Thirty”, ο Γάλλος ηθοποιός Ρεντά Κατέμπ υποδύεται στιβαρά έναν χαρακτήρα αναπόδραστο, καθώς η απογοήτευση και το συναισθηματικό αδιέξοδο του χτυπούν διαρκώς την πόρτα. Αναγκασμένος να υφίσταται καθημερινά την απόρριψη και το χλευασμό (δουλεύει ως ιδιωτικός φύλακας σε ένα πολυκατάστημα, εξ ου και ο αλληγορικός τίτλος που παραπέμπει σε συνθήκη αδικαιολόγητης αναστάτωσης) βλέπει τη ζωή του να συμπιέζεται σε ένα πνιγηρό καθημερινό γολγοθά, ανασαίνοντας μόνο μέσα από κλεφτές ματιές μιας δειλής ρομαντικής προοπτικής. Ο ηθοποιός παρότι στήνει ερμηνευτικά τον αντιήρωα μέσα από τα υπόκωφα, απελπισμένα βλέμματα, καθιστώντας την παρουσία του τόσο άχρωμη όσο και το πλαίσιο του φιλμικού κάδρου, εντούτοις συναντά περιορισμούς που τον αποσυνδέουν με την συναισθηματική ταύτιση, λόγω κυρίως του μεγαλύτερου δομικού προβλήματος της ταινίας, που δυστυχώς είναι το σενάριο. Οι συσχετισμένες εικόνες παραπέμπουν σε μια σκηνοθετική προσέγγιση που μοιάζει να μην έχει αποφασίσει προς τα που η υπόθεση θα στραφεί και κυρίως πώς θα τελειώσει. Μία δε, άλογη και υπερβολικά δραματοποιημένη σκηνή ληστείας, παίζοντας το ρόλο του “παράνομου λάθους” – ασύνδετη και κακά φωτισμένη ειρήσθω εν παρόδω- αποτυγχάνει να αποτελέσει την κορύφωση ή έστω την απόπειρα ανατροπής ενός ήδη ξεχειλωμένου στόρι που παρά τα σκάρτα ενενήντα λεπτά, θα ταίριαζε και θα αξιοποιούνταν περισσότερο σε μια μικρού μήκους δημιουργία. Μακριά από αυτό που θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει ως υποστηρικτικό ρόλο βρίσκεται και η γυναικεία παρουσία της (κατά τα άλλα πανέμορφης) Αντέλ Εξαρχόπουλος (“Η Ζωή της Αντέλ”), ουσιαστικά για πρώτη φορά μετά τον Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ των Κανών. Η ίδια της εμφανίζεται -σχεδόν τιμητικά- μόνο για λίγες σεκάνς, ως η αμυδρή συναισθηματική διέξοδος του Σερίφ αλλά χάνεται στη συνέχεια, παραμένοντας άοσμη στο μπαγκράουντ, με το τρέιλερ (προφανώς για εμπορικούς λόγους) να υπερτιμά εσκεμμένα την ελάχιστη συμμέτοχη της στο φιλμ.

Αφήνοντας έκτος οποιαδήποτε προσπάθεια να πείσει στο σασπένς και την αγωνία, το “Σε Επιφυλακή” παρουσιάζεται ως ένα δράμα κάλων προθέσεων, που ακολουθεί κατά γράμμα έναν κλασικό ζοφερό τρόπο αφήγησης, ο οποίος με τη σειρά του καθιστά απόλυτα πειστική την απεικόνιση της ρεαλιστικής χαμηλόμισθης κοινωνίας των προαστίων και των μεταναστών (ξεκάθαρος ο υπαινιγμός του), αλλά δυστυχώς παραμένει, από την αρχή μέχρι το φινάλε, μια μισοψημένη και ελαφρώς ανεπιτυχής δημιουργία. Χαρακτηριστικό δείγμα της προβληματικότητάς της αποτελεί το γεγονός ότι μία και μοναδική (έξοχη παρεμπιπτόντως) σκηνή, αυτή του αυτοσχέδιου πάρτι των εργαζόμενων της εταιρίας κέτερινγκ, που με τα ρούχα της εξαντλητικής τους εργασίας χορεύουν σχεδόν θεατρικά, γιορτάζοντας ουσιαστικά με αυτά που περίσσεψαν, θα μπορούσε να περιγράψει όσο περισσότερο γλαφυρά και τραγικά γίνεται αυτό που ολόκληρη η διάρκεια της ταινίας προσπαθεί βασανισμένα να στοχεύσει.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

10 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *