Η Αν, μια πετυχημένη και αφοσιωμένη δικηγόρος που ειδικεύεται στις υποθέσεις νεαρών και ανηλίκων παραβατών, ζει μια τέλεια ζωή με τον γιατρό σύζυγο της, Πίτερ, και τις δίδυμες κόρες τους. Όμως… κάτι λείπει. Όταν ο Γκουστάβ, ο παραστρατημένος γιος του άντρα της μετακομίζει ξαφνικά μαζί τους, οι φευγαλέες ματιές που ανταλλάσσουν εξελίσσονται μοιραία σε ένα απαγορευμένο ειδύλλιο. Οι συνέπειες όμως θα είναι ολέθριες.

Σκηνοθεσία:

May el-Toukhy

Κύριοι Ρόλοι:

Trine Dyrholm … Anne

Gustav Lindh … Gustav

Magnus Krepper … Peter

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Maren Louise Kaehne, May el-Toukhy

Παραγωγή: Caroline Blanco, Rene Ezra

Μουσική: Jon Ekstrand

Φωτογραφία: Jasper Spanning

Μοντάζ: Rasmus Stensgaard Madsen

Σκηνικά: Mia Stensgaard

Κοστούμια: Rebecca Richmond

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Dronningen
  • Ελληνικός Τίτλος: Η Βασίλισσα της Καρδιάς
  • Διεθνής Τίτλος: Queen of Hearts

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Κύριες Διακρίσεις

  • Βραβείο κοινού για το παγκόσμιο τμήμα του φεστιβάλ Sundance.
  • Υποψήφιο για γυναικεία ερμηνεία (Trine Dyrholm) στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.
  • Επίσημη πρόταση της Δανίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.

Παραλειπόμενα

  • Το 2023, η Catherine Breillat επέστρεψε μετά από 10 χρόνια στη σκηνοθεσία παρουσιάζοντας ένα ριμέικ, με πρωταγωνίστρια τη Lea Drucker.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 4/12/2019

Είναι πολύ εύκολο κανείς να πέσει στην παγίδα και να μείνει στην «πιασάρικα» σοκαριστική θεματολογία του εν λόγω φιλμ, και να αγνοήσει τη μελετημένη ψυχολογική ανάλυση που βρίσκεται πίσω από αυτήν που αφορά την πρωταγωνίστρια. Πρόκειται πρωτίστως για μια δουλειά που χαρακτηρίζεται από μια φινέτσα που αποτρέπει την κριτική περί μιας ακόμη κι εμμέσως ηδονοβλεπτικής ματιάς ελέω της κεντρικής ιδέας της δραματουργίας. Οι περίφημες σκηνές σεξ που έχουν ξεσηκώσει τη μερίδα του λέοντος της συζήτησης γύρω από την ταινία παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για την ουσία της ιστορίας και κυρίως του κεντρικού χαρακτήρα, δεν αποτελούν απλώς μια ματιά μέσα από την κλειδαρότρυπα.

Πέρα όμως και από τη διάσταση του ψυχογραφήματος που έχει, η «Βασίλισσα της Καρδιάς» αρθρώνει κι ένα δριμύ «κατηγορώ» ενάντια στην υποκρισία της μεγαλοαστικής τάξης, εξερευνώντας με τόλμη τα σκοτεινά σημεία που τη χαρακτηρίζουν, και τα οποία καλύπτονται επιμελώς από μια καλογυαλισμένη επιφάνεια. Το κλιμακωτό χτίσιμο που επιχειρεί το σενάριο των May el-Toukhy και Maren Louise Kaehne από το ένα κρίσιμο σημείο στο άλλο ανεβάζει στα ύψη την ένταση, είτε αυτή εκδηλώνεται είτε «σιγοβράζει», οδηγώντας μαεστρικά σε μια ιδιαίτερα οδυνηρή κορύφωση που γεμίζει τον θεατή με αυτό το είδος πένθους που τον κάνει να παραλύει και να θρηνεί υπόκωφα.

Παρόλη την αδιαμφισβήτητη δύναμη που το διαπερνά, το φιλμ δεν καταφέρνει να διαβεί την απόσταση που διαχωρίζει ένα αξιόλογο αποτέλεσμα από ένα πραγματικά σπουδαίο. Αυτό συμβαίνει για κάποιους συγκεκριμένους λόγους. Ένας εξ αυτών είναι πως πέραν της κεντρικής ηρωίδας, όλοι οι άλλοι χαρακτήρες είναι αρκετά αδρά σκιαγραφημένοι. Μπορεί η εμβάθυνση που γίνεται στην περίπτωση της πρωταγωνίστριας να είναι αξιοθαύμαστη, λείπουν όμως φιγούρες που θα τη σιγόνταραν και θα προσέφεραν παραπάνω από μία ολοκληρωμένες οπτικές επάνω στο δράμα που βρίσκεται στο επίκεντρο. Υπάρχει επίσης μια τάση προς την υπερεμφατικότητα που πληγώνει τη σκανδιναβικού τύπου λεπτότητα που διαπερνά τη σκηνοθετική και σεναριακή γραφή (επιστρατεύεται κάπως πιο συχνά από ό,τι θα έπρεπε η αντιδιαστολή μεταξύ της επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής της ηρωίδας με τα πάθη της μέσω σκηνών που τονίζουν την ειρωνεία της αντίθεσης μεταξύ των δύο πλευρών). Ίσως να υπάρχει και μια υπερβολική προσκόλληση στο όμορφο κατά τα άλλα οπτικό μοτίβο των δένδρων, με τα κλαδιά να παραπέμπουν στους νευρώνες του εγκεφάλου όπου λαμβάνει χώρα η εσωτερική διαμάχη της πρωταγωνίστριας. Αυτοί οι παράγοντες καθηλώνουν τη «Βασίλισσα της Καρδιάς» στον χαρακτηρισμό του «καλού» αντί του «εξαιρετικού», δεν ακυρώνουν όμως τα άλλα αξιοσημείωτα επιτεύγματά της που την καθιστούν ένα ψυχόδραμα με υπολογίσιμο εκτόπισμα, αρκούντως έξυπνα γραμμένο για να παρασύρει τον θεατή στη διαδρομή του.

Υπάρχει βέβαια και ο ερμηνευτικός άσσος στο μανίκι που ακούει στο όνομα της Trine Dyrholm. Η ίδια αντιλαμβάνεται ότι πατάει επάνω σε ένα πολύ λεπτό νοητό στρώμα πάγου, πως υποδύεται κάτι που με μερικές λάθος κινήσεις κινδυνεύει να ξεπέσει στην καρικατούρα. Αντιθέτως, αφουγκράζεται τις μπόλικες διαστάσεις της ηρωίδας της, πηγαινοέρχεται με αυτοέλεγχο από τη μία συναισθηματική κατάσταση στην άλλη, και με μεθοδικότητα ζωγραφίζει ένα πολυσύνθετο πορτραίτο μιας γυναίκας αδιαμφισβήτητα εκμαυλισμένης ηθικά σε τρομακτικό βαθμό, η οποία ωστόσο ορθώς δεν παρουσιάζεται ποτέ από την Dyrholm ως η απόλυτη προσωποποίηση του κακού. Γενικότερα, ενώ το σενάριο ξεκαθαρίζει με πλειάδα τρόπων στον θεατή πως παρακολουθεί την ιστορία ενός αντιήρωα, αποφεύγει τη δαιμονοποίηση, προσπαθώντας να διεισδύσει στα κίνητρα των δράσεών του.

Η el-Toukhy φροντίζει να ντύσει με περισσή καλαισθησία τα πλάνα της, εμμένοντας συχνά στο γαλάζιο, τονίζοντας έτσι την αντίθεση μεταξύ ενός λαμπερού φαίνεσθαι κι ενός κατάμαυρου πυρήνα, και δημιουργώντας ένα αίσθημα «πλακώματος» από τη συνειδητοποίηση της τόσο μικρής απόστασης μεταξύ των δύο αυτών πλευρών. Ακόμη κι αν υπήρχαν τα περιθώρια για κάτι ακόμη πιο μεγαλειώδες, τα οποία μένουν αναξιοποίητα, το τελικό αποτέλεσμα έχει ένα βάθος τέτοιο που το καθιστά μια στιβαρή πρόταση για μια θέαση που απαιτεί τη σκέψη σε εγρήγορση.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

9 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *